Το υποψήφιο για δέκα Όσκαρ, επικό δράμα εποχής, «The Brutalist», του Μπρέιντι Κόρμπετ, με τον Έιντριεν Μπρόντι, κυριαρχεί εμφανώς ανάμεσα στις έξι ταινίες που κάνουν πρεμιέρα απόψε. Το ενδιαφέρον τους έχουν και τα φιλμ «Rich Flu – Ώρα Μηδέν» του Βάσκου Γκαρντέλ Γκαστέλου-Ουρουτία, «Η Κληρονόμος των Μυστικών» του Νιλ Μπέργκερ και «Όλα θα Πάνε Καλά» του Ρέι Γιουνκ.
The Brutalist. Δράμα εποχής, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μπρέιντι Κόρμπετ, Έιντριεν Μπρόντι, Φελίσιτι Τζόουνς, Γκάι Πιρς, Τζον Άλγουιν, Αλεσάντρο Νίβολα, Τζόναθαν Χάιντ, Ράφεϊ Κάσιντι, Έμα Λερντ κ.ά.
Οι δέκα υποψηφιότητες -σε όλες τις κορυφαίες κατηγορίες- για τα Όσκαρ, οι τρεις Χρυσές Σφαίρες και το Ασημένιο Λιοντάρι στο φεστιβάλ της Βενετίας, βρίσκονται ήδη στις «αποσκευές» της υπερφιλόδοξης ταινίας, ενός επικού αιχμηρού δράματος, μίας παράτολμης παραγωγής, απ’ αυτές που έχουν πλέον εγκαταλείψει τα στούντιο στο Χόλιγουντ. Διάρκειας 3,5 ωρών, η ταινία χρειάστηκε εφτά χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί, ενώ γυρίστηκε σε φιλμ VistaVision και 70 χιλιοστών, μία τεχνική που γνώρισε δόξες στις σινεμασκόπ χολιγουντιανές παραγωγές του ’50, διαθέτει πρόλογο, είναι χωρισμένο σε δυο μέρη και επίλογο και 15λεπτο ενσωματωμένο διάλειμμα.
Και όλα αυτά, από έναν σκηνοθέτη και πρώην ηθοποιό, χωρίς ιδιαίτερη αναγνώριση αν και εμφανώς φιλόδοξος, τον 36χρονο Μπρέιντι Κόρμπετ («Vox Lux», «Η Γέννηση Ενός Ηγέτη») ο οποίος διακατέχεται από το μεγαλειώδες και απ’ ό,τι φαίνεται δεν του λείπει το απαραίτητο «θράσος» για να προχωρήσει σε ένα παρακινδυνευμένο εγχείρημα, κινηματογραφημένο σαν ένα ογκώδες κλασικό μυθιστόρημα (μαζί με το Άγαλμα της Ελευθερίας και το φάντασμα του Κόπολα), που έρχεται από άλλες δοξασμένες εποχές και μπορεί να συναρπάσει ακόμη και σήμερα.
Το στιβαρό σενάριο, που έγραψε ο Κόρμπετ με τη Νορβηγίδα ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Μόνα Φάστβολντ, ακολουθεί την ιστορία του Ούγγρου αρχιτέκτονα Λάσλο Τοθ, που διασώθηκε από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και φτάνει στην Αμερική το 1947, προσπαθώντας να ξαναχτίσει τη ζωή του και ελπίζοντας ότι η γυναίκα του, που έχει μείνει στην Ευρώπη, θα κατορθώσει να τον ακολουθήσει. Οι δοκιμασίες του, μοιάζουν με Οδύσσεια, αλλά φαίνεται να τελειώνουν όταν ο εκκεντρικός μεγιστάνας Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν θα τον πάρει υπό την προστασία του και θα του αναθέσει να χτίσει ένα πολιτιστικό κέντρο στη μνήμη της μητέρας του, φιλοδοξώντας ο Τοθ να είναι ένα μπρουταλιστικό αριστούργημα (αρχιτεκτονικό κίνημα της «ειλικρίνειας και ηθικής», με τη μορφή των κτιρίων να έχουν έντονη γραμμικότητα, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία, ξεκάθαρα σχήματα, εμφανή υλικά και εκτεταμένη χρήση του σκυροδέματος).
Στο πρώτο μέρος, η διαπεραστική ενέργεια της ταινίας, με τη μίξη εικόνων, μουσικής, αγωνίας και ελπίδας, μοιάζει δύσκολο να περιοριστεί στο σελιλόιντ, ενώ ο ήρωας πιστεύοντας ότι έφτασε σε μια ελεύθερη ήπειρο και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, προσπαθεί να αφήσει πίσω του τα βάσανα που πέρασε και του σκιάζουν τη ζωή. Στο δεύτερο μισό, όταν φτάνει η γυναίκα του στις ΗΠΑ, θα αποδεχθεί τη συνύπαρξη των δαιμόνων με την ιδιοφυΐα του και θα αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι το αμερικάνικο όνειρο έχει προεκτάσεις που δεν είχε φανταστεί. Αν και χωρίς τη δύναμη και την οξύτητα του πρώτου μέρους, η ιστορία, συνεχίζει να συναρπάζει, καθώς ο Κόρμπετ δομεί ένα πειστικό και ρεαλιστικό πορτρέτο ενός χαρακτήρα που νομίζεις ότι υπήρξε στην πραγματικότητα και μιας εποχής που στιγμάτισε το μέλλον της Αμερικής και του καπιταλισμού.
Το σενάριο, που μεταφέρει μία επική ιστορία, με εμπειρίες που δύσκολο να χωρέσουν σε μια φυσιολογική ζωή, θα αναδείξει τις συναισθηματικές εσωτερικές συγκρούεις, των αντιφάσεων του ήρωα, το γκρέμισμα των ψευδαισθήσεων και του «αμερικάνικου ονείρου», τις έννοιες της εξαπάτησης και εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς, αλλά και την πολυπλοκότητα της μετανάστευσης, που αποτελούν τα ηθικά και πραγματικά θεμέλια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Χωρίς να χάνει το ενδιαφέρον του στιγμή, το φιλμ παίζει με το θορυβώδες και το χαμηλόφωνο, η αφήγησή του είναι ταυτόχρονα σαρωτική και σιωπηλή, μοντέρνα και παλαιομοδίτικη, θέτοντας διαχρονικά ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και της αίσθησης ελευθερίας, αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τον στόμφο ή τη διαδεδομένη ξιπασιά του Χόλιγουντ των τελευταίων δεκαετιών.
Εν ολίγοις, ο Κόρμπετ καταφέρνει αυτό που μέχρι πριν λίγο θα έμοιαζε με ανέκδοτο, να παραδώσει μία επική ιστορία, μία συναρπαστική φιλμική εμπειρία, που μπορεί να ενταχθεί ανάμεσα στις εμβληματικές ταινίες του είδους, έχοντας, όμως κι ένα υπερόπλο στη φαρέτρα του, τον Έιντριεν Μπρόντι, έναν ακαταμάχητο ηθοποιό, που συνεχίζει να γοητεύει με τις ερμηνείες του, ενώ και τα υπόλοιπα μέλη του καστ είναι εξαιρετικοί και δικαίως μερικοί απ’ αυτούς βρίσκονται στις υποψηφιότητες για Όσκαρ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Έχοντας διασωθεί από ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας Λάζλο Τοθ φτάνει στην Αμερική για να χτίσει από την αρχή τη ζωή του, περιμένοντας τη σύζυγο του, που αναγκάστηκε να αποχωριστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μόνος σε μία ξένη χώρα, ο Λάζλο εγκαθίσταται στην Πενσιλβάνια, όπου ένας μεγιστάνας βιομήχανος αναγνωρίζει το ταλέντο του και του αναθέτει ένα τεράστιο έργο, που όμως θα έχει και μεγάλο τίμημα.
Rich Flu – Ώρα Μηδέν (Rich Flu). Δραματικό θρίλερ, ισπανικής, χιλιανής και αμερικανικηής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Γκαρντέλ Γκαστέλου-Ουρουτία, με τους Μέρι-Ελίζαμπεθ Γουάινστιντ, Ρέιφ Σπολ, Τίμοθι Σπολ, Λορέιν Μπράκο κ.ά.
Μια εξόχως πρωτότυπη αλληγορική ιδέα, με ένα καυστικό σενάριο, για τον πλούτο και τη διαφθορά που τον συνοδεύει, φαίνεται να μένει ως ένα βαθμό αναξιοποίητη, για μια ταινία που θα μπορούσε να κάνει μεγάλη επιτυχία, από τον Γκαρντέλ Γκαστέλου-Ουρουτία, τον οποίο γνωρίσαμε πριν πέντε χρόνια, με το πολυσυζητημένο δυστοπικό του θρίλερ «Η Πλατφόρμα».
Ο Βάσκος σκηνοθέτης, που προφανώς έχει επηρεαστεί από τον Λουίς Μπουνιουέλ, αλλά δεν έχει ούτε τη χάρη του και φυσικά το βάθος τού πνεύματος του κορυφαίου Ισπανού σκηνοθέτη, θα μεταδώσει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα για μια πανδημία που χτυπά τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, αλλά θα τα μπερδέψει όσο προχωρά η ταινία, καμαρώνοντας υπερβολικά με την ιδέα του και με διφορούμενα νοήματα, που μάλλον θολώνουν και το τελικό αποτέλεσμα.
Μια περίεργη και αναπάντεχη ασθένεια σκοτώνει τους πλουσιότερους και με τη μεγαλύτερη εξουσία ανθρώπους του πλανήτη. Η πανδημία, που όσο προχωρά κατεβαίνει και σε λογαριασμούς εκατομμυρίων, απειλεί να φτάσει στους κατόχους κάθε είδους περιουσίας. Κανείς δεν ξέρει πού είναι το όριο. Στην αρχή, οι μάζες υποδέχονται με αστεία και χαρά την εξαφάνιση των μεγάλων περιουσιών και την πτώση των οικονομικών τους αυτοκρατοριών, που επηρεάζει τα χρηματιστήρια, την εργασία και την οικονομική σταθερότητα, βυθίζοντας στο χάος τις υπεραναπτυγμένες χώρες. Όλα αυτά συμβαίνουν όταν η Λόρα, στέλεχος σε μία ακμάζουσα πλατφόρμα οπτικοακουστικού περιεχομένου, βλέπει τη ζωή της να βελτιώνεται. Είναι η στιγμή για κοινωνική επιτυχία, για αποδοχή από τις ελίτ, να βγάλει πολλά χρήματα και ειδικά όταν ο διευθυντής της τις παραδίδει μετοχές δισεκατομμυρίων δολαρίων, σε μία πράξη ιδιοτέλειας, καθώς μόνο έτσι αυτός μπορεί να αποφύγει τον θανατηφόρο ιό. Μπορεί να αποφασίσει για τη ζωή της χωρίς φόβο για το μέλλον, αλλά μάλλον τα προβλήματα είναι μπροστά για τη Λόρα.
Το δυνατότερο χαρτί της ταινίας είναι φυσικά η αίσθηση ατμόσφαιρας με την υφέρπουσα διάχυση της διαφθοράς που ακολουθεί τον πλούτο, αλλά και ορισμένες αστείες σκηνές που βγάζουν γέλιο, ενώ η σάτιρα φαίνεται να περιορίζεται στα προφανή και στο εύρημα του κύριου συμπτώματος της ασθένειας, που είναι τα ολόλευκα λαμπερά δόντια -τη λεύκανση που λατρεύουν μερικοί δισεκατομμυριούχοι. Καλές είναι και οι σκηνές με τις μικρές ανθρώπινες στιγμές, ορισμένα σαρκαστικά σκετς και η ερμηνεία τής πρωταγωνίστριας Μέρι-Ελίζαμπεθ Γουάινστιντ, η οποία είναι σχεδόν μέσα σε κάθε πλάνο και σηκώνει στους ώμους της πραγματικά το φιλμ.
Εδώ, όμως, τελειώνουν και τα υπέρ της ταινίας, καθώς δείχνει σημάδια παρακμής, όπως και οι κοινωνικές τάξεις κάτω από τους δισεκατομμυριούχους και τους πλούσιους, με τον σκηνοθέτη να επαναλαμβάνει το επιχείρημά του ότι «όλοι έχουμε κάποιον από πάνω μας και κάποιον από κάτω μας», χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να το στηρίξει με σαφήνεια και να ξεκαθαρίσει τις απόψεις του.
Μάλλον, δεν έχει ακούσει ότι οι δισεκατομμυριούχοι απεχθάνονται τους εκατομμυριούχους και αυτοί τους ευκατάστατους και πάει λέγοντας…
Επιπλέον, υποκύπτει στην ευκολία να αφήσει θολή την προέλευση του ιού, την εξέλιξή του ή τη μετάδοσή του, όπως και γιατί η ηρωίδα του, που γίνεται από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη χώρα της, μένει ανέγγιχτη από τον ιό και δεν δίνει ποτέ την αίσθηση του κινδύνου που διατρέχει.
Επίσης, χάνει την ευκαιρία να καυτηριάσει την εξουσία του πλούτου, έστω και αν αυτός πολλές φορές είναι γραμμένος στην άμμο, ενώ πριν το καλοβαλμένο φινάλε, το φιλμ παρουσιάζει μία κόπωση, σαν να μην μπορεί ο Γκαρντέλ Γκαστέλου-Ουρουτία να βρει την ιδέα που θα το ενώσει με το υπόλοιπο φιλμ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια περίεργη ασθένεια αφαιρεί σταδιακά τις ζωές των πλουσιότερων ανθρώπων στον πλανήτη. Καθώς η πανδημία απειλεί να φτάσει στους κατόχους κάθε είδους περιουσίας, αυτοκρατορίες καταρρέουν και επικρατεί χάος.
Η Κληρονόμος των Μυστικών (Inheritance). Θρίλερ, αμερικανικηής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Νιλ Μπέργκερ, με τους Φοέμπ Ντάινεβορ, Ρις Ίφανς, Νέκαρ Ζαντεκάν, Κιάρα Μπάξντεϊλ, Κέρσι Μπράιαν, Μαντ Έιντ κ.ά.
Πολύ περιτύλιγμα και λιγοστή ουσία σε αυτό το θρίλερ του γνώριμου Νιλ Μπέργκερ («Η Κόρη του Βασιλιά του Βάλτου», «Απόλυτη Ευφυΐα», «Ο Μάγος του Αϊζενχάιμ»), καθώς διαθέτει μία φρέσκια ιδέα, αλλά περιορίζεται στο φαίνεσθαι. Και αυτό γιατί ο Μπέργκερ, που σχεδίασε όλη την ταινία του κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επέλεξε να τη γυρίσει μέσω ενός iPhone, χωρίς ιδιαίτερες πρόβες, μακιγιάζ ή τεχνολογικές ευκολίες, με ένα μικρό επιτελείο και πλάνα μια κι έξω, φαίνεται να ξεμένει γρήγορα από ιδέες.
Αυτός ο πειραματισμός του, που δίνει έως ένα σημείο και μια αίσθηση ζωντάνιας ή διαφορετικής προσέγγισης, πολύ γρήγορα, αφήνει χωρίς δυνάμεις και ουσία την ταινία του, δεδομένου ότι όλα αυτά εν τέλει λίγο ενδιαφέρουν τον θεατή, απ’ αυτά που ζητά από ένα κατασκοπικό θρίλερ και μάλιστα που εκτείνεται από τη Νέα Υόρκη και το Δελχί, μέχρι τη Σεούλ και το Κάιρο.
Η Μάγια, μια νεαρή γυναίκα, που έχει αναστατωθεί από τον θάνατο της μητέρας της, ξαφνιάζεται, όπως και η αδελφή της, όταν βλέπουν την επανεμφάνιση του αποξενωμένου πατέρα τους Σαμ. Αυτός, θέλοντας να έρθει κοντά της, θα της προσφέρει μια δουλειά στην εταιρεία ακινήτων του στο Κάιρο, όπου θα αναλάβει την παρουσίαση των πολυτελών σπιτιών σε πολύ πλούσιους ανθρώπους. Παρότι, η αδελφή της τη συμβουλεύει να μη δεχθεί, η Μάγια, που έχει ξεμείνει από χρήματα και έχει την επιθυμία να αναπτύξει σχέσεις με τον εξαφανισμένο πατέρα της, θα συμφωνήσει. Γρήγορα, όμως, θα αντιληφθεί ότι υπάρχουν κάποια ερωτήματα γύρω από τον πατέρα της και όπως αποδεικνύεται μάλλον η δουλειά του δεν έχει σχέση με το real estate αλλά μάλλον με τη διεθνή κατασκοπία. Όταν ο πατέρας της θα πέσει θύμα απαγωγής, θα θελήσει να τον βρει, ταξιδεύοντας σε διάφορες πόλεις του κόσμου, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους απαγωγείς του και τους πράκτορες της Ιντερπόλ, που θέλουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό του, που το κατέχει η ίδια.
Το οπτικό στυλ του Μπέργκερ έχει κάποιο ενδιαφέρον, με τα κοντινά πλάνα που απαιτούνται λόγω iPhone και τη συναισθηματική αναταραχή της ηρωίδας ή τις σκηνές καταδίωξης και δράσης, αλλά γρήγορα η ταινία ξεπέφτει σε ένα θριλεράκι της σειράς, κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ασθενικό σενάριο, που δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο σε ένα φιλμ κατασκοπείας. Οι ανατροπές μοιάζουν βγαλμένες από το εγχειρίδιο του είδους και οι θεατές συνήθως θα βρεθούν ένα βήμα μπροστά απ’ αυτές.
Περισσότερο, όμως, το φιλμ μοιάζει με ένα προσχέδιο ενός σεναρίου, που δεν πήρε ποτέ σάρκα και οστά, ενώ ακόμη και από την διηπειρωτική περιπλάνηση της Μάγια, το μόνο που μένει είναι μία έντονη αίσθηση deja vu.
Στα θετικά και η ορεξάτη ερμηνεία της Ντάινεβορ, που έχει κάτι το θελκτικό – την ευνοούν τα κοντινά πλάνα, ενώ ο Ρις Ίφανς μάλλον κάνει αγγαρεία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν ο αποξενωμένος πατέρας της πέσει θύμα απαγωγής στο Κάιρο, μια νεαρή κοπέλα που ζει στη Νέα Υόρκη θα βρεθεί μπλεγμένη σε έναν κόσμο μυστικών και εγκλημάτων, ταξιδεύοντας από την Αίγυπτο και τη χαοτική Βομβάη μέχρι τη Σεούλ για να σώσει όχι μόνο τον πατέρα της, αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.
Όλα θα πάνε καλά (All Shall Be Well). Δραματική ταινία, παραγωγής Χονγκ Κονγκ του 2024, σε σκηνοθεσία Ρέι Γιουνγκ, με τους Πάτρα Άου, Μάγκι Λι Λιν Λιν, Τάι Μπο, Σον Γινγκ Χούι, Τσανγ Χανγκ κ.ά.
Ορισμένες φορές στον κινηματογράφο ακόμη και η καταγραφή της καθημερινής πραγματικότητας, ιστοριών που ακούμε ή αντιλαμβανόμαστε, που διαβάζουμε σε ρεπορτάζ ή μπορεί να περάσουν μέσω της νομοθεσίας στο δημόσιο διάλογο, αποκτούν μία ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως σε αυτό το τρυφερό όσο και εγκάρδιο δράμα του Ρέι Γιουνγκ από τον Χονγκ Κονγκ.
Μια ταινία, που προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Βερολίνου και αναδεικνύει τη συχνά επισφαλή καθημερινότητα των ηλικιωμένων ανθρώπων της queer κοινότητας, με ευαισθησία, χαμηλόφωνα και χωρίς υστερίες ή διάθεση καταγγελίας, αλλά και μια ηρωίδα, που ξεχωρίζει για την ήρεμη δύναμή της, τη στωικότητά της. Ταυτόχρονα, όμως, ο Γιουνγκ σχολιάζει με διακριτικότητα και αμεσότητα τα προβλήματα που δημιουργεί ο άκρατος καπιταλισμός, με τις κοινωνικές ανισότητες, το πρόβλημα στέγασης, την κοινωνική πρόνοια, τη μοναξιά.
Η Άντζι και η Πατ είναι ένα ευκατάστατο ζευγάρι που ζουν αρμονικά για τέσσερις δεκαετίες – τα 30 χρόνια στο διαμέρισμα της δεύτερης στο Χονγκ Κονγκ. Οι φίλοι και οι οικογένειές τους δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τη σχέση τους. Ξαφνικά η Πατ πεθαίνει κι ενώ στην αρχή η Άντζι φαίνεται να έχει τη συναισθηματική υποστήριξη της οικογένειας της εκλιπούσης, όλα αλλάζουν όταν έρχεται η ώρα της κληρονομιάς, στην οποία η Πατ δεν έχει κανένα δικαίωμα. Και αυτό διότι δεν υπήρχε διαθήκη, ούτε είχαν παντρευτεί και συνάμα όλα τα οικονομικά θέματα, αλλά και τις οικονομίες τους τις είχε αναλάβει η Πατ. Μάλιστα, η Άντζι δεν έχει κανένα δικαίωμα ούτε στο σπίτι που έμενε με την Πατ για 30 χρόνια και κινδυνεύει να μείνει άστεγη όταν ο αδελφός τής συντρόφου της, θέλει να το πουλήσει. Έτσι, η Άντζι θα βρεθεί στο έλεος της οικογένειας της Πατ και έπειτα από μία περίοδο θλίψης και μοναξιάς θα ξεκινήσει στα γεράματα έναν αγώνα χειραφέτησης.
Ένα θέμα, που εν πολλοίς θα μπορούσε να αφορά και ένα ετερόφυλο ζευγάρι, με τη διαφορά ότι εδώ εισέρχεται και το στοιχείο της ομοφοβίας, που φανερώνεται όταν μπαίνουν οικονομικά ζητήματα. Ο Γιουνγκ, όμως, αποφεύγει τις ευκολίες και τις ακρότητες κάνοντας μισητούς τους συγγενείς της Πατ. Με οξυδέρκεια θα καταδείξει την οικονομική τους δυσπραγία και τη δυσκολία να έχουν έστω και ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, το πόσο επηρεάζει το σκληρό οικονομικό σύστημα τη συμπεριφορά τους. Όχι, δεν μοιράζει συγχωροχάρτια, αλλά αποφεύγει τη μονοδιάστατη ευκολία, επιρρίπτοντας τις ευθύνες σε μια μίζερη ανηθικότητα.
Υπάρχει όμως και το επίπεδο του βάρους της μοναξιάς που πρέπει να αντιμετωπίσει η ηρωίδα του, η εξαιρετική Πάτρα Άου, σε μία προχωρημένη ηλικία, στην πολύβουη και αρκετά απρόσωπη μεγαλούπολη, που αντιθέτως με τα συνηθισμένα, παρουσιάζεται γαλήνια ως ένα φυσικό μελαγχολικό σκηνικό. Και βεβαίως στα συν ο τρόπος που έρχεται και το αισιόδοξο φινάλε, με την ηρωίδα να το παίρνει απόφαση και να κάνει το βήμα προς την χειραφέτησή της. Γιατί ποτέ δεν είναι αργά. Γιατί θα περάσει κι αυτό…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Άντζι και η Πατ είναι ένα ζευγάρι που ζει αρμονικά στο Χονγκ Κονγκ εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Μετά τον ξαφνικό θάνατο της Πατ, η Άντζι βρίσκεται στο έλεος της οικογένειας του αδερφού της Πατ, καθώς προσπαθεί να διατηρήσει το σπίτι που μοιράζονταν τριάντα χρόνια.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Τέρας της Φύσης (In a Violent Nature). Ταινία τρόμου από τον Καναδά (2024), που γνώρισε απρόσμενη επιτυχία πέραν του Ατλαντικού, από τον άγνωστο στη χώρα μας Κρις Νας, ο οποίος αποτίει το δικό του φόρο τιμής στις καλτ ταινίες του είδους της δεκαετίας του ’80. Έχοντας την ιδέα να αφηγηθεί την ιστορία του μέσα από την οπτική του «τέρατος», αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο τα θύματά του, ο Νας ανανεώνει πρόσκαιρα το ενδιαφέρον του κοινού, αλλά σταδιακά αυτό το εύρημα αποτελεί και εμπόδιο για να δημιουργήσει πλοκή και να ολοκληρώσει δραματουργικά το φιλμ, το οποίο πάσχει και από τον αργό ρυθμό του. Πάντως, το φιλμ διαθέτει την απαραίτητη ανατριχιαστική ατμόσφαιρα και ορισμένες σκηνές φρίκης που κόβουν την ανάσα, βγαλμένες από το ανθολόγιο των αιματοβαμμένων στιγμών ταινιών slasher.
Ο Τζόνι, θύμα ενός φρικτού εγκλήματος που έγινε πριν 60 χρόνια σε ένα απομονωμένο δάσος, θα σηκωθεί από τον τάφο του, για να εκδικηθεί μία παρέα νέων, που έκλεψαν ένα μυστηριώδες μενταγιόν, που του ανήκε. Διψασμένος για εκδίκηση, ο μασκοφόρος Τζόνι θα αναζητήσει τους εφήβους για να τους εξολοθρεύσει, μαζί με όποιον άλλον άτυχο βρεθεί στον δρόμο του.
Στην ταινία, που μοιάζει αποσπασματική και χάνει την ευκαιρία να σχολιάσει, όπως θα ‘θελε, και την πηγή της τόσης βιαιότητας, παίζουν οι Ράι Μπάρετ, Αντρέα Παβλόβιτς, Κάμερον Λοβ, Ρις Πρίσλεϊ, Λίαμ Λεόνε κ.ά.
Σκυλάκια στην Όπερα (Dogs at the Opera). Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, ρωσικής παραγωγής του 2023, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρά τα χαριτωμένα σκυλάκια που θα βρεθούν στα παρασκήνια μιας όπερας για να σώσουν την… παράσταση. Το ψηφιακό animation προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.
(Φωτογραφία από την ταινία «The Brutalist»)