Το πολύ καλό, αλλά όχι εντυπωσιακό, άνοιγμα του «Dune 2» έφερε κάποια χαμόγελα στους αιθουσάρχες, παρότι οι υπόλοιπες ταινίες της προηγούμενης εβδομάδας είχαν σχεδόν απογοητευτικά αποτελέσματα. Από τις επτά καινούργιες ταινίες, που κάνουν πρεμιέρα απόψε, ξεχωρίζει το δραματικό «Μάμα Γκλόρια», ενώ στα αξιοσημείωτα η επανέκδοση της επικής βιογραφίας του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας».
Μάμα Γκλόρια
(“Ama Gloria”) Δραματική ταινία, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μαρί Αματσουκελί, με τους Λουίζ Μορό-Πανζανί, Ιλσα Μορένο Ζέγκο, Αρνό Ρεμποτίνι κα.
Μια ευχάριστη έκπληξη, που έρχεται να μας πλημμυρίσει από αυθεντική ανθρωπιά και συγκίνηση, να θεραπεύσει από την αρρώστια του κυνισμού και της ιδιοτέλειας, μέσα από την ακατέργαστη παιδική ματιά.
Η Μαρι Αματσουκελί, Γαλλίδα γεωργιανής καταγωγής, με την ταινία της, που άνοιξε την εβδομάδα κριτικής στο περσινό φεστιβάλ των Καννών και κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο για το τμήμα Meet the Neighbors του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποδεικνύει ότι είναι αρκετό να δημιουργήσει μία πανέμορφη κινηματογραφική εμπειρία, όταν μιλάει η καρδιά, απλά, κατανοητά και χωρίς θεωρίες ή περίεργους συμβολισμούς, διδακτισμούς ή συμβάσεις πολιτικής ορθότητας.
Έχοντας ως σύμβολο αυτής της ανθρωπιάς, μια εκπληκτική πιτσιρίκα, η Αματσουκελί θα μιλήσει για την απώλεια, την απότομη ενηλικίωση, τα βάσανα των ανθρώπων και ειδικά των γυναικών, που έρχονται στα ξένα για να μας υπηρετήσουν, να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, να δώσουν αυθόρμητα την αγάπη τους, όπως είχαν μάθει από τις μανάδες τους. Και με μία περίτεχνη διακριτικότητα θα περάσει και τα αποτελέσματα της αποικιοκρατίας, αλλά και την ανοιχτή πληγή της μεταναστευτικής κρίσης – ειδικά όταν ο ανθρωπισμός εξαντλείται σε αριθμούς, συμφέροντα και την ανάγκη για φτηνά εργατικά χέρια.
Η Γκλόρια, που έχει αφήσει την κόρη της και το μικρό της γιο στη γενέτειρά της, το Πράσινο Ακρωτήρι, έχει μεταναστεύσει στο Παρίσι, για να μαζέψει χρήματα, τα οποία στέλνει στα παιδιά της. Ως νταντά της ορφανής από μάνα 6χρονης Κλεό, με τις πορφυρές μπούκλες, το χαριτωμένο προσωπάκι και τα χοντρά μυωπικά γυαλιά, έχει αντικαταστήσει τη μάνα της, καθώς ο εργασιομανής πατέρας της, που την αγαπά, δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με την καθημερινότητά της. Όταν, όμως, η Γκλόρια μαθαίνει ότι η 20χρονη κόρη της έμεινε έγκυος και πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα της για να την βοηθήσει, η Κλεό, θα νιώσει για δεύτερη φορά την απώλεια της μάνας και γι’ αυτό θα πάρει την απόφαση να ταξιδέψει στο Πράσινο Ακρωτήρι για το καλοκαίρι.
Μέσα από την καθαρή ματιά της Κλεό, θα έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο, όπως και η ίδια, με τη φτώχεια, τις δυσκολίες της ζωής στην αφρικανική χώρα, αλλά και την έξω καρδιά των ντόπιων, απ’ τους οποίους θα πάρει αγάπη, αλλά και την αθώα ζήλια από τα παιδιά που έχασαν τη μητέρα τους για μία Γαλλιδούλα.
Η Αματσουκελί, με μία ξεχωριστή αφηγηματική ικανότητα, σκηνοθετική απλότητα και στοχαστική ματιά θα πιάσει το νόημα, θα αναδείξει τις λεπτές, γκρίζες ζώνες του παιδικού τραύματος. Χωρίς να σχολιάζει, η κάμερα εισβάλει στις εύθραυστες παιδικές ψυχές, αναδεικνύοντας την ανάγκη για στοργή, ευαισθησία και αγκαλιά. Το βάρος της μητρικής απώλειας είναι παντού, αλλά τα συναισθήματα της ορφάνιας μεταδίδονται ανάλαφρα, χωρίς βαρύγδουπα ουμανιστικά μηνύματα.
Εγκαρδιότητα, απλότητα, ευαισθησία, ενσυναίσθηση, υποδειγματική αφήγηση, αλλά και πολύ καλή δουλειά στη διεύθυνση φωτογραφίας, που θερμαίνει τα ιδιαιτέρως κοντινά πλάνα του μικρού κοριτσιού, αναδεικνύοντας το συναίσθημα, αλλά και όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα που θα διαμορφώσουν τον χαρακτήρα του.
Όμως, η μεγαλύτερη έκπληξη μας έρχεται από την πιτσιρίκα Λουίζ Μορό – Πανζανί, υποδυόμενη την Κλεό, που καταφέρνει με μία αξιοθαύμαστη ωριμότητα, να μεταφέρει την πολυσύνθετη ψυχολογία ενός ορφανού κοριτσιού και αποδέχεται τη σκληρή ενηλικίωσή της, με ακόμη μία απώλεια.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η εξάχρονη Κλεό αγαπά την νταντά της, την Γκλόρια, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Όταν η γυναίκα γυρίζει πίσω στην πατρίδα της, το Πράσινο Ακρωτήρι, η Κλεό θα την επισκεφτεί για να περάσουν μαζί ένα τελευταίο καλοκαίρι που θα τις αλλάξει και τις δυο.
Κάποια Μέρα θα Πούμε τα Πάντα ο Ένας στον Άλλον
(“Someday We’ll Tell Each Other Everything”) Αισθηματικό δράμα, γερμανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Έμιλι Ατέφ, με τους Μαρλέν Μπάροου, Φέλιξ Κρέμερ, Γκέρντις Τρίμπελ, Κρίστιαν Έρντμαν, Κριστίν Σορν κα.
Ένας καταραμένος, σαρκικός έρωτας στο μεταίχμιο της σύγχρονης γερμανικής ιστορίας, όταν ετοιμάζεται η ενοποίηση των δυο χωρών, έπειτα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ένα ερωτικό μελόδραμα, μέσα από μια ιστορία ενηλικίωσης, τοποθετημένη στα σύνορα των δυο χωρών, στη Θουριγγία, που έχει τη γοητεία του, αλλά και στιγμές που προκαλούν την αποστασιοποίηση του θεατή ή και την αδιαφορία, με τον πλατειασμό που παρουσιάζει η ταινία ορισμένες φορές.
Τα 130 λεπτά της ταινίας, μοιάζουν, ορισμένες στιγμές, εξουθενωτικά, για μια ιστορία, βασισμένη στο μπεστ σέλερ της Ντανιέλα Κρέιν, που θα μπορούσε να ειπωθεί πολύ πιο περιεκτικά σε πολύ λιγότερο χρόνο, δίνοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη έμφαση στην ουσία, αλλά και το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, όπου διαδραματίζεται.
Η Γερμανογαλλίδα, με καταγωγή από το Ιράν, Έμιλι Ατέφ, τη γνωρίσαμε με τη βιογραφική ταινία για τη Ρόμι Σνάιντερ, «Τρεις Μέρες στο Κίμπερον» και νιώσαμε ότι μπορεί να δώσει κάτι καλύτερο στο μέλλον με το δραματικό «Πιο Πολύ από Ποτέ», θα ήταν αρκετά πιο πειστική, με αυτό το ερωτικό δράμα της, αν ακολουθούσε την αφηγηματική κινηματογραφική σχολή του Ιράν, από τις νέες τάσεις του γερμανικού σινεμά, που πραγματικά αρκετές φορές θολώνουν ακόμη και τα πιο ευδιάκριτα θέματα που χειρίζονται.
Το σενάριο, που δούλεψαν μαζί η σκηνοθέτρια με τη συγγραφέα, θέλει μια 19χρονη να ερωτεύεται έναν μοναχικό, αγροίκο, 40χρονο γείτονά της, έναν κτηνοτρόφο, που την ελκύει ερωτικά και παράφορα, ενώ διαμένει στο σπίτι της πολυμελούς αγροτικής οικογένειας του νεαρού αρραβωνιαστικού της, καθώς η χωρισμένη μητέρα της δεν μπορεί να τη ζήσει. Και αυτά σε ένα χωριό δίπλα στη Δυτική Γερμανία, όταν φτάνει η εποχή να πέσουν τα σύνορα.
Απ’ τη μια, η ταινία φτιάχνει το πορτρέτο μίας οικογένειας, μέσω της οποίας περιγράφει πλημμελώς τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της σύγχρονης γερμανικής ιστορίας και απ’ την άλλη, στήνει ένα παράφορο «λαβ στόρι», δύο διαφορετικών ανθρώπων. Μίας κοπέλας στην ηλικία της ενηλικίωσης κι ενός 40χρονου ψημένου και σχεδόν άγριου κτηνοτρόφου, που τους συνδέει η αγάπη για τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα ο Ντοστογιέφσκι – όσο και αν αυτό φαντάζει παράταιρο και για τους δύο.
Υπάρχει, όμως και η ερωτική πράξη, πολλές φορές ζωώδης, που τους ενώνει και αυτό έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ιστορία, παρότι δεν είναι λίγες οι φορές που μένουν αναπάντητα ερωτήματα για τη σχέση τους. Υπάρχουν, όμως και οι τραβηχτικές εικόνες της γερμανικής υπαίθρου και οι συμπληρωματικοί χαρακτήρες που ανανεώνουν το ενδιαφέρον, για μια ιστορία που από νωρίς καταλαβαίνεις πού θέλει να καταλήξει. Αμφιλεγόμενος είναι ωστόσο ο ψυχισμός όλων των προσώπων της ιστορίας και κυρίως του «παράνομου» ζευγαριού, καθώς οι συμπεριφορές τους αποδίδονται μονοδιάστατα και μάλλον ως προϊόν προκατάληψης ότι πρόκειται για ανθρώπους επηρεασμένους από το ανατολικογερμανικό καθεστώς.
Η νεαρή και αρκούντως θελκτική Μαρλέν Μπάροου, μπορεί να αναστατώνει στα μακρινά της πλάνα, όταν κάνει ποδήλατο στους αγρούς, αλλά δεν έχει την εκφραστικότητα, ούτε μάλλον την υποκριτική ικανότητα, να μας πείσει για τον ρόλο της, εν αντιθέσει με τον γοητευτικό και αρκετά μυστηριώδη Φέλιξ Κρέμερ, ο οποίος είναι εμφανώς ο δυνατός πόλος της σχέσης.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Καλοκαίρι του 1990, στην ύπαιθρο των συνόρων ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία, οι οποίες πια ετοιμάζονται για την ένωση μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η 19χρονη Μαρία ζει μια καλή ζωή, με την οικογένεια του φίλου της. Όλα όμως θα αλλάξουν όταν θα γνωρίσει έναν αρκετά μεγαλύτερο άντρα, έναν μοναχικό και με κακή φήμη αγρότη, που θα ανάψει τη φλόγα του έρωτα….
Τράνζιτ
(“Tranzit”) Δραματική ταινία, ελληνικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Κάρολου Ζωναρά, με τους Παντελή Δεντάκη, Μαρία Κουμπάνη, Γρηγόρη Γαλάτη, Δημήτρη Πουλικάκο, Τάκη Σακελλαρίου, Τζέο Πακίτσας κα.
Ακόμη ένα πολλά υποσχόμενο φιλμ από το ελληνικό σινεμά, είναι αυτή η δραματική ταινία φαντασίας του Κάρολου Ζωναρά. Ένα ασπρόμαυρο και αρκούντως υποφωτισμένο φιλμ, παραπέμποντας στις υπαρξιακές ταινίες των δεκαετιών του ’50 – ’60 και δημιουργώντας ένα μεταφυσικό τοπίο, όπου κυριαρχούν οι εμμονές των ηρώων.
Στην πέμπτη του ταινία, ο Ζωναράς καταφέρνει μέσα από το πολυδαίδαλο σενάριο και την ιδιοσυγκρασιακή του σκηνοθετική ματιά, να ξαφνιάσει και να συγκινήσει, αλλά και να αφήσει πολλές απορίες για την πορεία των ηρώων του.
Έχοντας ένα θέμα, που του δίνει την ελευθερία να κινηθεί άνετα, καθώς οι θεωρίες για τη μεταθανάτια ζωή είναι πάμπολλες, ο Ζωναράς θα κινηθεί μεταξύ δοξασίας, τραγωδίας και ειρωνείας, ενώ το τραχύ περιβάλλον, επιτείνει την οδύνη. Όμως, ορισμένες φορές η υπερβολική ελευθερία μπορεί να οδηγήσει και σε δρόμους απάτητους, κάνοντας, χωρίς λόγο, τα εύκολα δύσκολα.
Σε έναν ακαθόριστο χώρο και χρόνο, άνθρωποι σχηματίζουν έναν κύκλο στο χώμα με τα πόδια τους. Όλοι τους είναι νεκροί και βρίσκονται στο σημείο καμπής για την οριστική αποχώρησή τους. Ένας άντρας αντιστέκεται, προσπαθεί να αποδείξει ένα θεώρημα που ίσως του δώσει την ευκαιρία να επιστρέψει πίσω. Θέλει να μάθει τι συνέβη τη στιγμή του θανάτου του, καθώς δεν ήταν μόνος, ήταν δίπλα του ο γιος του. Αλλά στο ιδιότυπο τράνζιτ που βρίσκεται δεν είναι και πάλι μόνος. Χωρίς να το ξέρει τον παρακολουθεί ο πατέρας του.
Η ιστορία δείχνει αρχικά απρόσιτη, αλλά σιγά σιγά ξεδιπλώνεται λειτουργικά και κατανοητά για τον θεατή, που ίσως νιώσει και άβολα ορισμένες φορές, πιστεύοντας ταυτόχρονα ότι βρίσκεται μακριά από τις υπαρξιακές αγωνίες του σκηνοθέτη. Ο Ζωναράς, έχοντας τη γνώση, αλλά πολλές φορές όχι και τα εφόδια, μια αξιόλογη παραγωγή από πίσω του, για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, θα ισορροπήσει με δυσκολία στο βαρυσήμαντο και υπερβολικά δραματικό του στόρι, που φτάνει στα όρια μίας αρχαίας τραγωδίας, ενώ δεν μπορεί να αποφύγει τις παγίδες που κρύβουν ο συμβολισμός και η αλληγορία.
Η προσπάθεια του Ζωναρά, είναι ιδιαιτέρως φιλόδοξη. Γιατί καταλαβαίνει και ο ίδιος ότι το δημιούργημά του, ρίχνεται στα βαθιά και πρέπει να επιπλεύσει παρά τις γνωστές παθογένειες του ελληνικού σινεμά, τον πειραματισμό, την επανάληψη μοτίβων, τον μικρομεγαλισμό, τα ασθενικά σενάρια και την πενιχρή παραγωγή. Ο Ζωναράς το πάλεψε, χάνοντας και κερδίζοντας μάχες και σίγουρα διατήρησε την τόλμη και την πίστη του, για μία, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα όσο και αντιφατική κινηματογραφική πρόταση.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μετά το δυσεπίλυτο αίνιγμα του θανάτου τους, Πατέρας και Γιος ξανασμίγουν στο Τράνζιτ, έναν άνυδρο και έρημο μη τόπο, ένα φαντασιακό επέκεινα που ελέγχεται από αφηρημένες μαθηματικές αρχές και όπου οι νεκροί καλούνται να αποφασίσουν: να αποδεχτούν τη διαδικασία αποϋλοποίησής τους ή να παραμείνουν σε απροσδιοριστία για πάντα. Εδώ, οι αναμνήσεις του Πατέρα μπερδεύονται με αυτές του Γιου, αναζωπυρώνοντας παλιές συγκρούσεις. Προσπαθώντας να ρίξει φως σε όσα οδήγησαν στον θάνατό του, ο Πατέρας βασίζεται στις γνώσεις του στα μαθηματικά για να ακολουθήσει μια τρελή ιδέα: να επιστρέψει στη ζωή.
Σκύλος & Γάτα: Μια Τρελή Καταδίωξη
(“Cat & Dog – The Great Crossing”) Οικογενειακή κωμική περιπέτεια, γαλλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ριμ Κερισί, με τους Φρανκ Ντιμπόσκ, Ριμ Κερισί, Φιλίπ Λασό κα.
Οικογενειακή περιπετειούλα εκ Παρισίων, να χαζεύει η οικογένεια γύρω από το τραπέζι και να σταματήσουν τα παιδιά να μαλώνουν μεταξύ τους – όχι όμως για πολύ, αφού κάποια στιγμή το πανηγύρι θα σχολάσει.
Το φιλμ της ηθοποιού και εσχάτως σκηνοθέτιδας Ριμ Κερισί, που ταιριάζει περισσότερο για οικιακή χρήση, συνδυάζει το ψηφιακό animation με τη ζωντανή δράση. Τα ψηφιακά τετράποδα θα ξενίσουν μέχρι να τα συνηθίσουν οι θεατές, ειδικά των μεγαλύτερων ηλικιών. Άλλωστε, είναι μια ταινία που στοχεύει κυρίως στο παιδικό κοινό, γι’ αυτό προβάλλεται και μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.
Το στόρι φέρνει κοντά μια νεαρή γυναίκα με έναν διαβόητο κλέφτη και μαζί μια γάτα, που είναι διάσημη στα «σόσιαλ» και έναν σκύλο, που έχει καταπιεί ένα πολύτιμο ρουμπίνι, απ’ τη ληστεία του δεύτερου. Και από κοντά ένας δαιμόνιος αστυνομικός που θα τους ακολουθήσει στο Μόντρεαλ και τη Νέα Υόρκη.
Μια φαρσοκωμωδία – παραλλαγή της «Λαίδης και του Αλήτη» – που έχει ελάχιστες στιγμές γέλιου, τα γκαγκς τις περισσότερες φορές δεν βρίσκουν στόχο, ενώ ως περιπέτεια είναι αρκετά μπανάλ, θυμίζοντας τις αμερικάνικες ταινίες του είδους από τη δεκαετία του ’90.
Η Ριμ Κερισι, μπροστά από την κάμερα, πρωταγωνιστώντας δίπλα στον συμπαθή Φρανκ Ντιμπόσκ, δείχνει να μην έχει καμία επαφή με την κωμωδία, ενώ στον ρόλο του δαιμόνιου ντετέκτιβ ο εμπορικότατος σταρ της Γαλλίας Φιλίπ Λασό.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Ντίβα είναι μία γάτα influencer, με εκατομμύρια ακολούθους. O Τούλης είναι ένα αδέσποτο κουτάβι που καταπίνει κατά λάθος ένα ρουμπίνι ανεκτίμητης αξίας που μόλις έχει κλέψει ο διαβόητος απατεώνας Τζακ. Μέσα από μία σειρά ατυχών γεγονότων, τα δύο κατοικίδια βρίσκονται κυνηγημένα από έναν διεφθαρμένο αστυνομικό που θέλει το ρουμπίνι.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
100 Χρόνια από τον Οδυσσέα
(“100 Years of Ulysses”) Εξαιρετικού ενδιαφέροντος ιρλανδικό ντοκιμαντέρ για το διάσημο μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόις «Οδυσσέας», που συμπληρώνει 100 χρόνια από την έκδοσή του. Ο Ιρλανδός σκηνοθέτης Ρούαν Μάγκαν, ωστόσο, ακολουθεί την πεπατημένη, παραδίδοντας ένα ακαδημαϊκά γυρισμένο φιλμ, αρκετά πληροφοριακό και με εγκυκλοπαιδικά στοιχεία, για τον συγγραφέα και το βιβλίο που επηρέασε καθοριστικά τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα και καλλιτέχνες γενικότερα μέχρι σήμερα. Το έπος του Τζόις παραμένει επίκαιρο, με τις σχεδόν προφητικές επισημάνσεις του για τον εξτρεμισμό, την ξενοφοβία, τον σοβινισμό και την καταπίεση των λαών. Το ντοκιμαντέρ του Μάγκαν και του ιστορικού Φρανκ Κάλαναν, δεν ξεφεύγει από τα τετριμμένα, ως ένα ενημερωτικό ντοκιμαντέρ, που είναι χρήσιμο για όσους θέλουν να μάθουν κάτι περισσότερο από τα βασικά, για τον Τζόις και το βιβλίο του.
Ένας Φανταστικός Φίλος
(“Imaginary”) Μεταφυσικός τρόμος, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, που βασίζεται στο κλισέ «ποιος θα μας σώσει από το αγαπημένο λούτρινο αρκουδάκι του παιδιού». Η γνωστή συνταγή horror αναπτύσσεται από τον μέτριο σκηνοθέτη Τζεφ Γουάτλοου, με όλα τα γνώριμα στοιχεία του είδους και χωρίς καμία διάθεση ανανέωσής του. Πρωταγωνιστούν οι ΝτεΓουάντα Γουάιζ, Τομ Πέιν, Μπέτι Μπάκλεϊ κα.
Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας
(“The Last Emperor”) Η βραβευμένη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι με εννέα Όσκαρ και πλήθος τιμητικών διακρίσεων, σε επανέκδοση. Ο μεγάλος Ιταλός δημιουργός του «Κονφορμίστα» και αρκετών ταινιών – σημαντικών στιγμών του παγκόσμιου σινεμά, παραδίδει το 1987 ένα εντυπωσιακό και στομφώδες βιογραφικό έπος, για τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας, που ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία τριών ετών και έζησε όλες τις σαρωτικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην εποχή του. Ο Μπερτολούτσι, επικεντρώνεται στο δράμα που ζει ο τελευταίος αυτοκράτορας, όταν βρίσκεται απέναντι στην ισοπεδωτική σύγκρουση με τη ραγδαία αλλαγή των εποχών και την κινεζική επανάσταση, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τη διαβρωτική σχέση της απόλυτης εξουσίας, η οποία καταλήγει σε σύμβολα εξουσίας σκέτες καρικατούρες.
Ο Μπερτολούτσι, μπορεί να μην φτάνει σε επίπεδο άλλες δημιουργίες του, αλλά έχει δίπλα του, αυτόν τον τεράστιο διευθυντή φωτογραφίας, τον Βιτόριο Στοράρο, τον πραγματικό αυτοκράτορα της ταινίας, που κάνει θαύματα, αλλά και μια παραγωγή που του εξασφαλίζει ένα αξιοθαύμαστο εικαστικό αποτέλεσμα. Παίζουν Τζον Λον, Τζόαν Τσεν, Πίτερ Ο’Τουλ, Βίβιαν Γου, Βίκτορ Γουόνγκ κα.
(Φωτογραφία από την ταινία «Μάμα Γκλόρια»)