» Ματιές στην οθόνη των σινεμά της πόλης
Marianne & Leonard Λόγια Αγάπης
(Marianne & Leonard Words of Love) Ντοκιμαντέρ, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Νικ Μπρούμφιλντ.
Μέσα από μία μεγάλη παθιασμένη ιστορία έρωτος, αυτή του φημισμένου τραγουδοποιού Λέοναρντ Κοέν και της Νορβηγίδας μουσικού Μάριαν Ίλεν, ο Νικ Μπρούμφιλντ περιγράφει μία ολόκληρη εποχή, εκείνης της δεκαετίας του ’60 και έχοντας ως φόντο τη μαγεία της Ύδρας, εκείνης της εποχής.
Είναι η Ύδρα που συγκεντρώνει πολλούς καλλιτέχνες, απελευθέρωνε τους διάσημους από συμβάσεις, τα πάρτι ήταν ξέφρενα, τα γλέντια με τους απλούς ανθρώπους του νησιού ακόμη καλύτερα. Όμως, το ντοκιμαντέρ του Μπρούμφιλντ δεν είναι ένα γλαφυρό μάζεμα των κουτσομπολιών του τζετ σετ, αλλά η δύναμη που δίνει ο τόπος αλλά και το πάθος, ο έρωτας, οι στιγμές στην έμπνευση ενός καλλιτέχνη. Ο ρομαντισμός στέκει ανήμπορος να περάσει πάνω από τους δαίμονες του τραγουδοποιού, τις ανασφάλειές του, τις αγωνίες του, την καταθλιπτική αυτοκαταστροφική του διάθεση. Και τελικά όλα αυτά που τον ενέπνευσαν και τον έκαναν έναν από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς του περασμένου αιώνα.
Βεβαίως, το φιλμ που σκιαγραφεί και την εποχή των χίπις, των ναρκωτικών, του ποτού και του ελεύθερου έρωτα, στέκεται περισσότερο στις υπαρξιακές αγωνίες του Κοέν, τον οποίο αντιμετωπίζει ως ένα σημείο και κάτι σημαντικότερο από αυτό που ήταν. Ο Μπρούμφιλντ δεν κάνει μία αγιογραφία, πως θα γινόταν άλλωστε, αλλά δεν αποφεύγει την υμνολογία, αν και αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί λόγω της στενής φιλίας τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Ο Λέοναρντ Κοέν γνώρισε και ερωτεύτηκε στην Ύδρα την πανέμορφη Νορβηγίδα μουσικό Μάριαν Ιλεν που στάθηκε Μούσα του για χρόνια και ενέπνευσε τα τραγούδια «So Long, Marianne», «Hey, That’s No Way to Say Goodbye» και «Bird on the Wire». Η πολύχρονη στενή σχέση τους ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1960 στην Ύδρα. Μέλη και οι δύο της μποέμικης καλλιτεχνικής κοινότητας στο ελληνικό νησί, μιας μεγάλης, πολυσυλλεκτικής παρέας που αποτελούσαν συγγραφείς, ζωγράφοι, μουσικοί αλλά και ντόπιοι. Παρακολουθούμε βήμα προς βήμα τον δεσμό τους από τις πρώτες μέρες του μεγάλου έρωτα στην Ύδρα, την εσωτερική πάλη του Λέοναρντ Κοέν καθώς δημιουργεί και γνωρίζει την παγκόσμια καταξίωση.
“1917”
(“1917”) Πολεμικό δράμα, βρετανικής και αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες, με τους Τζορτζ ΜακΚέι, Ντιν Τσαρλς Τσάπμαν, Ντάνιελ Μέις, Κόλιν Φερθ κ.ά.
Επιτέλους, μετά από αρκετά χρόνια βλέπουμε ένα δυνατό, άψογα εικονογραφημένο, πολεμικό δράμα, με αντιπολεμικά μηνύματα, που δεν κραυγάζουν, αλλά πηγάζουν αυθόρμητα από τη συναρπαστική περιπέτεια, το σασπένς και τους φρενήρεις ρυθμούς της ταινίας. Ο εξαιρετικός κινηματογραφιστής Σαμ Μέντες, που έχει δουλέψει στην εντέλεια την οργάνωση και τη δομή της ταινίας του, έχει στη διάθεσή του μια απλή ιστορία, την οποία αξιοποιεί στο μέγιστο δυνατό για να καταφέρει να κερδίσει και τον πιο απαιτητικό θεατή. Το στόρι θυμίζει λίγο τη “Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν”, όπως και στο άψογο τεχνικό επίπεδο (φωτογραφία, μοντάζ, ήχος, σκηνικά), αλλά και την υπέροχη “Καλλίπολη 1915” του Πίτερ Γουίαρ, με την οποία απέδειξε ο Γκίμπσον, ότι εκτός από “καυτός” ήταν και καλός ηθοποιός. Εδώ έχουμε την ανάδειξη ενός νέου ηθοποιού, του Βρετανού Τζορτζ ΜακΚέι, ο οποίος είναι εκπληκτικός και σίγουρα θα μας απασχολήσει τα επόμενα χρόνια.
Ο Μέντες σχεδόν από το πρώτο λεπτό πιάνει από το λαιμό το θεατή, τον βάζει στην τρέλα του πολέμου, στην αγωνία, η οποία ανανεώνεται ευφάνταστα κάθε λίγα λεπτά. Αποφεύγει την υπερβολική βία και παίζει με το χρόνο και τη μοναξιά του ήρωά του, μέσα στο εχθρικές γραμμές.
Το απόκοσμο τοπίο, με τους νεκρούς στρατιώτες και τα τουμπανιασμένα ζώα, τα σκουριασμένα σύρματα, τη λάσπη και το πλήθος αρουραίων, που αποτέλεσαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ακόμη έναν εχθρό και για τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, διαδέχεται το πράσινο λιβάδι που κρύβει θάνατο, τα ερείπια μιας πόλης, που μοιάζει να στοιχειώνει τον πολιτισμό και τέλος το υδάτινο στοιχείο, το οποίο ξεπλένει ως ένα βαθμό τη γλίτσα θανάτου.
Σίγουρα μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, ένα κινηματογραφικό επίτευγμα, καθώς διαθέτει μία εντυπωσιακά προσεγμένη παραγωγή, έναν σκηνοθέτη που γνωρίζει να κρατά την ένταση και να την κλιμακώνει, να μας χαρίζει υπέροχες σκηνές, να συγκινεί και να βάζει το θεατή στη φρίκη του των χαρακωμάτων κι ένα σενάριο που θίγει όλες τις πτυχές της τρέλας του πολέμου, το ρόλο των πολεμοκάπηλων, των στρατιωτών που πάνε σαν πρόβατα στη σφαγή, αλλά και στη μετάλλαξή τους σε υπεράνθρωπους προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή. Παράλληλα, η ταινία με μικρές δόσεις, αλλά με ουσιαστικά και αποτελεσματικά σχόλια μιλά για τη συντροφικότητα, τη δύναμη του χαρακτήρα που μπορεί να κρατήσει μακριά το θηρίο που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, ενώ εντύπωση προκαλεί και η στάση έναντι των Γερμανών, για τους οποίους δεν υπάρχει ούτε ένας καλός λόγος ή μία δικαιολογία για αυτούς.
Ο 27χρονος Τζορτζ ΜακΚέι παίρνει πάνω του την ταινία, αναδεικνύει το ταλέντο του, με την εκφραστικότητά του και την άνεσή του να δείχνει με ένα πρωτόγνωρο νατουραλισμό τις μεταπτώσεις της ψυχολογίας του. Από φοβισμένο αλλά έτοιμο για όλα παλικάρι, σε τρομαγμένο παιδαρέλι και από ατρόμητο ήρωα σε έναν ευαίσθητο άνθρωπο και εν τέλει σε έναν στρατιώτη που βλέπει με απόγνωση τη θέση του και παρόλα αυτά διατηρεί την πίστη του ότι πρέπει να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα και στους δικούς του. Πολύ καλός και ο Ντιν Τσαρλς Τσάπμαν, ενώ και το υπόλοιπο καστ, με τις ολιγόλεπτες εμφανίσεις του καταφέρνει να σταθεί επάξια και να προσφέρει τα μέγιστα στο φιλμ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Στην καρδιά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δύο νεαροί Βρετανοί στρατιώτες, ο Σκόφιλντ και ο Μπλέικ αναλαμβάνουν μια σχετικά δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή. Σε μια μάχη ενάντια στο χρόνο, πρέπει να περάσουν στα εδάφη του αντιπάλου και να παραδώσουν ένα μήνυμα που θα σταματήσει μια θανάσιμη επίθεση σε εκατοντάδες στρατιώτες. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο αδερφός του Μπλέικ.
Jumanji:
Η Επόμενη Πίστα
(Jumanji: The Next Level) Κωμική περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τζέικ Κάσνταν, με τους Ντουέιν Τζόνζον, Τζακ Μπλακ, Κέβιν Χαρτ, Κάρεν Γκίλαν κα.
Η γνωστή παρέα του “Jumanji” επιστρέφει για μία ακόμη τρελή περιπέτεια, που απευθύνεται σε όλη την οικογένεια και κυρίως σε εφήβους και παιδιά – γι’ αυτό προβάλλεται και μεταγλωττισμένη. Το γνωστό βιντεοπαιχνίδι, που πλέον αρχίζει να εξελίσσεται και σε κινηματογραφικό φραντσάιζ, έχει όλα τα γνωστά συστατικά: πλάκα, δράση, γρήγορους ρυθμούς, ατάκες και φυσικά την υπόσχεση ότι δεν είναι έτοιμο για να πει game over. Με την ταινία του o Κάσνταν (γιος του ενδιαφέροντος κινηματογραφιστή Λόρενς Κάσνταν), θα λεγε κανείς ότι αποτίει φόρο τιμής σε όλες τις μεγάλες περιπέτειες του ψυχαγωγικού σινεμά, από Σπίλμπεργκ μέχρι τον “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών”, έχει την επάρκεια για να κρατήσει το το βλέμμα των θεατών στην οθόνη, ξέρει που πρέπει να πατήσει γκάζι, αλλά και το στοιχειώδες χιούμορ που απαιτεί το είδος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ταινία του είναι κάτι παρά πάνω από δυο ώρες απενοχοποιημένης διασκέδασης, αν και όχι πάντα πετυχημένης.
Το σίγουρο είναι ότι οι πρωταγωνιστές και ειδικά ο Ντουέιν Τζόνσον με τον Τζακ Μπλακ, το διασκεδάζουν και αυτό περνά και στην ταινία, κάνοντάς την ακόμη πιο ανάλαφρη και συμπαθητική, ακόμη και σε ένα κοινό που δεν ελκύεται από τα βιντεοπαιχνίδια.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Οι τέσσερις έφηβοι που επιβίωσαν από τις δοκιμασίες της προηγούμενης ταινίας επιστρέφουν σπίτι τους για τα Χριστούγεννα. Είναι πια φοιτητές και προσπαθούν να περάσουν στην επόμενη φάση της ζωής τους. Όταν ο Σπένσερ επιστρέφει στο παιχνίδι, η Μάρτα, o Φριντ και η Μπέθανι πρέπει να ανασυνταχθούν και να ξαναμπούν στον κόσμο του Jumanji για να τον σώσουν με κάθε κόστος. Το παιχνίδι όμως έχει πια χαλάσει. Ο,τι ήξεραν για το Jumanji δεν ισχύει πια, καθώς ανακαλύπτουν καινούριες περιοχές πέρα από τη ζούγκλα. Είναι αχανές, πιο επικίνδυνο και γεμάτο παγίδες και ο μόνος τρόπος να βγουν ζωντανοί είναι να στηριχτούν στις δυνάμεις τους, για να επιβιώσουν από τις αλλαγές του παιχνιδιού και να σώσουν τον Σπένσερ.
“Η Κατάρα”
(“The Grudge”)
Ταινία τρόμου, καναδικής και αμερικανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Νίκολας Πέσκε, με τους Μπέτι Γκίλπιν, Άντρια Ράιζμπορο, Λιν Σαγιέ, Τζον Τσο, Φράνκι Φεσόν, Τάρα Γουέστγουντ, Γουίλιαμ Σάντλερ, Τζάκι Γουίβερ, Ντέμιαν Μπισίρ κ.ά.
Αδιάφορο ριμέικ της ομότιτλης ιαπωνικής ταινίας τρόμου από τον Σαμ Ράιμι, παραγωγό των “Μην Ανασαίνεις” και “Πρόσωπο του Κακού”, που απευθύνεται στους λάτρεις του είδους και μόνο.Ένα έρημο σπίτι προς πώληση κρύβει κι ένα εκδικητικό φάντασμα, που θα προκαλέσει τη φρίκη, ανατριχίλες στο νεανικό κοινό στο οποίο απευθύνεται και την αδιαφορία αυτών που θέλουν κάτι παραπάνω από τον τρόμο στο πανί. Εννοείται ότι η ταινία διαθέτει όλες τις συνταγές και τα κλισέ του είδους, απ’ αυτά που γνωρίζει πλέον ακόμη και ο αμύητος θεατής.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Μια εκδικητική, πεθαμένη ψυχή, ένα φάντασμα που βρίσκει καταφύγιο σε ένα καταραμένο σπίτι δημιουργεί μια τρομακτική αλυσίδα θανάτου σε όποιον προσπαθήσει να μπει μέσα, είτε με σκοπό να κατοικήσει εκεί είτε εάν τολμά να αναζητήσει την προέλευση του Κακού.