“…Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ’ αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ’ ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· (…)”
[Διδώ Σωτηρίου (1909-2004), “Ματωμένα χώματα”, Κέδρος, Αθήνα 2003 (80η έκδ.), σ. 11-16]
ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ, από τη φύση τους ευνοούνται σωματικά· όμως, οι γυναίκες διαθέτουν υπέρτερη ψυχική δύναμη και αντοχή, για να τα παλεύουν όλα: τους πόνους της γέννας και της απώλειας, τις πολύ δύσκολες καταστάσεις επιβίωσης, την πείνα, τους πολέμους.
ΟΙ ΤΑΠΕΙΝΕΣ μάνες στην παγκόσμια λογοτεχνία, είναι κατά πολύ σημαντικότερες από τους άντρες. Αναδεικνύονται πιο ευρηματικές και ρεαλίστριες· αξιοποιούν ό,τι βρίσκεται στο σπίτι, φροντίζουν τα παιδια, είναι καρτερικές και ελπίζουν πάντα. Διαισθάνονται ποια πρόσωπα είναι φιλικά και ποια όχι δίπλα τους. Είναι πιο αποτελεσματικές, γιατί το μυαλό τους “γεννάει”.
… ΘΥΜΑΜΑΙ, μικρός μαθητής στη μετεμφυλικαή Θεσσαλονίκη, διψούσα για μάθηση. Διαβάζαμε με τους συμπαιδοπολίτες μου πολύ. Στις πρώτες αναγνώσεις μας συγκαταλέγονταν τα μυθιστορήματα που ταυτίστηκαν με τις μαυροφορεμένες μάνες μας: “Η μάνα” του Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936) και “Η Μάνα” της Περλ Μπακ (1892-1973). Αν και απείχαν χρονολογικά (1906 η πρώτη, 1934 η δεύτερη), οι καταστάσεις που περιγράφονταν ήταν παρόμοιες μ΄αυτές που ζήσαμε: τα ίδια προβλήματα επίπονου μόχθου για επιβίωση, οι ίδιες αντοχές και θυσίες, η αιώνια άδολη προσφορά και αγάπη και μια αένανη αγωνία για το μέλλον. Πάνω απ΄όλα όμως, με τη διαρκή πάλη με τη γη για το ψωμί μας δίδασκαν ό,τι τίποτε δεν χαρίζεται. Μπορεί οι μανάδες να τοποθετούνται σε διαφορετικά κοινωνικοϊστορικά περιβάλλοντα, όμως καημοί και πόθοι είναι ίδιοι με κοινό παρονομαστή την ελπίδα.
ΣΤΟ μικρό απόσπασμα από τη “Μάνα” του Γκόρκι, ο γιος μιας απλής αγρότισας, ο Πάβελ, κάποια Πρωτομαγιά πρωτοπορεί σε μια υποβόσκουσα λαϊκή εξέγερση εναντίον του καθεστώτος. Και είναι η μάνα που εμψυχώνει τους άλλους μιλώντας για θυσία και αυταπάρνηση:
“Στην καρδιά της έδιναν παράξενα τόπο μια η θλίψη και μια η χαρά. Πιάνει κουβέντα με τους υπόλοιπους ανθρώπους που, ενθουσιασμένοι, βρίσκονται στην παράνομη διαδήλωση. Συμβουλεύει τις μητέρες να μην φοβούνται για τα παιδιά τους. Ακούει τα συγκινητικά λόγια του Πάβελ. Είναι εκεί, μπροστά, όταν τον συλλαμβάνουν. Μαζεύει την πεσμένη κόκκινη σημαία, μιλάει στο αναστατωμένο πλήθος. «Ακούστε, για το θεό! Όλοι εσείς είστε δικοί μας… όλοι εσείς, κόσμος με καρδιά… κοιτάξτε χωρίς φόβο, τι ήταν αυτό που έγινε; Περπατούν φρόνιμα τα παιδιά, το δικό μας αίμα, πάνε για το δίκιο… για όλους! Για όλους εσάς, για τα δικά σας τα παιδάκια έταξαν τον εαυτό τους στο δρόμο του γολγοθά… Ζητούν μέρες καλύτερες. Θέλουν μια άλλη ζωή, με την αλήθεια, με το δίκιο… Θέλουν το καλό για όλο τον κόσμο!” Μέσα της ένιωθε την καρδιά να σπαράζει, ένιωθε στο στήθος σφίξιμο, ο λαιμός στέγνωσε πυρωμένος. Βαθιά μέσα της ξεφύτρωναν λόγια μεγάλης αγάπης που αγκάλιαζαν όλα και όλους και της έκαιγαν τη γλώσσα, κουνώντας την όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο ελεύθερα…».
ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ “Μάνα” (1934) της Περλ Μπακ (Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1938) περιγράφονται εξίσου γλαφυρά η ταπεινή καθημερινή ζωή μιας Κινέζας αγρότισας μάνας που συντηρεί με σισύφεια εργασία τη φτωχή της οικογένεια. Μια μέρα ο άντρας της την εγκαταλείπει. Απογοητευμένη και χωρίς να λιποψυχίσει, ασχολείται εντονότερα με τη γη μεγαλώνοντας τα τρία παιδιά της, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει τη γριά πεθεράς της! Για να αποφύγει τα κακεντρεχή σχόλια των γειτόνων της, προσποιείται ότι ο σύζυγός της ταξιδεύει και της στέλνει επιστολές (γραμμένες φυσικά από την ίδια!) Δυνατή ιστορία για το κουράγιο μιας μάνας, που όπως εκατομμύρια άλλες σήμερα παραμένουν ταπεινές κι ανώνυμες:
“Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ’ άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ’ ορκίζομαι”.
… ΟΙ ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΕΣ δικές μας μάνες μπορεί να “έφυγαν” απ’ τη ζωή, όμως μας συνοδεύουν πάντα, σαν δεύτερη σκιά συχνά:
“Είναι φορές που έρχονται στ΄ αυτιά μου γλυκύτατοι ψίθυροι. Λέω πως προσπαθείς να μου μιλήσεις, όπου κι αν βρίσκεσαι. Σε νιώθω στις σελίδες των βιβλίων μου, κρυμμένη πίσω απ΄τις κουρτίνες που σαλεύουν τους καιρούς, στα ανεπίδοτα γράμματά μου, στο αγγελικό φτεροκόπημα των χανιώτικων περιστεριών, στα χίλια όνειρά μου. Άλλες φορές, θαρρώ πως μου μιλάς απ΄ το δωμάτιο δίπλα. Άλλοτε πάλι γίνεσαι ανάλαφρος αγέρας, πνοή του χρόνου, που διαπερνά τα κλαδιά της γέρικης καρυδιάς μας στη Βάθη, φτάνοντας μέχρι εδώ. Α!, ρε μάνα! Με καλείς στα όνειρά μου με εκείνο το αργόσυρτο, «Σταύρη-η-η-η…!», που για μένα, αιώνιο παιδί, σήμαινε πως ήθελες να πάω σιμά σου όπου κι αν ήμουν, όπου κι αν είσαι τώρα… Καμιά φορά πάλι νομίζω πως ακούω το γεμάτο παράπονό σου, «Έκιτι, γιάβρουμ…»! Ήθελες μ΄αυτο το δίλεκτό σου να εκφράσεις τον πολύπαθο βίο σου συνοψίζοντας βάσανα, καημούς, θανάτους. Η αχώ τού «Καημένο μου παιδί» με συγκλόνιζε. Λες και μού΄λεγες πως εγώ στάθηκα τυχερός που δεν έζησα τα όσα «τράβηξες» εσύ στη χαμοζωή σου. Μού’ λεγες «Ντο τράβηξα…! Ντο τράβηξα…!», χωρίς να μπορείς να μου τα ιστορήσεις όλα…” (1)
ΤΗ ΜΕΤΑΙΧΜΙΑΚΗ κατάσταση (σε μικρή παραλλαγή του μύθου του Ορφέα) ανάμεσα στο επέκεινα και το εδώ, αποδίδει με μοναδικό τρόπο ο ασύγκριτος “ποιητής της πόλης” μας, ο Γιώργης Μανουσάκης, στο ποίημά του “Νά’ ξερα” (1970), αφιερωμένο στη μάνα του που “έφυγε”:
“Να’ ξερα πως/ανοίγοντας την πόρτα του σκοταδιού
θα μας έλεγες: “Σας περιμένω”
θα σε κατευόδωνα ως τα σύνορα του φωτός/με την καρδιά αλαφρωμένη
απ’ τ’ ασήκωτο βάρος/του αμετάκλητου.
Όμως φοβούμαι μήπως/δεν ξαναβρείς στην πίσω μεριά του ήλιου
το πρόσωπο που θα παραδώσεις στη φθορά
μήπως χάσεις για πάντα τη φωνή
που θ’ αφήσεις στον πυθμένα της σιωπής.
Φοβούμαι μη γίνεις ένα με το σκοτάδι
(ή τάχα με το φως;)
και δεν μπορέσω να σε ξεχωρίσω.
Γι’ αυτό τρομάζω τις νύχτες/ακούγοντας τους τριγμούς
της αποκόλλησής σου απ’ τον κόσμο/και σ΄αγκαλιάζω
μ’ όλη τη θέρμη της αγάπης μου
ζητώντας να εμποδίσω τη φυγή σου.”(2)
ΚΑΙ ΜΕΤΑ το θάνατό τους, οι μανάδες κατέχουν πάντα μια θέση στη ζωή μας: Στην αγαπημένη του μητέρα (Meine Mutter, 1920) αφιερώνει ένα στερνό μα θαυμάσιο μεταθανάτιο λυρικό τετράστιχο, θαρρείς αρχαϊκό επίγραμμα, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ :
“Κι όταν έσβησε, την αποθέσανε στη γη,
Άνθη φυτρώνωνουν, πεταλούδες παιχνιδίζουν πάνωθέ της…
Ήτανε τόσο αλαφριά που μόλις βάραινε το χώμα.
Πόσος πόνος χρειαστηκε για να την κάνει τόσο ανάλαφρη!”(3) [5-5-2023]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Στ.Γ. Κλώρης, “Τα Παιδοπολίτικα -από την απώλεια στην καταλλαγή” [αυτοβιογραφική ημερολογιακή ιστορική αφήγηση για τον εμφύλιο και τις Παιδοπόλεις (1947-1961) στη Μακεδονία, σελ. 108, Χανιά, 2023]
-(2) Γ. Μανουσάκης, Από τη Συλλογή “Το Σώμα της Σιωπής”, “Νά’ ξερα”,[1970]
-(3) Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1954), Ποιήματα, μετάφρ. Μάριου Πλωρίτη, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 13, 1983