Aπό τον Οχτώβρη είχε αρχινίξει τουτοσάς ο πόλεμος. Απού είχε βγει και το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Από τότεσας τα στρατευμένα νιάτα μας είχανε μπει στη φωθιά, τσοι κακουχίες και τσοι κιντύνους του πολέμου. Απού άψε με τσοι πρωτοβουλίες του ο Τρισκατάρατος ο Μπενίτο Μουσολίνι.
Εκειά επολεμούσανε, μαζί μ’ ούλους τσ’ άλλους Έλληνες κι οι στρατευμένοι Άντρες τση ένδοξης πέμπτης Μεραρχίας κι εγράφανε χρυσές σελίδες ηρωισμού και δόξας «στα ξένα απού επολεμούσανε πάνω στην Αλβανία». Κάθε τόσο εμαθαίναμε πως καινούργια μπιλιετάκια ήρχουντανε για καινούργιες ηλικίες απού επιστρατεύουντανε υπό τα όπλα, για τσ’ ανάγκες του μετώπου. Γι’ αυτό και κάθε τόσο καινούργιοι χωριανοί εντύνουντανε στο χακί, κι εφεύγανε πατουλιές πατουλιές για τη φωθιά του πολέμου. Γι’ αυτό κι από μέρα σε μέρα άδειαζε το χωριό από τσοι νέους. Κάθε δεύτερη μέρα, απού επέρνα ο ταχυδρόμος από το χωριό, τονέ πολιορκούσανε οι γυναίκες (μανάδες, σύζυγοι, αδερφές κι αρραβωνιαστικές) απού επεριμένανε γράμμα από τσ’ εδικούς τση καθεμιά. Κι ο συγχωρεμένος ο κ. Νίκος ο Ταχυδρόμος κείνουνα του καιρού, πολλές φορές τσ’ απογοήτευε με τα πολλά κι αλλεπάλληλα τίποτα, τίποτα, τίποτα, για να μη του αντικόβουνε τη φόρα και να προλάβει να πάει και στα υπόλοιπα χωριά, απού ‘πρεπε.
Από τα νέα απού εκαταλαβαίναμε από το μοναδικό ράδιο απού υπάρχει στο χωριό, ήτανε πως είχαμε πόλεμο. Μα για τούτονα εγνοιάζουντανε κι οι ντουσουμανήδες μας και μα το θυμίζανε κατά καιρούς με τα πολυβόλα ντωνε και τσοι μπόμπες απού ερίχνανε ανεξέλεχτα τ’ αεροπλάνα ντωνε. Γι’ αυτό και σαν εγροικούντανε βοές αεροπλάνω, ούλοι ετρουλαφθιάζαμε γνοιασμένοι. Το εγκατεστημένο εδά κι από καιρό στρατιωτικό φυλάκιο, έπαε στο χωριό. Είχε μόνιμα μια ξύλινη σκάλα σε μια ταράτσα. Κι ανεβαίνανε οι στρατιώτες εκειά και κατοπτεύανε τον ορίζοντα. Κι η συγχωρεμένη η τηλεφωνήτρια απού ήτανε στο σπίτι τση το μοναδικό τηλέφωνο στο χωριό αξιοποιούσε τσοι πληροφορίες κι ενημέρωσε τηλεφωνικά κάποια αρμόδια υπηρεσία στη χώρα με τη φράση «Βόμβος ακούγεται» και καθόριζε το σημείο απού εγροικούντανε οι βοές. Κι ετσά εξεκινούσανε πιθανόν οι διαδικασίες του συναγιαρμού, και ξεκινούσαν να ουρλιάζουνε οι σειρήνες απού ειδοποιούσανε τον άμαχο πληθυσμό να πάει τσοι χώρους απούχανε οριστεί για τούτονα το σκοπό. Ώστε να περάσει η γι ώρα τσ’ αεροπορικής επίθεσης κάθε φορά.
Ωστόσο οι γι εξελίξεις στο μέτωπο είχανε αλλάξει. Γιατί στον αγώνα του πολέμου εμπήκε κι η γερμανική λαίλαπα με τσοι σιδηρόφραχτες μεραρχίες τση. Γι’ αυτό κι ακλούθηξε η γι οπισθοχώρηση. Οι πανάξιοι μαχητές τση πέμπτης μεραρχίας απομείνανε εγκλωβισμένοι στη Στερεά Ελλάδα. Κι ο αιμοβόρος Χίτλερ έκανε τα σκέδια ντου για τη Κρήτη με το μεγάλο δάσκαλο τση διαφθοράς το Γκέμπελς, απούχε δηλητηρίαση με τα δασκαλέματα ντου και φανατίσει τσοι νέους. Γερμανούς μέχρι μυελού οστέων απού ‘λεγε κι ένα φλογερός ορθόδοξος, Χρισιανός Ιεροκήρυκας στα κηρύγματα ντου.
Κι ενώ η ζωή εσυνεχίζουντανε κι οι γι άντρες απούχανε απομείνει με τσοι γυναίκες απούχανε παρμένους τσοι ρόλους τω στρατευμένω συζύγω ντωνε. Ήτανε σκορπισμένοι στα χωράφια ντωνε κι απασκολούντανε με τσοι δουλειές τσ’ εποχής. Ετσέ καιρός ήτανε και τότεσας Μάης μήνας με τσ’ ανοιξιάτικες του ομορφιές και τα πουλιά εκαλαηδούσανε του καλού καιρού αμέριμνα και χαρούμενα. Πράμα δεν επρομήνυε τη ταχινή εξέλιξη. Απού στ’ αλήθεια ήτανε πρωτόγνωρη και πρωτάκουστη η ταραχή απού αξημέρωτα μας αγγουροξύπνησε μικιούς και μεγάλους τρομαριασμένοι από τσοι βοές των αεροπλάνω και τα κακαρίσματα τω πολυβόλω, εστραφαίναμε ο γεις τον άλλο κι οι γράδες αλληλοϊσμένες εκάνανε το σταυρό ντωνε με τα δυο ντωνε χέρια.
Στον ουρανό εκυριαρχούσανε τα πήγαινελα των αεροπλάνω που άλλα εμετάφερνα αλεξιπτωτιστές και τσοι ξεφορτώναν σε διάφορα σημεία, άλλα επυροβολούσανε καταιγιστικά κι άλλα εσέρνανε ανεμοπλάτα φορτωμένα με πάνοπλους στρατιώτες και τα ξαμολούσανε σε σιάδες για να προσγειωθούνε μοναχά ντωνε. Τούτεσας τσοι δύσκολες ώρες εγίνουντανε χαλασμός κυρίου. Ο παππούς μου ο Μανωλιός έκανε ηλιοκάλυβο με τη χαρά ντου και σοντήρα τσοι κινήσεις των αεροπλάνω, για να του φωνάξει γεις Μπάρμπα Μανώλη άσκιαζε ποθές, γιατί οι μπάλες που σκορπούνε τ’ αεροπλάνα σκοτώνουνε. Για να πάρει την απάντηση από το συγχωρεμένο παππού μου «Απού του μέλλει να πνιγεί ποτές του δε πεθαίνει».
Τουτεσάς ήτανε οι πρώτες μας εμπειρίες από το ξεκίνημα της ξακουστής Μάχης τση Κρήτης, που για να γλιτώσωμε από τα χειρότερα ξεσπιτωθήκαμε και αφήκαμε τα φτωχικά μας και πιάσαμε τ’ ανάπλαγα και ζητήξαμε απόκεια προστασία, από τούτονα το μεγάλο κίντυνο του πολέμου, από τσοι κατοικίες των αγριμιώ, τα σπηλαράκια του βουνού. Κι οδοιπορώντας ούλη η γειτονιά τα κακοτράχαλα μονοπάθια απού μας οδηγούσανε οι κατεχάρηδες κυνηγοί, με τσοι κιντύνους απού μας ετριγυρίζανε αποφτάξαμε στο σπήλιο του Αγίου Γεωργίου τ’ απιδιώτη απού πριν από πολλούς αιώνες ήτανε το χωριό Γκαλαγκάδο που πολλές λεπτομέρειες γι’ αυτό αναφέρω στο βιβλίο μου «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ» και για τούτονα το χωριό, όπως αποφτάξανε από στόμα σε στόμα από τότεσας.
Μα και τσοι δυσκολίες και τσοι ταλαιπωρίες μας από τη περίοδο τση Μάχης της Κρήτης. Απού είναι αλήθεια πως σαν ετέλειωσε ο πόλεμος επεράσανε χρόνια, απού πολλές φορές εξύπνουνα τα πρωινά με βοές αεροπλάνω και ταραχές πολέμου. Γι’ αυτό κι εδά απού η γ’ επικαιρότητα με κάνει ν’ ανησυχώ για πόλεμο, λέω Θεέ μου, λογίκεψε τσ’ αθρώπους. Κι αν ω μοι γένοιτο φτάξομε ως εκειά εκειά, ας είμαι το πρώτο θύμα του πολέμου. Θεέ μου βλέπε μας το νου μας. Αιωνία η μνήμη των αδικοχαμένω τούτουνα του πολέμου.
Χριστός Ανέστη Αναγνώστριες και Αναγνώστες κι αναζήτηχτοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Άψε = Άναψε
Πατουλιές πατουλιές = Ομάδες ομάδες
Ντουσουμάνης = Εχθρός
Γροικώ = Ακούω
Τρουλαφθιάζω = Ακούω με μεγάλη προσοχή
Πράμα = Τίποτα
Ταχίνη = Αυριανή
Μικιός = Μικρός
Στραφαίνω = Κοιτάζω
Γράδες = Γριές
Αλληλοϊσμένες = Αναστατώμενες
Άσκιαξε = Κρύψου
Ποθές = Πουθενά
Ανάπλαγα = Τα προς τις πλαγιές μέρη
Κατεχάρης = Αυτός που γνωρίζει
Σοντηρώ = Κοιτάζω