» Carlos Zanón (μτφρ. Δάφνη Χρήστου, εκδόσεις Μεταίχμιο)
Τον φωνάζουν Σαντίνο, αλλά δεν είναι αυτό το όνομά του· είναι ένα παρατσούκλι. Ξεκίνησε σαν αστείο, αλλά σήμερα είναι μάλλον κάτι σαν μπέρτα του μάγου. Το «Σαντίνο» αποδείκνυε την πίστη του στα πράγματα: σ’ ένα γκρουπ, εν προκειμένω, σ’ ένα τριπλό άλμπουμ, στην ηλικία των δεκαεφτά χρόνων. Και μπορεί και να προέκυψε κάπως παρορμητικά, γιατί ο ίδιος ήδη γνώριζε ότι σε βάθος χρόνου αυτός ο δίσκος δεν θα αποδεικνυόταν καλύτερος από τον προηγούμενο.
Όσο μεγαλώνει κανείς, χρειάζεται περισσότερο το πραγματικό του όνομα. Αυτό που φωνάζουν όσοι τον αγαπάνε κι όσοι τον καταριούνται. Αυτό που κληρονόμησε απ’ τους γονείς του, που το επέλεξαν γι’ αυτόν και μόνο.
Μερικές φορές πρέπει να θυμάσαι ότι σε λένε Ζούζε και όχι Σαντίνο.
Στον Σαντίνο δεν αρέσει η οδήγηση, αλλά είναι ταξιτζής. Οι λόγοι που τον οδήγησαν να καταλήξει στην ίδια δουλειά που έκανε ο πατέρας του κι ο αδερφός του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στους εξής: ποτέ δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο γι’ αυτό που τον ενδιέφερε και δεν τον ενδιέφερε καθόλου αυτό στο οποίο ίσως και να είχε ταλέντο· κάποιοι άλλοι ίσως να έλεγαν πως δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, πως δεν κυνήγησε, όπως θα έλεγαν, τα όνειρά του, έτσι συνηθίζουν, με ευκολία και από απόσταση, να λένε, πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο δεν θέλω, και όλα τα σχετικά περί πίστης και συμπαντικών συμμαχιών. Ο κόσμος του ήταν πάντοτε γεμάτος με μουσικές, βιβλία και ταινίες, κάπου στον αντίποδα της πραγματικής ζωής, άλλωστε από τον δίσκο των Clash επαναβαφτίστηκε στην εφηβεία του. Όταν προέκυψε η κρίση, ο αδερφός του τον ξελάσπωσε παραχωρώντας του παράνομα μια άδεια για ταξί. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να σε ξελασπώνει κάποιος, πρέπει να πεις ευχαριστώ, να σκάσεις και να πιάσεις τη μισοφουσκωμένη σαμπρέλα μήπως και κρατηθείς στην επιφάνεια του βούρκου. Δεν είναι ωστόσο όλα άσχημα στο να είναι κανείς ταξιτζής στη Βαρκελώνη, ιδίως τα χαράματα, με τους δρόμους άδειους και τη μηχανή πρόθυμη να ανταποκριθεί στις εντολές του αφέντη της, ιδίως τις νύχτες που ο Σαντίνο δεν θέλει να γυρίσει σπίτι, εκεί που η κοπέλα του εδώ και μέρες τον περιμένει για να συζητήσουν κάτι για το οποίο αρνείται να του πει στο τηλέφωνο και στο μυαλό του Σαντίνο αναμενόμενα αναβοσβήνει η λέξη χωρισμός.
Ο μελαγχολικός ταξιτζής, ο μοναχικός ταξιτζής, το θλιμμένο παιδί, ο Σαντίνο, ο ιδανικός αντιήρωας για ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, ένας καλός ξεναγός σε μια Βαρκελώνη σκοτεινή, αμακιγιάριστη, χωρίς τουριστικό γκλίτερ, κάποιος που όχι μόνο γνωρίζει καλά διάφορες γωνιές που κανένας οδηγός πόλης δεν θα τολμούσε να συμπεριλάβει, αλλά ταυτόχρονα δεν παίρνει και τόσο σοβαρά τον εαυτό του ώστε ο φόβος να τον κρατήσει πίσω, προικισμένος με μια σχεδόν μεταφυσική ροπή να βρίσκεται μπλεγμένος, τη λάθος στιγμή στη λάθος θέση, στη λάθος πλευρά. Ο Κάρλος Θανόν δεν γράφει ένα μυθιστόρημα για τη Βαρκελώνη, αλλά ένα μυθιστόρημα για τον Σαντίνο που με το ταξί του κάνει διαδρομές σ’ αυτήν, η πόλη είναι το σκηνικό. Ο Σαντίνο, καίτοι μοιάζει βγαλμένος από σελίδες μιας άλλης εποχής, είναι ένας ήρωας του καιρού μας, και πόσο ήρωας μπορεί άραγε να είναι κάποιος στον καιρό μας, χαμένος και μπερδεμένος, χωρίς ταυτότητα και λίγο απ’ όλα, με ξεχαρβαλωμένο μηχανισμό πλοήγησης, με το έδαφος κάτω από τα πόδια του διόλου σταθερό, με τα πάθη να είναι εκείνα που τον οδηγούν με συνοδηγό μια άκρως προσωπική ιδεολογία, κάπως δυσδιάκριτη αν δεν είσαι ο Σαντίνο ο ίδιος, ενίοτε και τότε ακόμα. Ο Σαντίνο διαθέτει πλήθος ετερόκλητων χαρακτηριστικών που ίσως να συνόψιζε κανείς κάτω από την ταμπέλα αυθεντικότητας, την πλέον αόριστη και μάλλον άχρηστη ταμπέλα που έχει επινοηθεί, κενή νοήματος, που τελικά μάλλον τίποτα δεν σημαίνει, με αποτέλεσμα στη μια σελίδα να θες να του ρίξεις μια σφαλιάρα και στην επόμενη να τον πάρεις μια αγκαλιά. Ο Σαντίνο είναι καθρέφτης της εποχής μας.
Το Ταξί είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα για το βαρκελονέζικο περιθώριο, που τόσο μοιάζει με το κάθε μητροπολιτικό περιθώριο, με έναν αντιήρωα που για καιρό μένει χαραγμένος στην αναγνωστική μνήμη. Ο Θανόν επιδεικνύει αφηγηματική δεινότητα, πετυχαίνοντας, παρά την έκταση και τα αναγκαία κλισέ στην πλοκή, να παραδώσει ένα σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα χωρίς να χάσει τον βηματισμό του, με ευδιάκριτη φωνή και χωνεμένες αναφορές. Στη συνοχή, εκτός του Σαντίνο, βοηθάει και η ατμόσφαιρα που ο Θανόν καλλιεργεί, ατμόσφαιρα που, περισσότερο από σκοτεινιά και λούμπεν, αποπνέει την κόπωση της αϋπνίας, του φόβου και της αδυναμίας να ξεκουραστεί κανείς, το τσίτωμα των νεύρων και τις νευρικές παραισθήσεις, τη συγκεχυμένη πρόσληψη της πραγματικότητας. Το μυθιστόρημα του Θανόν υπερκέρασε τις αναγνωστικές μου προσδοκίες, που περιορίζονταν απλώς σ’ ένα ευχάριστο και άκοπο αναγνωστικό διάλειμμα. Το Ταξί είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα του πόσο υποτιμημένη είναι ακόμα η pulp λογοτεχνία. Θα μπορούσε να είναι ταινία του Οικονομίδη με πρωταγωνιστή τον Μουρίκη.