Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου, 2024

Ταξιδεύοντας στη χώρα της ανάγκης που έγινε Ιστορία, στη γαλέρα των μνημονίων και των αμνημόνων

Αναζητείται
Του λόγου το αληθές Σύμφωνα πάντα με τα στοχεία της αξιολόγησης της ΕΚΤ, τα περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών τραπεζών τις κατατάσσουν στη χειρότερη θέση μεταξύ των υπολοίπων. Και πως να μην γίνει κάτι τέτοιο αφού τα κόκκινα δάνεια τους ξεπερνούν τα μισά του συνόλου. Χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει πως σύντομα θα χρειαστεί να ξανασωθούν; Είτε χρειαστούν νέο πρόγραμμα “σωτηρίας του συτήματος”, είτε το σύστημα καταλήξει στον τρόπο που οι τράπεζες θα εκποιήσουν τα περιουσιακά στοιχεία των πολιτών, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Την τραπεζική κρίση τους θα την πληρώσει και πάλι ο χτυπημένος από την κρίση, απλός κόσμος.

Πνιγμός

Δυστυχώς, όχι από τα γέλια Την περασμένη εβδομάδα η Περιφέρεια Αττικής βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας, αφού πολλές περιοχές της βρέθηκαν να πνίγονται στους χειμάρρους που έφερε η βροχή. Βλέπετε, χωρίς τα δέντρα που χωρίς αιδώ παρακολουθούσαμε να καίγονται τα περασμένα χρόνια, σοβαρά αντιπλημμυρικά έργα δεν μπορεί να σταθούν. Αντί αυτού, τα πρωτοσέλιδα των κυριακάτικων εφημερίδων συγκίνησε η τύχη των απολυμένων καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, τις οποίες δεν φρόντισε η αξιωματική αντιπολίτευση να “βολέψει” με την πρώτη ευκαιρία. Είναι οι ίδιες καθαρίστριες των οποίων τον δίκαιο αγώνα οι ίδιες εφημερίδες δεν είδαν ποτέ. Αφού αντιπαρέλθω το αντίστροφο επικοινωνιακό αποτέλεσμα που πετυχαίνει η δημοσιοποίηση ενός ρουσφετιού που θα μπορούσε να γίνει (και δεν έδινε), αναρωτιέμαι: Γιατί τέτοια αγωνία να θαφτούν οι ευθύνες της άρτι αποχωρήσασας αρχής της Περιφέρειας Αττικής;

Ποιος είπε το «ΟΧΙ»

Και σε ποιόν; Ο Μίμης Φωτόπουλος, σαν σήμερα το 1940, είχε την «ατυχία» να εκδώσει την ποιητική του συλλογή. Ένα μικρό απόσπασμα, τιμή στον ίδιο και τους «αδερφούς» που χάθηκαν στον αγώνα για τη λευτεριά. Πριν, και μετά την Κατοχή. ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ άγνωστε, που κάποιο πρωινό πικρό, μουντό, βροντερό καρφώθηκαν τα μάτια μου μ’ αγωνία πάνω στ’ άσπρο πτώμα σου στο πεταμένο πτώμα σου στην οδόν Αθηνάς Κι είδα γύρω σου λυωμένα τα όνειρά σου μαδημένες τις ελπίδες σου, άνθρωπέ μου πονεμένε άγνωστη παρέα μου στην απέραντη γή μας Συγχώρεσέ με που δε στάθηκα ώρες ατέλειωτες να σε κυττάζω με συμπόνοια, να κλάψω για το χαμό σου πάνω στο πτώμα σου να προσευχηθώ. Πεινούσα πολύ κι είχα πάρει του δρόμους με παγωμένα πόδια με παγωμένη σκέψη και γυρόφερνα την αγωνία μου στα σκουπίδια. Κάθε τόσο χτυπούσαν την πόρτα μου οι χαφιέδες του θανάτου φορώντας τον μαύρο μανδύα των πένθιμων νυχτιών του Γενάρη. Αυτοί είχαν βάλει τ’ άστρα στην τσέπη τους και μέσ’ στη σκέπη τους είχαν κλειδώσει τον ήλιο. Κι εμείς είχαμε μείνει στο σκοτάδι με συντροφιά τα καρφιά του γεροχειμώνα. Σαν παντιέρα συνδικάτου που αργοκινιέται σε πένθιμη παρέλαση έγερνε η καρδιά μας στο ρημαγμένο ιστό του κορμιού μας. Η κόλαση που είχε υφάνει η αράχνη των ψευτοχριστιανών στα σκουριασμένα μυαλά απίθανων καλόγερων είχε ζωντανέψει όπως οι ψείρες στα λερά ρούχα των φτωχών… Από τότε πέθαναν τόσα χρόνια! Χορτάσαμε από παλαμάκια από αγύρτες κι από ήρωες από “ζήτω” κι από “ελευθερία” Και πολλές φορές στα πένθιμα φθινοπωρινά απογεύματα, στις πληχτικές καλοκαιριάτικες νυχτιές ζωντενεύει μπροστά μου η κέρινη μορφή σου αδελφέ μου άγνωστε. Συγχώρεσέ με που δε στάθηκα ώρες ατελείωτες να σε κυττάζω με συμπόνια να κλάψω στο πτώμα σου να προσευχηθώ. *λωτοφάγος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα