Σα θα με δεις στην άκρη του ονείρου, φύλαξέ με από τα γκρέμνα της νύχτας. Θα σε περιμένω. Ταξιδεύοντας. Τατουάζ από πεσμένα θρύψαλα. Πολύτιμα θρύψαλα της σιωπής. Που δρακοκέντητα είναι. Στου σκοταδιού το σώμα. Και ξέρεις κάτι ; Πιστεύω στο αδύνατο. Εκεί που, πάντα έννιωθα, σα να γυρνώ σπίτι. Μετά από μακρινές περιπλανήσεις σε ξέμπαρκους Έρωντες. Και πάλι ξεκινούσα. Μόνος. Όπως πάντα. Με μιά λαχτάρα νιόβγαλτου φαντάρου. Σε αυτή τη νυχτερινή βάρδια είμαστε εγώ και ‘συ. Μόνο εγώ. Μόνο εσύ. Και κανείς απ’ τους δυό μας. Σαλπάρω. Χωρίς ούτε ένα δάκρυ. Αντίθετα, χαίρομαι. Το γνώριμό μου άγνωστο, το μόνο σπίτι που είχα ποτέ, με περιμένει. Και ξέρεις ; Εδώ δεν είναι τόπος για ιεραπόστολους. Μήτε για πλασιέδες ελπίδας. Πήρα τα τόξα μου. Αν το θυμηθείς στείλε μου τις στιγμές. Σου αφήνω λίγο από τη ψυχή μου. Έτσι για πεσκέσι. Να ‘χεις κάτι να γελάς. Δε το θυμάμαι πιά το γέλιο σου. Κόλησα μιά περαστική αλμύρα στο φινιστρίνι. Να ‘χω κάτι από ‘σένα. Να ‘χω κάτι από ‘μένα. Ταξιδεύω. Και όλα φαίνονται να λύθηκαν τώρα. Καθώς κόπηκαν οι άγκυρες. Και υψώθηκαν τα πανιά. Αυτά. Μιάς κάτασπρης αθωότητας που σε ακλουθά. Που με ακλουθά και ‘μένα. Κατά ριπάς έρχονται όλα. Και κατά ριπάς φεύγουν. Όπως και ‘γω. Όπως και ‘συ. Όπως όλοι. Μα εγώ γκρέμισα πιά τα κάστρα μου. Και ανάσανα βαθιά. Την ανοχύρωτη ανάσα του αδύνατου. Του πιο πιστού μου φίλου. Παλιοί γνώριμοι είμαστε. Από τους καιρούς της θύελας, στις ερήμους της φωτιάς. Και ξέρεις; Έπρεπε να γίνουν όλα στάχτη. Να γίνω στάχτη και ‘γω. Για να γίνω τόσο ανάλαφρος, ώστε να ταξιδεύω με τους ανέμους. Πολλές φορές, για να πετάξεις, δεν είναι απαραίτητα τα φτερά. Αρκεί να γίνεις στάχτη. Και ν’ ακροβατείς από μεταίχμιο σε μεταίχμιο. Πέρα από τα όρια του νου. Και της καρδιάς τα φτιασίδια. Αγάντι. Λίγο ακόμη και ξημερώνει. Ταξιδεύοντας…