» David Park (μτφρ. Νίκος Μάντης, εκδόσεις Gutenberg)
Ένα κύμα κακοκαιρίας σαρώνει τη Μεγάλη Βρετανία, το χιόνι έχει καλύψει τα πάντα προκαλώντας πλείστα προβλήματα, μεταξύ των οποίων και στις μετακινήσεις, καθώς πτήσεις και δρομολόγια αναβάλλονται. Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και ο Λιουκ, ο γιος του Τομ και της Λόρνα, είναι αποκλεισμένος στις εστίες του πανεπιστημίου του Σάντερλαντ, άρρωστος και μόνος, αφού οι συμφοιτητές του έχουν γυρίσει σπίτια τους για τις γιορτές. Ο Τομ αποφασίζει να οδηγήσει από το Μπέλφαστ ως εκεί για να τον φέρει πίσω, έτσι ώστε η οικογένεια να περάσει ενωμένη τις γιορτές. Ο Τομ οδηγεί υπό συνθήκες αντίξοες και με μοναδική παρέα τη γυναικεία φωνή του GPS που τον καθοδηγεί με ακρίβεια μέσα από δρόμους λευκούς και αγνώριστους.
Η οδήγηση, και δη η μοναχική οδήγηση, αποτελεί ένα κατάλληλο περιβάλλον αναπόλησης και ενδοσκόπησης, μία από τις ελάχιστες στιγμές της σύγχρονης καθημερινότητας του περισπασμού κατά την οποία το βλέμμα οφείλει να είναι καρφωμένο σταθερά σε ένα σημείο, ενώ και τα περιθώρια σωματικής κίνησης είναι περιορισμένα. Αυτό είναι το αφηγηματικό εύρημα του Παρκ. Ο εσωτερικός μονόλογος του Τομ, η σκέψη του που περνάει από το ένα επεισόδιο στο άλλο, αλλά και κάποια περιστατικά εξωτερικής δράσης, η συνομιλία του με μια κοπέλα στο φέρι που τον περνάει απέναντι στη Σκωτία, για παράδειγμα, αποτελούν το σώμα της αφήγησης. Από την αρχή της αφήγησης διαφαίνεται πως υπάρχει μια πληγή που ακόμα αιμορραγεί, τρέφοντας το άγχος σχετικά με την υγεία του Λιουκ και επιβάλλει την έγκαιρη επιστροφή του στο σπίτι. Τα τηλεφωνήματα με τη Λόρνα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού το δείχνουν αυτό. Η εμμονή του Τομ να ρωτάει πράγματα σχεδόν αφελή και φαινομενικά ασήμαντα, όπως για παράδειγμα αν εκείνη θυμήθηκε να ανάψει τα λαμπάκια του εορταστικού διάκοσμου, αλλά και η διαρκής υπενθύμιση από πλευράς της να μην αμελήσει να δώσει στον Λιουκ όλα εκείνα τα γιατρικά με τα οποία γέμισε το φαρμακείο διακατέχονται από ένα άγχος δυσανάλογο της περίστασης. Αυτό ακριβώς το μυστικό, για το οποίο μόνο σκόρπιες αναφορές γίνονται αρχικά, είναι που κινητοποιεί τον αναγνώστη, που του δημιουργεί αγωνία για την εξέλιξη της πλοκής, που δημιουργεί ένα κανάλι ενσυναίσθησης με τον ήρωα.
Η ατμοσφαιρικότητα του λευκού τοπίου και η εν κινήσει αφήγηση του Τομ διαθέτουν μια γοητεία την οποία ο Παρκ, στο ένατο μυθιστόρημά του, γνωρίζει πώς να τη διαχειριστεί, χρησιμοποιώντας το στοιχείο της αγωνίας και την υποψία μιας αποκάλυψης/ανατροπής έτσι ώστε να προσδώσει περαιτέρω ενδιαφέρον στη μοναχική αφήγηση του ήρωά του. Τα μικρά ευρήματα κατά την εξέλιξη της πλοκής είναι αρκετά διακριτικά και λειτουργικά, καθώς έρχονται να υποστηρίξουν το κεντρικό αφηγηματικό κλαδί, να προσφέρουν κόμπους για διακλαδώσεις. Εδώ το ταξίδι του ήρωα είναι εκτός από μεταφορικό και κυριολεκτικό, ένας συνδυασμός που παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Η συναισθηματική καθοδήγηση εκ μέρους του συγγραφέα, παρότι παρατηρείται, διατηρείται σε χαμηλά και ανεκτά επίπεδα. Ο τρόπος με τον οποίο ο Τομ αφηγείται το κάθε επεισόδιο είναι ιδιαίτερα αληθινός και φέρει τον χαρακτήρα του βιώματος. Η επιλογή του επαγγέλματος του φωτογράφου είναι επίσης ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, ένας επαγγελματίας αυτόπτης μάρτυρας, κάποιος που βλέπει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής πίσω από ένα φακό, προσπαθώντας να συνθέσει το κατάλληλο κάδρο, που φυλακίζει τη στιγμή και την αναπαράγει στο μέλλον.
Εκείνο που κατά τη γνώμη μου στερεί από το Ταξιδεύοντας σε ξένη γη τη δυνατότητα να ξεπεράσει τα όρια ενός καλού μυθιστορήματος είναι οι ορατές ραφές που συνέχουν τον μονόλογο του Τομ. Η σύμβαση ενός εσωτερικού μονολόγου προϋποθέτει τη ροή συνείδησης, τη φαινομενική μετάβαση από τη μία σκέψη στην άλλη χωρίς κάποιο προσχεδιασμένο πλάνο, χωρίς την αίσθηση πως όλο αυτό γίνεται ώστε να οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο, πως, στην περίπτωσή μας, ο Τομ ξεκινάει να κάνει αυτό το ταξίδι χωρίς να έχει από πριν αποφασίσει τι θα ανακαλέσει στη μνήμη του και πού θα καταλήξει αυτό το εσωτερικό ταξίδι. Ένα μυθιστόρημα, βέβαια, και πώς να μη συμφωνήσει κανείς, είναι ένα κατασκεύασμα, το οποίο προϋποθέτει και επιβάλει μια κεντρική ιδέα, σχεδιαγράμματα για την εξέλιξη της πλοκής, δεδομένους στόχους που επιθυμεί να ικανοποιήσει. Όμως, οι ραφές αυτές πρέπει να έχουν απορροφηθεί από το σώμα, τα σημάδια τους να μην είναι ορατά στο μάτι του αναγνώστη, γιατί αλλιώς προκαλούν μια αίσθηση επιτήδευσης, ενός τρικ από πλευράς συγγραφέα. Η πρωτοπρόσωπη, σύγχρονη της εξέλιξης της πλοκής αφήγηση οφείλει -γνώμη μου- να μοιάζει ως τέτοια, και να μη θυμίζει διαρκώς μια εκ των υστέρων καταγραφή της στο χαρτί. Είναι μια λογοτεχνική σύμβαση που θυμίζει κατά κάποιον τρόπο τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα· όλοι ξέρουμε πως από πίσω κρύβεται μια εξήγηση και όμως μας εντυπωσιάζουν, κάτι το οποίο παύει να ισχύει αν καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο ο μηχανισμός λειτουργεί.
Από κάποιο σημείο της ανάγνωσης και μετά δεν έπαψα να έχω στον νου μου ένα άλλο ιρλανδικό μυθιστόρημα το Κόκκαλα από ήλιο, στο οποίο η τεχνική συνάντησε με επιτυχία το περιεχόμενο, γεγονός αρκετά σπάνιο. Παρά τις όποιες ενστάσεις, το Ταξιδεύοντας σε ξένη γη, με το υπέροχο εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης, διαθέτει δεδομένες αρετές, ικανές να προσφέρουν αναγνωστική απόλαυση.