» FR. W.SIEBER, Μετάφραση, Εισαγωγή, Σχόλια
υπό ΔΡ ΙΩΑΝ. ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗ, Αρχαιολόγου
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας πολλοί Ευρωπαίοι περιηγήθηκαν διάφορες περιοχές της χώρας μας, (κάποιοι απ’ αυτούς ήρθαν και στην Κρήτη), κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους και τις έκαμαν γνωστές με τα βιβλία που έδωσαν στη δημοσιότητα.
Μεταφρασμένα αυτά τα βιβλία αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφοριών, συνήθως αντικειμενικών, όχι μόνο για τη ζωή των κατοίκων της Κρήτης εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, αλλά και γενικότερα για τη φυσιογνωμία ολόκληρου του Νησιού.
Ένας από τους ταξιδιώτες αυτούς ήταν και ο αυστριακός γιατρός,βοτανολόγος, αρχαιοδίφης, και φυσιοδίφης Franz W. Sieber, ο οποίος έμεινε περίπου ένα χρόνο στην Κρήτη περιηγήθηκε ολόκληρη τη μεγαλόνησο από τη μιαν άκρη ως την άλλη, συνέλεξε βότανα, εξάσκησε την ιατρική και κατέγραψε σε δυο τόμους τις πολλές εντυπώσεις του.
Τον ογκώδη,711σελίδων, Α τόμο του βιβλίου, μετέφρασε ο διαπρεπής ερευνητής, ο γνωστός αρχαιολόγος Δρ. Ιωάννης Βολανάκης, ο οποίος με την εμπεριστατωμένη εισαγωγή, τα εξαντλητικά σχόλια και τα ευρετήρια, μας πρόσφερε ένα πολύτιμο βιβλίο που μας δίδει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία και τον πολιτισμό, γενικά για τη ζωή, στην Κρήτη του 1817. Η μετάφραση αποτελεί έναν πραγματικό άθλο που φανερώνει όχι μόνο τον εμβριθή επιστήμονα αλλά και τον παθιασμένο Κρητικό ο οποίος, με τον τρόπο του ( μέσω του Sieber ) μας έφερε στην Κρήτη λίγο πριν από το 1821.
Η χλωρίδα και η πανίδα του νησιού, γενικότερα η κρητική φύση, που ήσαν μέσα στα ενδιαφέροντα του περιηγητή, περιγράφονται σχεδόν σε κάθε σελίδα του βιβλίου: « Η παραλία η οποία έκειτο πλησίον της νήσου Θοδωρού (Άγιοι Θεόδωροι) ήταν κατάφυτη από πικροδάφνες, φασκομηλιές, θύμους και φλώμους όμως δεν εφαίνετο στην περιοχή καμιά ιτιά. Στους κήπους των κατοίκων της υπαίθρου υπήρχαν νάρκισσοι, υάκινθοι, κυκλάμινα, τριανταφυλλιές σε μεγάλο πλήθος, που ευρίσκοντο σε ανθοφορία…» Και αλλού σημειώνει «Το φαράγγι της Νίμπρου είχε για μένα μια απερίγραπτη ομορφιά… Αυτήν την όψιμη εποχή του έτους… εκρέμαντο τα διάφορα φυτά της πλούσιας βλάστησης της περιοχής κάτω από συμπαγείς ομάδες βράχων και σε πυκνές μάζες. Σε κάθε έναν Βοτανολόγον ο οποίος ταξιδεύει και έρχεται εδώ(στην Κρήτη) οφείλω εγώ αυτό το φαράγγι να το συστήσω, ως ένα από τα περισσότερον ενδιαφέροντα και πλέον σημαντικά…».
Η ιστορία και η μυθολογία της Κρήτης, ο τρόπος ζωής των κατοίκων, οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών(Ελλήνων) και Μουσουλμάνων( Τούρκων), οι ασθένειες που επικρατούσαν (πανώλης, λέπρα) και η αντιμετώπισή τους, κυρίως όμως η μεγάλη λαχτάρα για λευτεριά, περιγράφονται καθαρά από τον ευρωπαίο περιηγητή: Γράφει ο Sieber: «Ο παπάς (των Καλυβών) με οδήγησε το βράδυ στο δωμάτιό μου και με παρεκάλεσε με μεγάλη προσοχή και με δάκρυα στα μάτια να του ορκισθώ στο όνομα του Αγίου Θεού και να του γνωρίσω, εάν κάποτε θα έλθει τελικά η ώρα λυτρώσεως των Ελλήνων από αυτόν τον φοβερόν ζυγόν της σκλαβιάς…
Με παρακαλούσε τόσο εγκάρδια και συγκινητικά, ώστε εγώ απεφάσισα να ψευσθώ εξ ανάγκης…».
Μιλεί για τους κρυπτοχριστιανούς, αναφέροντας, ανάμεσα στ’ άλλα ότι «Είναι απολύτως βέβαιον, ότι η κατάσταση των Ελλήνων (Χριστιανών) θα ήταν περισσότερον αξιοθρήνητος, εάν στην Κρήτη δεν υπήρχε ένας αριθμός, έστω και περιορισμένος Τούρκων, οι οποίοι ήσαν κρυπτοχριστιανοί».
Μαζί με τη σκλαβιά, η φτώχεια και η δυστυχία που επικρατούσε τότε στο λαό μας περιγράφονται με ζωηρά χρώματα.
Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα από την επίσκεψή του στο Θέρισο: «Κανένα χωριό σε όλη την περιφέρεια των Χανίων δεν έχει τέτοια ρομαντική θέση όπως το Θέρισο, το οποίο κείται σε μια κοιλάδα… Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής είναι πάρα πολύ πτωχοί. Εδώ δεν υπήρχε ψωμί. Έτσι κάποιος άναψε φωτιά σε ένα βαθούλωμα τοίχου (κτιστό τζάκι), ετοποθέτησε επάνω (από τα κάρβουνα της πυράς) ένα επίπεδο πήλινο όστρακο ( βήσαλο- πλάκα, στην κρητική διάλεκτο), το οποίο προήρχετο από ένα μεγάλο πιθάρι κρασιού και το ζέστανε. Στη συνέχεια αλεύρι ανακατεύθηκε με νερό και αλάτι, εζυμώθηκε ψωμί και ψήθηκε έτσι στην πήλινη αυτή πλάκα. Δεν μπορούσα να το βλέπω από συμπόνια, αλλά με την ευχάριστη διάθεση, με την οποία αυτοί πρόσφεραν σε εμένα το ταπεινό μικρό αυτό ψωμί, αδυνατούσα να κάνω διαφορετικά και να μην το δοκιμάσω- και γι’ αυτό να τους ευχαριστήσω…» Ο λόγος του μεταφραστή, μεστός, καθαρός, διαβάζεται ευχάριστα. Με δυο λόγια το βιβλίο αποτελεί μια νέα δημιουργία ικανοποιητική για κάθε αναγνώστη. Διακόσια χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο αυστριακός περιηγητής οδοιπορούσε στα χώματα της Κρήτης. Με τη ματιά του ευρωπαίου επιστήμονα,αποτύπωσε πλήθος πληροφοριών,φυσικά δεν ήταν δυνατόν ν’αναφερθούν σ’αυτό το σύντομο σημείωμα, οι οποίες παρουσιάζουν μια Κρήτη πανέμορφη, βασανισμένη, πικραμένη, που πάνω απ’ όλα λαχταρούσε τη λευτεριά…
Θερμά συγχαρητήρια στον εκλεκτό εργάτη του πνεύματος και για τη συγκεκριμένη πολύτιμη προσφορά του…