Καιρό το αναζητούσε ετούτο εδώ το κτήριο, δύσκολο να το βρει στις δαιδαλώδεις ατραπούς του κυβερνοχώρου. Ή δεν είχε καταχωρηθεί ή υπήρξε κι αυτό θύμα της εποχής εκείνης που επιβλήθηκαν κανόνες και περιορισμοί στο τι είναι χρήσιμο και τι αξίζει να μαθαίνει ο σέρφερ του χώρου…
Να όμως που το βρήκε!
Να κι ένας γερούλης -άνθρωπος του παλιού κόσμου σαν να φαίνεται- που περιφέρεται στο εσωτερικό. Στέκεται για λίγο, σκεπτόμενος μήπως υπάρχουν συστήματα που θα αποτύπωναν την παρουσία του εκεί και θα τον στιγμάτιζαν, αλλά ύστερα, όταν διέκρινε μέσα απ’ τις θολές τζαμαρίες τις παλιές ξύλινες βιβλιοθήκες και του ήλθε στη μύτη η ξεχασμένη μυρωδιά του χαρτιού, έσυρε την πόρτα κι όρμησε μέσα… Και να εδώ μπρος του, ένα παράξενο μαγαζί γεμάτο χάρτινους τόμους.
Διαβάζει στις ράχες τους το περιεχόμενο και ριγά! Βιβλία! Παλιού τύπου βιβλία, σπάνιες εκδόσεις, πολύτιμα αποκτήματα στις μέρες του. Και να που τώρα τον πλησιάζει ο γεράκος και τον ρωτά τι θα ήθελε να διαβάσει. Τον κοιτά, και πόσο του θυμίζουν όλ’ αυτά εκείνο το παμπάλαιο βιβλίο κάποιου γνωστού συγγραφέα, που είχε μιλήσει για την εποχή του «Μεγάλου αδελφού» και για κάτι τέτοιους απαγορευμένους χώρους. Τώρα τη ζούμε, τελείως υποταγμένοι πλέον! Αλλά όχι αυτός!
Αυτός θ’ αναζητήσει τη γνώση, θα βρει τρόπους να ζήσει! Θα φτιάξει με τον καιρό μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό και τους φίλους του… «Δώσε μου εκείνο εκεί!», δείχνει ένα βιβλιαράκι που σα να του φώναζε, σαν να τον καλούσε. «Αυτό!» είπε πάλι, για να σιγουρευτεί πως θα του έδιναν αυτό που είχε δείξει…
Το παίρνει στα χέρια, το στριφογυρίζει, το περιεργάζεται, κοιτά τη κορυφή του βουνού στο πάνω μέρος του εξωφύλλου, το χωριουδάκι από κάτω, τον πέτρινο τόπο όπου είναι γραμμένος ο τίτλος, η πόλη κι η ημερομηνία! «Πέτρινα Χρόνια, σε πέτρινο τόπο», Χανιά 2016! Ενδιαφέρον ακούγεται! Ξεφυλλίζει και διαβάζει. Φύλλο το φύλλο αποξεχνιέται και ταξιδεύει σ’ εκείνο τον μακρινό, πέτρινο τόπο του άλλοτε…
Παρέα με τον μικρό Γιάννη, τον πρωταγωνιστή του. Να εδώ λέει πως έπαιζαν τότε τα παιδιά! Τρέχοντας, πηδώντας, κυνηγώντας το ένα το άλλο, σπάζοντας κεφάλια και γόνατα, ανηφορίζοντας στο κακοτράχαλο τοπίο με πληγωμένα πόδια αφού δεν είχαν παπούτσια! Και βεβαίως απασχολούμενα δημιουργικά με το να φτιάχνουν με φαντασία και κέφι τα δικά τους παιχνίδια από υλικά της γης. Και να χαίρονται να βλέπουν τις βαρκούλες τους απ’ τον ελαφρό πίτυκα των φλοιών των πεύκων ν’ αρμενίζουν ταξίδια…υπερπόντια!
Να καμαρώνουν τα μικρά τους τροχοφόρα από κουτιά τσιγάρων να ταξιδεύουν με ταχύτητα πίσω απ’ τον σπάγκο, πάνω στη πρόχειρα στρωμένη με την πατούχα χωματένια λεωφόρο των ονείρων τους… Σκέφτεται προβληματισμένος τα δικά του παιχνίδια: Ατέλειωτες μάχες και πόλεμοι με στοιχειά και τέρατα πάνω σε λαμπερές οθόνες! Κοιτά τα δικά του παπούτσια τα πλαστικοποιημένα κι αυτοθερμαινόμενα και σαν να συγκινείται… Τι καιροί ήταν εκείνοι, τι αγώνας κι αυτός για ένα ζευγάρι κόκκινα παπουτσάκια, αλλά και πόσο δύσκολη ήταν η μάθηση τότε! Να περπατάς ώρες κάτω απ’ τη βροχή, να περνάς σπήλαια «στοιχειωμένα» για να φτάσεις στο σχολείο. Να γίνεσαι παπί, να φτάνεις κατάκοπος στον προορισμό τους, αλλά να μη σε νοιάζει γιατί χτίζεις το μέλλον σου και μαζί το μέλλον της γενιάς σου όλης!! Τώρα βέβαια σχολεία δεν υπάρχουν, οι αρχές αποφάσισαν πως δεν χρειάζονται πια! Τι να την κάνεις τη μόρφωση όταν τα μαθαίνεις όλα μ’ ένα πάτημα κουμπιού; Σε γνώριμα μονοπάτια κι αυτός όταν στα τέσσερά του, του πήραν την πρώτη φωτεινή πλάκα απ’ όπου έβγαιναν όλα τα πράγματα και θαύματα και ένα κονδύλι ηλεκτρονικό για να τα βρίσκει στο λεπτό… Για να κάθεται βέβαια ήσυχος και να ξεκουράζεται η μάνα….
Αλλά τι να πει για τον μικρό Γιάννη που είδε πρώτη φορά αεροπλάνο και θαύμασε, που θεραπεύτηκε με αυτοσχέδια γιατρικά -και με το χώμα της τραχιάς γης όπου μεγάλωσε ακόμα!- που χάρηκε την απεραντοσύνη και μεγαλείο του ουράνιου θόλου κάτω απ’ το φως των δαδιών της αυλής, παρέα με φίλους και γνωστούς των γονιών του! Πού έζησε την ανεπανάληπτη εμπειρία να ταξιδεύεις ώρες με το γαϊδουράκι, τη μάνα και μια φίλη της, για να φτάσεις στις λακκούβες με το αλάτι, να παρακολουθήσεις τη συλλογή του, το στέγνωμα, και να κοιμηθείς το βράδι κατάκοπος -αλλά πλήρης- κάτω απ’ έναν φωτεινό ουρανό!
Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε τον εαυτό του στο βοσκοχώρι του άλλοτε, στον τόπο εκείνο τον φανταστικό, τον αυτάρκη, τον όμορφο που έβγαζε «ανθρώπους», πάρα την αγριάδα του και τις δυσκολίες τους εκεί πάνω. Καθημερινός αγώνας για την επιβίωση σ’ έναν κόσμο μακρινό, όπου τα ήθη ήταν αυστηρά, ο λόγος τιμής κι ο όρκος στην εικόνα του Αγίου ιερά! Μα ήσουν εκεί ψηλά, στη φύση μ’ όλα τα δώρα της στη διάθεσή σου! Στην ύπαιθρο, παρέα με τα ζώα και τα πουλιά! Στον καθαρό αέρα όχι στον τεχνητό, τον μολυσμένο του πολυώροφου κτηρίου όπου μεγάλωσε! Να πίνεις νεράκι με τις χούφτες από την πηγή και να σου υπόσχεται κάθε λογής καλούδια η μάνα, για να της κάνεις θελήματα που θα διευκόλυναν το άναμμα της φωτιάς, τη μαγειρική της ή το πλύσιμο των ρούχων. Να ξαποσταίνεις στην τρυφερή αγκαλιά της, κάτω απ’ την σκέπη του προοδευτικού πατέρα που δεν άφηνε τίποτα στην τύχη… Ω πόσο θα ήθελε να είναι στη θέση του Γιάννη!
Να συγκινείται καθώς συλλέγει μοναδικές εικόνες κι εντυπώσεις… Αξέχαστος ο γλυκός ήχος του αργαλειού της μάνας, το άρωμα του λιβανιού κατά το καθιερωμένο θύμιασμα στα ξωκκλήσια, η μυρωδιά του βρεμένου χώματος, η αίσθηση ελευθερίας που σου δίνει η απλάδα κι η απεραντοσύνη του χώρου… Αλλά και βαθιά εντυπωμένη στη μνήμη η θέα του πρώτου νεκρού ανθρώπου που αντίκρυσε, η πικρή ιστορία ενός πρόωρα γεννημένου παιδιού που έφυγε πριν την ώρα του, ο φόβος μια βεντέτας, οι αντιπαλότητες μεταξύ χωριανών που δεν έλειπαν απ’ τον τραχύ τόπο, το πέτρινο όπου μεγάλωνε… «Ο χρόνος σου τέλειωσε!», άκουσε τη φωνή του γέρου. «Μας επιτρέπουν να δεχόμαστε αναγνώστες αλλά όχι για πολύ ώρα!» «Μπορώ να το αγοράσω;» «Είναι μοναδικό! Αλλά μπορείς να ξαναέλθεις για να διαβάσεις κι άλλο!» «Και πως θα το ζητήσω;» «Του Γιάννη Θ. Πολυράκη!» είναι. «Δόκτωρ της γεωπονικής. Έχουμε κι άλλα δικά του. Έλα οπότε θες να μελετήσεις τη ποίηση, αλλά και τα επιστημονικά του συγγράμματα όπου μιλά για μόλυνση, για κακή χρήση των φαρμάκων, των πόρων της γης, και για άλλα πολλά.
Γιατί βεβαίως αυτό το μικρό παιδάκι που μεγάλωσε στον πέτρινο τόπο- στα γνωστά Σφακιά της Κρήτης- και πήγαινε σχολείο με τα πόδια έγινε επιστήμονας συνειδητοποιημένος κι άξιος λογοτέχνης του τόπου! Πολλά έγραψε και πολλά είπε! Αξίζει τον κόπο να γνωρίσεις όλο του το έργο!» «Θα έλθω!» είπε ο νέος. «Με σαγήνεψε η γραφή του, ο πλούτος των συναισθημάτων του, η νοσταλγία του για τα παλιά, αλλά και η αγωνία του για τον «χωματένιο» άνθρωπο, τον αφελή που δεν σέβεται τίποτα.
Κρίμα που δεν λάβαμε υπόψιν μας τα λόγια όλων αυτών των ανθρώπων του πνεύματος που μας προειδοποίησαν!» «Ποτέ δεν είναι αργά!», είπε ο γέροντας χαμογελώντας. «Αφού είσαι εδώ, πάει να πει ότι υπάρχουν ακόμα νέοι που θέλουν να μάθουν, που θα δράσουν, και θ’ αντισταθούν…». «Να είστε σίγουρος!» είπε το παιδί κι αποχώρησε με βήμα ταχύ, αποφασιστικό! Κοιτώντας μπρος με βλέμμα γεμάτο αισιοδοξία και χαρά!!