Οσο δύσκολο μπορεί να είναι το να μιλάς για τέχνη, άλλο τόσο άδοξο είναι να μην μιλάς καθόλου γι’ αυτήν. Τις περισσότερες μάλιστα φορές που αποφασίζουμε να μιλήσουμε, ξεχνάμε την πρώτη βασική προϋπόθεση που δεν είναι άλλη από το να μιλήσουμε πρώτα και πάνω απ’ όλα με την ίδια. Ή ακόμα καλύτερα το να αποφασίσουμε να βρούμε τον χρόνο και να τον αφιερώσουμε, ώστε η τέχνη να μιλήσει πρώτη.
Ζούμε όμως στην εποχή που νομίζουμε ότι έχουμε τον απόλυτο έλεγχο. Είμαστε οι παγκόσμιοι πολίτες που μαθαίνουν τα πάντα την στιγμή που συμβαίνουν και που στο τέλος της ημέρας καταλαβαίνουν ότι δεν γνωρίζουν το πιο βασικό: το «γιατί» κάποια πράγματα συμβαίνουν και μάλιστα τον «τρόπο» με τον οποίο συμβαίνουν.
Κάπου εκεί βρίσκεται και η τέχνη. Η τέχνη «συμβαίνει» γιατί είναι συμβατή με την ίδια την ζωή. Όποια κι αν είναι η προσέγγιση της έναρξης των πάντων, όποια κι αν είναι η θεολογική, επιστημονική ή πολιτική θεωρία πάνω στην οποία καθένας από εμάς βασίζει την απάντησή του στο «πώς» της δημιουργίας, όλοι ξεκινούν από την ίδια βάση: Την αποδοχή της έννοιας της δημιουργίας.
Ο άνθρωπος ως δημιούργημα, τέλειο ή ατελές, καλείται να δημιουργήσει. Να φτιάξει λέξεις και να τις βάλει σε μια σειρά. Να σχεδιάσει εικόνες για αυτό που βλέπει και να τις αποτυπώσει στο πέτρωμα της σπηλιάς, στο δέρμα του ζώου, στην περγαμηνή, στον καμβά. Να δείξει την πραγματικότητα αλλά πάνω απ’ όλα την πραγματικότητά του.
Μια τέτοια πραγματικότητα, στην πολυεπίπεδη όμως έκφρασή της, εντόπισα στην δουλειά του Μανόλη Στρατάκη. Τον συνάντησα στα Χανιά ένα μεσημέρι που η πόλη άρχιζε να βρίσκει τον πολύβουο καλοκαιρινό της βηματισμό. Ο ίδιος όμως κατάφερε με τις πρώτες του λέξεις σχετικές με την έκθεση ζωγραφικής που προετοιμάζει, να καταργήσει το ενοχλητικό παρόν και να δημιουργήσει ένα λυτρωτικό, σχεδόν α-χρονικό «τώρα».
Έκθεση. Εύκολη λέξη. Εκτίθεμαι. Απαιτητικό ρήμα. Αυτό μου εξήγησε πρώτο. Το πως μπορείς να βρεις το κατάλληλο σημείο, ώστε κάτι που δημιουργήθηκε προγενέστερα και σε διαφορετικό τόπο, να βρει τον χώρο επαναδημιουργίας του. Και αυτός ο χώρος να δημιουργήσει πάλι τον δικό του χρόνο, όχι για να καταργήσει τον υπάρχοντα, αλλά για να τον σταματήσει για όσο χρειάζεται μια καλή ανάπαυλα ανάσας και απόστασης από το «τρέχον». Ή θα τρέχεις κι εσύ με όλα όσα κινούνται γύρω σου, ή θα ακινητοποιηθείς, ώστε να συλλάβεις την ταχύτητα και την δυναμική τους. Γιατί μια έκθεση ζωγραφικής δεν είναι ένα απλό πέρασμα μπροστά από τοίχους που φιλοξενούν έργα, αλλά η είσοδος σε έναν χώρο τοκετού. Μαρτυρία μιας εκ νέου γένεσης της ιδέας.
Και είδα τα έργα του. Έργα που μέσα από την διεργασία του μεταβαλλόμενου φωτός, μου έδωσαν την εικόνα της εξέλιξης. Η εξέλιξη και ο εντοπισμός της άλλωστε μπορούν να οδηγήσουν στην επίγνωση του κόσμου. Έργα που καθορίζουν και καθορίζονται από τον χώρο και το φως, δημιουργίες που παίρνουν ζωή αλλά ταυτόχρονα καταφέρουν να σημάνουν την έναρξη μιας καινούργιας. Χρώματα και σχήματα που μιλούν για αρχέγονες ανάγκες, σχεδόν πρωτόγονες και γιαυτόν τον λόγο και αέναες. Αρχαίες γραφές που καλείσαι να μεταφράσεις για την αντιμετώπιση του μέλλοντος, γραμμές που υψώνονται για να υποψιαστείς την θέση σου στο χάος που έμαθες να αποκαλείς «ζωή εν τάξει», σχήματα σε θέση σωμάτων που ζητούν συνομιλίες, όχι για την επίτευξη συμφωνίας αλλά για την άρθρωση λόγου. Συνεύρεση χρωμάτων ώστε να γίνει η υπενθύμιση της ανάγκης του ανθρώπου να σκαλίσει την ανώτερη στοιβάδα της επιφανειακής πραγματικότητας, όχι για να συναντήσει το άγνωστο, αλλά το ξεχασμένο πρόσωπο ή πρόσωπα της φύσης του.
Όλα αυτά στα Χανιά. Στην καρδιά του τουριστικού λιμανιού που ψάχνει τον σφυγμό του. Στο Γιαλί Τζαμί, έργο του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα. Στις 25 του Ιούνη στην έκθεση του Μανόλη Στρατάκη, ενός τεχνίτη του χρόνου που ζει στο Ηράκλειο και ερωτεύεται τα Χανιά, θα συναντήσω ό,τι ο ρυθμός της ζωής κλέβει καθημερινά. Θα συναντήσω εγωιστικά, ένα ακόμα «Εγώ».
Εκ νέου.