6 (α). ΟΠΤΙΚΟΤΗΤΑ
Το μυαλό παλεύει να εγκαθιδρύσει μια σχέση –μία αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος-…Υπήρξε πραγματικά ένα μυστήριο, που αδυνατούσα να εξηγήσω. Αλλά από την αρχή κιόλας, μέσα στους πιο απόκρυφους θαλάμους της διάνοιας μου, ένιωθα να μεγαλώνει ωσάν προνύμφη και να φέγγει αμυδρά η λάμψη μιας ιδέας. Ήταν εκείνη η αλήθεια που απέδειξε με τόση μεγαλοπρέπεια η περιπέτεια της…
Από το «Ο χρυσός Σκαραβαίος» του
Εντγκαρντ Αλαν Πόε (1)
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Η λάμψη μιας ιδέας που επιβάλλεται ως αλήθεια, όχι απλής έμπνευσης αλλά ως βιωματική περιπέτεια της Τέχνης… Σήμερα η αναφορά στη καλλιτεχνική φωτογραφία του Μιχάλη Πολυχρονάκη με αφορμή την έκθεση στην Πινακοθήκη(2) όπου η συμμέτοχη του στιγματίζει μια αναγνώσιμη σύμβαση στο διαρκές ζητούμενο που είναι για τον φωτογράφο η ποιητική επιβολή με ποιοτικά χαρακτηριστικά στην αναγνωρισημη αντικειμενικότητα που μας συνδέει η ΑΝΑμνηση μιας εποχής που ΚΑΤΑ κερμάτισε η ψευδεπίγραφη ψηφιακή σημερινή ΥΠΕΡπραγματικοτητα. Ο ίδιος εύστοχα σημειώνει στον κατάλογο «το σαπουναριό, το επιτελεστικό διενέργημα», ΠΑΡΑθέττω απόσπασμα. … «μόνο ο μύθος (συλλογικά) και το όνειρο (ατομικά) έχουν τη δύναμη να νικήσουν το χρόνο. Μόνο μυθοπλαστικά, το παρελθόν μετατρέπεται σε «απόθεμα κι αυτό, υπάγεται στη δικαιοδοσία των μουσών, κι όχι της ιστορίας. Η (υποτιθέμενη) αντικειμενικότητα της ιστορικής αφήγησης, περνά σε δεύτερη μοίρα, αν πρόκειται να ειπωθούν «ζωτικά ψεύδη» η μυθολογία είναι αρχαιότερη, βαθύτερη και ανώτερη από την ιστορίᨻ Ανασύρω από τα αγαπημένα μου μότο το Αριστοτελικό «η τέχνη ψεύδεται ως δει» Η τέχνη είναι ένα ψεύδος σε σχέση με την αντικειμενική αλήθεια, είναι δηλαδή μια σύμβαση που μεταφέρει τον προσωπικό μύθο ως αναγκαία πράξη, που προάγει αμφίσημα την Αλήθεια του δημιουργού στην αναζήτηση ευαισθητοποιημένου δέκτη, ώστε να λειτουργήσει μέσα σε κοινώς αποδεκτά κοινωνικά ιστορικά πλαίσια που όμως η απελευθερωμένη σκέψη η φαντασία και ενίοτε η φαντασιακή παρέκκλιση , δημιουργούν έργα μοναδικά στα πλαίσια της επιγνωσμένης μη παρθενογένεσης. Ιδιαίτερα μετά τις πρωτοποριακές τάσεις του 20ου αιώνα που είχαν εμπνευστές τολμηρούς δημιουργούς καταφέρνοντας να συσπειρώσουν κι άλλους με αντίστοιχες δημιουργικές προθέσεις, διαπιστωμένα-εκτός από εξαιρέσεις-πως οι ιστορικοί ακλούθησαν αυτούς που διατύπωναν επαναστατικά καλλιτεχνικά κείμενα ως μανιφέστα. Πρόσφατα είδαμε και στα Χανιά την ιδιαίτερη αισθητικά ταινία « Μανιφέστο» όπου η πρωταγωνίστρια Κειτ Μπλανσετ, άλλαζε ερμηνευτικά 13 ρόλους,αποδίδοντας την οργανική σχέση των διατυπωμένων μανιφέστων της πρωτοπορίας του 20ου αιώνα ενδεικτικά: φουτουρισμός, Νταντά, Σουρεαλισμός, φλούξους, κοινωνικός ρεαλισμός… Αναφέρω ένα συμπτυγμένο εννοιολογικό μότο που διατύπωνε στην ταινία εμφατικά “: μεταξύ της Αλήθειας και της ειλικρινείας, επιλεγούμε την ειλικρίνεια.
ΝΤΕΠΡΟΦΟΥΝΤΙΣ
Από το ποίημα «Μόνος» του Ε. Α, Ποε(3)
Από τα παιδικά μου χρόνια/Άλλος ήμουν από τους άλλους
Κι όσα ίδια για τους μεγάλους
Είναι εδώ και παντού αιώνια,
Αλλιώς τα έβλεπα-κοινή πηγη
Τα πάθη μου δεν είχανε στη γη.
Τη θλίψη μου δεν την αντλούσα
Από το μέρος όπου εζούσα.
Εντός μου της χαράς ο τόνος
Άλλος’ στις αγάπες μου, μόνος.
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου από παιδί είχα μέσα μου τη δημιουργική φαντασίωση σαν ψέμα ποιοτικής επιβίωσης στις δύσκολες συνθήκες που βιώναμε. Ίσως ποτέ οι γονείς μου δε μου αγόρασαν παιχνίδι, και έπρεπε η φαντασία να αναπληρώσει το κενό , ένα παραλληλόγραμμο ξυλάκι μερικών εκατοστών με ζωγραφισμένα από μένα παράθυρα, επιβάτες, και ρόδες, ήταν ικανό στην τομή ενός πωρολιθένιου μαλακού βράχου να ρολάρει σε προχαραγμένες διαδρομές. Θυμάμαι τον ντελάλη «ο Σαπουνάς! Παίρνουμε κατσιγάρους!» που αντάλλασε τα τηγανόλαδα με μερικές πλάκες σαπούνι ΑΒΕΑ, με τη μάνα μου, να μου δίνει αφού τον παρακαλούσα, μια κακοχυμένη μικρή σαπουνόμαζα..(τις χάριζε σε φτωχούς πελάτες) και με τη δημιουργική φαντασία του δεκάχρονου γλύπτη κι ένα κουζινομάχαιρο, έφτιαχνα γλυπτές συνθέσεις (4), χωρίς να έχω δει ποτέ από κοντά μικρογλυπτική.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΤΟΥ Μ. ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗ
…ένας κρατήρας διάφανος
που μέσα του παλεύουν, η αγωνία του καιρού
των σκοτωμένων οι σκιές,
Ο Προμηθέας που ‘ κλεψε τη φλόγα για τον άνθρωπο,
τα χέρια που κρατούν δεμένη την αλήθεια…
από το ποίημα του Αλέξη Ζερβάνου,
«Σε αναμονή του ήλιου» (5)
το 1964 που γράφτηκε η ποιητική αυτή συλλογή του Ζερβάνου, ο Μιχάλης Πολυχρονακης ήταν ενός έτους, σε μια εποχή αντίστοιχη με τη σημερινή, αβεβαιότητας, με τη διαφορά πως υπήρχε η φλόγα, για αυτούς που ήθελαν να δουλέψουν και να πετύχουν, στο πεδίο δράσης τους. Από το 1989 που είδα για πρώτη φορά τη φωτογραφική του δουλειά, πίστεψα πως «τα χέρια του, κρατούσαν την αλήθεια» . Την αλήθεια ΤΟΥ. Αυτό το επιβεβαίωσα τις επόμενες δεκαετίες που παρακολούθησα εκτεθειμένα έργα του, αλλά και μέσα από τη διδακτική συνύπαρξη στη Βίλα Κούνδουρου. Διεισδυτικός, στοχαστικός, λάτρης του βιβλίου, δε διαχέεται σε άσκοπες συνάφειες, ανθρωποκεντρικός αλλά και αντιρεπορταζιακός, προτάσσει την ποιητική διάσταση της φωτογραφίας που την καθιστά καλλιτεχνική, χωρίς έμφαση, αλλά ως ΥΠΟ-σταση, με σταθερά βήματα ασχολούμενος συστηματικά με ενότητες όπως ΑΒΕΑ-Σαπουναριο, Ταμπακαριά, Ερείπια. Απασφαλίζει από τα ενοχικά κοινωνικά σύνδρομα που προκαλούν η θέαση των ερειπίων, ως ιστορικό-αισθητικό δεδομένο, γι αυτό και θα τολμήσω να αναφέρω πως η συμμετοχή στην αξιόλογη έκθεση φωτογραφίας της δημοτικής Πινακοθήκης «Τοπία Αρχιτεκτονικής Εντροπίας» και η συνύπαρξη του με τους άξιους αλλά περιγραφικούς φωτογράφους Αλέξανδρο Βουτσά και Χριστόφορο Δουλγέρη ήταν λάθος επιλογή (6), αφού ο Μιχάλης είχε πολλαπλάσια ομοιογενή δουλειά σε βάθος χρόνου για να ανασύρει τις προαναφερθείσες σειρές και να τις δείξει και στους τρείς ορόφους της Πινακοθήκης, όπως θα άξιζε στο ιδιαίτερα ποιοτικό έργο του. Η δουλειά του Πολυχρονάκη, η θεματολογική «αυτοψία» , δεν είναι για τον ίδιο συγκυριακή, είναι ψαγμένη, δεν αποτελεί ανάγκη για φωτογράφιση, αλλά προτάσσεται μέσα από επίπονο ψάξιμο της αναγκαιότητας για «μαρτυρία» που αφήνει όπως γράφει ο ίδιος (7) την «ερμηνεία» να μεσολαβεί αυτεξούσια με αχαρτογράφητη την απεριόριστη επικράτεια της. Αλλά σε αυτή την δεκτική ευαισθητοποίηση του θεατή, ο Πολυχρονάκης σκηνοθετεί τον δίαυλο προς την ερμηνεία, το καλειδοσκόπιο του δεν απεμπολή τον κοινό θεατή, αλλά προ-σ-καλεί τον φιλότεχνο για μια άλλη ακόμα φανέρωση του «υποκείμενου τοπίου». «Η αιωνιότητα του στιγμιαίου», όταν φανερώνεται με δυσδιάκριτο τρόπο, ένα μείγμα εσωτερικής ενόρασης και φιλτραρίσματος πίσω από το προφανές, λειτουργεί καθαρτικά για την ίδια τη φωτογραφία σε μια εποχή που ο καθένας εικονοποιεί σήμερα με ένα κινητό. Χωρίς τη φιλοσοφική αναγκαιότητα , τι ,πού, γιατί, προς, μέχρι, πότε… Και χωρίς αισθητική θεώρηση και καλλιτεχνική παιδεία…
Η απεικόνιση όταν προτάσσει την αμφίσημη δίπολη αναγκαιότητα, δηλαδή τα τεχνικά μέσα που τη χαρακτηρίζουν (στην περίπτωση της φωτογραφίας αυτά που τη διαφοροποιούν από τις άλλες εικαστικές τέχνες ) και ταυτόχρονα τη σύμπλευση μέσα από υφολογικές εντάξεις, την κάνουν όχι παρόμοια αλλά ισότιμη με τις άλλες που προηγήθηκαν από αυτήν, και είναι γνωστές αλλά και αυτές που έρχονται… Την ορίζουν σήμερα ως ΤΕΧΝΗ, μέσα από την κατάταξη της ως ART. Ο Μιχάλης, επικαλείται τον Alfred Stieglitz, αφιέρωσε τη ζωή του στην αναγνώριση της φωτογραφίας ως τέχνης. Σήμερα, έναν αιώνα μετά το μόνο που απασχολεί τον φιλότεχνο όταν δει αναρτημένη φωτογραφία, δεν είναι αν είναι Τέχνη, αλλά αν η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι καλή και διαμεσολαβεί στις προσδοκίες εκείνων που την προτάσσουν ως τέτοια. Θα ήθελα παραφράζοντας τον Θανάση Μουτσόπουλο και τον τίτλο του πονήματος του «Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται: μια εισαγωγή στο οραματικό στοιχείο στην Τέχνη» (8) να καταλήξω, «όλα είναι αληθινά, αρκεί να μπορείς να τα υποστηρίξεις ως «μικρό τμήμα της άπειρης σπείρας του μυθικού» και αυτή την υποχρέωση» ο Μιχάλης Πολυχρονάκης όχι μόνο τη συντηρεί με την ποιότητα των τεκμηριωμένων πεπραγμένων του αλλά την προεκτείνει σε ένα ευρύ φάσμα χρονοαποδοχής, αφού με εσωτερική φλόγα τα χέρια του κρατούν την αλήθεια που είναι πέρα από ένα κλικ. Στο επόμενο, η αναφορά στην οπτικότητα του Ιταλο Καλβίνο σε σχέση με την επιμέρους φωτογραφική εστίαση του Πολυχρονάκη.
συνεχίζεται…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ε.Α.Πόε (1809-1849) «Ο χρυσός Σκαραβαίος» μεταφρ. ,σχόλια, επίμετρο, Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πατάκη
(2) Η έκθεση του Πολυχρονάκη για έκθεση με θέμα ΑΒΕΑ,Σαπουναριό, είχε προγραμματιστεί από την εποχή της προεδρίας Γρηγόρη Αρχοντάκη στην οποία ήμουν μέλος του συμβουλίου της Δημ. Πινακοθήκης Χανίων.
(3) Από το ίδιο βιβλίο «ο χρυσός Σκαραβαίος» και το επίμετρο του Σ.Μ., το ποίημα «Μόνος» το έγραψε ο Πόε σε ηλικία 21 ετών.
(4) Με ενθάρρυνε ο δάσκαλος μου στην ΣΤ’ , Κυριακάκης Γιάννης στο 15ο Δ.Σχ.Χ., όπου διέβλεπε το ταλέντο μου
(5) «Γυάλινος Κρατήρας» πρώιμη ποιητική συλλογή του Α. Ζερβάνου, εκδ. Σταμ. Δημητράκου, θα επανέλθω
(6) Η συνύπαρξη ως γενικό πλαίσιο είναι τεκμηριωμένη από τους επιμελητές , Κ. Πρώιμο, Ι. Αρχοντάκη και Μ. Ρογκάκο, και ασφαλώς θεωρείται πετυχημένη, η νύξη μου αφορά την υφολογική ομοιογένεια του εγχειρήματος.
(7) Τα αποσπάσματα που έχω σε εισαγωγικά, είναι παρμένα από το τελευταίο βιβλίο του Μιχ. Πολυχρονάκη. «Όραση, Θέαση, φανέρωση : κείμενα φωτογραφικού αναστοχασμού» εκδ. ίδιου, 2017
(8) «Οράματα, η τέχνη ως διαμεσολάβηση» βασικό κείμενο (περιέχει 12 κείμενα) και επιμέλεια Θανάση Μουτσόπουλου , εκδ. Πλέθρων