Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει
Eνας – ένας μας αφήνουν οι τελευταίοι παραδοσιακοί Κρητικοί αγγειοπλάστες. Προηγήθηκε το 2012 ο Ευάγγελος Τζουγανάκης, του μικρού αγγειοπλαστικού κέντρου της Καρωτής Ρεθύμνου. Ακολούθησε το 2013 ο Μανόλης Συραγόπουλος των Μαργαριτών. Δεν άργησε πολύ ο πολιτογραφημένος Χανιώτης Χριστόφορος Σκλαβενίτης – Χαραλαμπής, που από εφέτος σταμάτησε να ερευνά την «παιδεμένη τέχνη του πηλού» και να πειραματίζεται μ’ αυτήν. Και τώρα, στο τελείωμα του έτους, αναχώρησε και ο Νίκος Καυγαλάκης, ο κύριος Νίκος των Μαργαριτών. Είχε γεννηθεί εκεί το έτος 1937, καταγόμενος από οικογένεια αγγειοπλαστών.
Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν αγγειοπλάστης και ο παππούς του ήταν ο πιθαράς Εμμανουήλ Μαρής, ο οποίος ειδικευόταν στις μεγάλες φόρμες. Ο παππούς του αυτός είχε εργαστεί «βεντεμάρης» στο αγγειοπλαστικό κέντρο του Μπαμπαλή (σήμερα Άγιοι Πάντες) για τρία τουλάχιστον καλοκαίρια και είχε μεταφέρει στις Μαργαρίτες τον τύπο του αποκορωνιώτικου πιθαριού με τις πολλές αυλακώσεις, που του προσδίδουν μεγάλη αντοχή. Ο Νίκος Καυγαλάκης από 9 χρόνων παιδάκι άρχισε να κατασκευάζει μόνος του ταψιά και κουνενίδια. Σε ηλικία 13 χρόνων οικοδόμησε το δικό του καμίνι και 15 χρόνων έφτιαχνε στάμνες χωρητικότητας ως 25 οκάδων (γαϊδουρόσταμνες) και πιθάρια μέχρι 150 οκάδες.
Την πρώτη του «καμινιά» την παρήγαγε το έτος 1950. Δούλευε πάντα με δικό του πηλό και κατασκεύαζε μαζί με τον αδερφό του Κώστα τα μεγαλύτερα σε όγκο παραδοσιακά αγγεία στις Μαργαρίτες. Μαθητές του υπήρξαν η σύζυγός του Ειρήνη και οι τρεις κόρες του Ασημένια, Ελένη και Νικολέτα. Συμμετείχε επί σειρά ετών στις εκθέσεις Diesel Amaze της Γερμανίας με περίπτερο πολλών παράλληλων τροχών. Το 2002 απέσπασε το Α’ βραβείο μοναδικών εκλεκτών δειγμάτων αγγειοπλαστικής. Συμμετείχε στο φεστιβάλ «Κεράμων» το 2006 στο Ηράκλειο, σε σχετική εκδήλωση στα Ανώγεια και στα «Μαγαρικά 2007».
Συμμετείχε επίσης σταθερά στις εκθέσεις του ΕΟΜΜΕΧ, με μεγάλα πάντα αγγεία, από τα οποία τα εντυπωσιακότερα που θυμόμαστε είναι τα πανύψηλα μπογιατζοπίθαρά του, με τις αλλεπάλληλες σειρές λαβών. Η τελευταία του τίμηση θα πρέπει να ήταν εκείνη που διοργανώσαμε τον Σεπτέμβριο του 2012 στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης κατά την εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου μου «Η παραδοσιακή αγγειοπλαστική τέχνη στο Ρέθυμνο κατά τον 20ό αιώνα». Σε αντίθεση με πολλούς παραδοσιακούς αγγειοπλάστες ο Νίκος Καυγαλάκης δεν σταμάτησε ποτέ να καταγίνεται με τον πηλό, ούτε για μικρό χρονικό διάστημα, ακόμα κι όταν η απασχόληση αυτή κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει τα προς το ζην. Γι’ αυτό και συμπλήρωνε το εισόδημά του με απασχόληση και με άλλα επαγγέλματα. Ποτέ όμως δεν απομακρύνθηκε από τα τροχιά του και ποτέ δεν σταμάτησε να παράγει παραδοσιακές φόρμες χρηστικών αγγείων. Η αγάπη του ήταν ασφαλώς τα μεγάλα σε όγκο αγγεία, μεταξύ των οποίων και οι τεραστίων διαστάσεων λεκανίδες του, που κατόρθωνε πάντα να τις βγάζει από τους φούρνους του απετσικάριστες.
Το 1960 τον είχαν επισκεφθεί στο πρώτο του τσικαλαριό ο αρχαιολόγος Ronald Hampe και ο κεραμίστας Adam Winter, όταν έκαναν έρευνα πεδίου και κατέγραψαν με επιστημονικό τρόπο τα εργαστήρια και τις τεχνικές κατασκευής των αγγείων στην Κρήτη, στο έργο τους «Bei Töpfern und Töpferinnen in Kreta, Messenien und Zypren», που εκδόθηκε το 1962. Οι ίδιοι περιγράφουν την άφιξή τους στις Μαργαρίτες και την επακόλουθη έκπληξή τους από αυτό που αντίκρισαν ως εξής: «Είναι σαν κάποιος να πήγε στον τόπο που ονειρευόταν στα παραμύθια, όπου ο χρόνος έχει σταματήσει». Να σημειώσουμε ότι ο κύριος Νίκος συντηρούσε με ευλάβεια το πρώτο του καμίνι, στη βορειοδυτική είσοδο του αγγειοπλαστείου του. Το είχε κατασκευάσει πολύ ψηλό για τα δεδομένα των Μαργαριτών, ώστε να μπορεί να δεχτεί αγγεία ύψους μέχρι 2,30 μέτρων και πλάτους 2,50 μέτρων.
Ο Νίκος Καυγαλάκης δεν είναι πια ανάμεσά μας. Τον δέχτηκε ευλαβικά η κρητική γη, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά το βιβλικό «Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει». Θα τον θυμόμαστε πάντα σαν ένα στιμαδερό άντρα, που κάτω από τον ανελέητο καλοκαιρινό ήλιο μετακινιόταν αδιάκοπα ανάμεσα στα τροχιά του, προσθέτοντας διαδοχικά ζωνάρια στα πιθάρια του, φτάνοντας τις «στομωσιές» τους μέχρι τα ουράνια, όπου και ξεκουράζεται από την βαριά του τέχνη από το απόγευμα της περασμένης Τρίτης 22 Δεκεμβρίου.
Ο Χάρης Στρατιδάκης είναι σχολικός σύμβουλος – συγγραφέας