Για κάποιον που γράφει είναι μεγάλο ζήτημα η τύχη του κειμένου του. Διαβάστηκε; Και αν διαβάστηκε είχε θετική ή μήπως αρνητική αντιμετώπιση από τους αναγνώστες; Αν είχε αρνητική η επιχειρηματολογία τους είχε κάποιον σεβασμό στην προσπάθειά του ή μήπως αναπτύχθηκε κατά τρόπο απαξιωτικό και προσβλητικό; Αν πάλι είχε θετική αντιμετώπιση την επόμενη ημέρα το θυμόταν;
Προβλήματα που βασανίζουν όσους προσπαθούν να γράψουν κάτι και να το αφήσουν απαλά – απαλά, σε δημόσια θέα.
Ερωτήματα για τα οποία κατ’ αρχήν αρμόδιοι για να απαντήσουν εμφανίζονται δύο κυρίες. Η Απογοήτευση και η Υπεροψία. Η πρώτη, η Απογοήτευση, σαν τη ρωτάς τι απόγιναν τα λόγια που έγραψες σου απαντά πως τα πήρε ο αγέρας και τα σκόρπισε. Και συ την πιστεύεις γιατί αυτό είχες και συ κατά νου. Η Υπεροψία απαντά στο ίδιο ερώτημα μα χρησιμοποιεί μόνο ψέματα, γλυκαίνει τον συγγραφέα και τον παραπλανεί. Τι κρίμα γι’ αυτόν η ζάλη ετούτη.
Η αλήθεια όμως στον προβληματισμό αυτό αναβλύζει από ένα κείμενο του αγαπημένου Χανιώτη συγγραφέα Γιώργη Μανουσάκη 1 το οποίο βιαίως περικόπτω χάρη της ανάγκης μου να δείξω ακριβώς εκείνα τα σημεία που ήθελα ώστε να απαντηθεί ο προβληματισμός του παρόντος άρθρου. Για αυτήν την επιμονή μου, να κόβω -χωρίς όμως να ράβω- πολύ σπουδαία κείμενα ή ποιήματα ας μου το συγχωρέσουν όλοι.
Το κείμενο λοιπόν του οποίου τα κομμάτια που βρίσκονται στις αγκύλες, ενώ αυτά που παρέλειψα υποδηλώνονται με τελείες εντός παρενθέσεως δημοσιεύθηκε στην εφ. “Κήρυξ” στα Χανιά την 21η Μαίου του 1961 υπό τον γενικό τίτλο: «Ενώ διαβαίνει η ζωή». Στην Ανθολογία του έργου του Γιώργη Μανουσάκη από τον Κώστα Μπουρναζάκη (Εκδόσεις Βικέλειας Δημοτικής Βιβλιοθήκης) εμφανίζεται με τον πολύ οικείο τίτλο για μένα2 «Μποτίλιες στο Πέλαγος». Εκεί αναφέρονται τα κάτωθι:
«… Ο καθένας μας είν’ ο μοναδικός κάτοικος ενός νησιού, χαμένου στο πέλαγος της μοναξιάς. Μέσ’ από την ομίχλη που τόνε τριγυρίζει, διακρίνει απόμακρους τους σκοτεινούς όγκους των άλλων νησιών. Φαντάζεται τις μορφές των ερημιτών που τα κατοικούν. Μα δεν τους ξέρει -κι ίσως δεν θα μάθει ποτές ποιοι είναι. Κουνά το χέρι σε μάταια σινιάλα, παραδίνει στον άνεμο λόγια γεμάτα πόνο κι αγωνία, που αυτός τα ξεσκίζει παίζοντας.
Κάποτε κλείνει μέσα σε μποτίλιες γραφτά μηνύματα και τα εμπιστεύεται στις ιδιοτροπίες της θάλασσας. Τότε λέμε πως ο άνθρωπος εκείνος είναι συγγραφέας. Ή ποιητής. Ή φιλόσοφος.
Καμιά φορά τυχαίνει κάποια μποτίλια ν’ αράξει στ’ ακρογιάλι ενός άλλου νησιού και να πέσει στα χέρια ενός άλλου ερημίτη. Κι αμέσως αρχίζει μία μυστική κουβέντα ανάμεσα σ’ εκείνον που ’γραψε το μήνυμα και σε κείνον που το βρήκε. Μία κουβέντα που φτερουγίζει πάνω από το πέλαγος της μοναξιάς, που τρυπά την ομίχλη και βυθίζει το ράμφος της ολόισια στην καρδιά
Φέρνει πόνο πολύ να ‘χεις (….) και συ [να] κρατάς μέσα τους στοχασμούς και τα αισθήματά σου, που σε πονούν και τα νιώθεις σαν κάτι βαρύ και σκληρό και μεγάλο. Γυρεύεις τον “άλλο” που θ’ ανοίξει την καρδιά του για να δεχθεί τον λόγο σου, να σε δεχθεί εσένα τον ίδιο. Γυρεύεις να στήσεις μία γέφυρα στη μοναξιά σου και στη μοναξιά του άλλου. Αν το πετύχεις λυτρώνεσαι. Η ζωή σου αποχτά ένα νόημα κι έναν προορισμό. Γίνεται πιο πλούσια. Νιώθεις πως υπάρχεις για κάποιον άλλο.» (…)
«Τούτος ο άλλος γίνεται καθρέπτης που μέσα βλέπεις τον εαυτό σου. Δίχως τον καθρέπτη, είναι σα να ’χεις πεθάνει. «Αν ο άλλος δεν υπάρχει, δεν υπάρχω και εγώ», έλεγε ο Γιάσπερς».
(…) «Ο Πλάτωνας λέει με το στόμα του Σωκράτη, στον Φαίδρο, πως τίποτα δεν αναπληρώνει τον προφορικό λόγο, τον «έμψυχο» λόγο. Κι είν’ αλήθεια -τίποτα δεν τον αναπληρώνει. Γιατί αναβλύζει ζωντανός από το στόμα αυτού που στέκει αντίκρυ μας. Γιατί είναι το βλέμμα κι η έκφραση της φωνής που τόνε συμπαραστέκουνε. Που τόνε βοηθούνε να βρίσκει ολόισια την καρδιά.
Ομως πόσες φορές τηνε βρίσκει; Ο άλλος που μ’ ακούει στέκει εμπρός μου όχι σα μία γυμνή ανθρώπινη ψυχή που λαχταρά την επικοινωνία, μα οχυρωμένος πίσω από τις μάσκες του. Σφιχτοκλεισμένος σ’ έναν αμυντικό θώρακα. Δεν δέχεται εκείνα που του λέω. Τα φοβάται. Αντιδρά. Δεν αφήνεται λέφτερος. Μα μήτε και εγώ λέω αυτά που θα’ θελα να πω, λέω αυτά που φαντάζομαι πως θα τον ευχαριστήσουνε. Υποκρίνομαι.
Ο σίγουρος δρόμος, λοιπόν, για να φτάσει το μήνυμα στον σκοπό του, θα ’ναι να το μεταδώσω γραμμένο. Το κλείνω στα μικρά μαύρα σημαδάκια και το στρώνω πάνω στο χαρτί3. Ξέρω πως ο άλλος θα σκύψει απάνω του δίχως τις μάσκες του ή τουλάχιστο με λιγότερη επιφύλαξη παρά αν είχε να κάμει μ’ εμένα τον ίδιο. Μπορεί να μην σταματήσει στην επιφάνεια των λέξεων μα να φτάσει ως το νόημα. Ετσι υπάρχει η πιθανότητα να συναντηθώ μαζί του. Να γίνουμε φίλοι στην αληθινή σημασία που ’χει τούτη η λέξη. Κι ας μην γνωρίζει ο ένας τη μορφή του άλλου…» (..)
«…Δημοσιεύοντας, αλληλογραφούμε, έλεγε ο Παλαμάς…».
*οικονομολόγος Ανωτάτης
Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
E-mail: eurohania@yahoo.gr
1. Ο Γιώργης Μανουσάκης (Χανιά, 22/1/1933 – 9/2/2008) ήταν συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος και έχει γράψει επίσης φιλολογικά δοκίμια και μελέτες. Μεταξύ άλλων τιμήθηκε για το έργο του με το Βραβείο Καζαντζάκη.
2. Και τον φίλο μου τον Γιάννη Παντελαίο από την όμορφη Πάρο.
3. Και συμπληρώνω: «…πάνω στη μουσική, πάνω στη ζωγραφιά, πάνω στις χορδές μιας κιθάρας, πάνω στις…».