Η φλόγα σκοτώνει τη δροσοσταλίδα. Και ύστερα μέσα από την πάχνη των λογισμών ξημερώνει το άλικο. Πέρα από το μονοπάτι, κρύβονται τα ελαφίσια μάτια της πεθυμιάς. Πέρα από τους αστερισμούς, η κρυφή μουσική. Αν την ψηλαφίσεις, θα πει ότι έμαθες… λέει το σκοτάδι στο φως. Ζεστή σκέψη, αυτή που τελικά αποδέχτηκε αυτό που αρνιόνταν, μα ήταν δικό της. Ενα γέλιο ξυπνά τη σιωπή. Και μέσα από το όνειρο βγαίνουν, μεγαλοπρεπή, τα όρη της αυτογνωσίας. Το άπειρο τελειώνει όταν το κάνεις δικό σου. Όταν γίνεσαι ένα με αυτό. Η στιγμή είναι τότε που θα γεννηθεί το αληθινό. Αυτό που πάντα υπήρχε, αλλά περίμενε να το δεχτείς για να γεννηθεί. Μια σταγόνα που φλέγεται ξεφεύγοντας από την άβυσσο. Η άκρη είναι η αρχή. Η άκρη είναι το τέλος. Η σκοτεινή θεά των οριζόντων ράβει με τα μεταξωτά της δάκρυα. Είπες “είμαι εγώ” και το άπειρο κουλουριάστηκε στο “εντός”. Τώρα γίνατε φίλοι. Αγρίμι βρεγμένο που δεν αποχωρίζεται τα όρη για την εφήμερη ζεστασιά. Αναχωρητής της αυγής, άγγελος έκπτωτος, που τελικά βρήκε το δρόμο του, ο άνεμος. Ψιθυρίζει σε ένα πέλαγο αλαβάστρινα μαλλιά. Κι αυτά κυματίζουν έρωντες πειραχτήρια. Εχει μια μουσική η σιωπή. Ξεχωριστή για τον καθένα. Εχει μια μυρωδιά η σιωπή. Ξεχωριστή για τον καθένα. Κοιμάται το σκοτάδι στα σεντόνια του φωτός, όταν αυτό λείπει. Του αρέσει. Νιώθει την αύρα του. Κι ας λείπει. Είναι εκεί. Δικό του. Πέρα από το συμβατικό. Το πεπερασμένο. Το άπειρο τέλειωσε. Εγινε δικό του. Γελάνε οι δράκοι πίσω από τα φλογισμένα μουστάκια τους. Τους αρέσει που οι νεότεροι μαθαίνουν. Γι’ αυτό ρίχνουν ένα τρυφερό, κρυφό χαμόγελο αποδοχής. Το μοίρασμα του μυστικού είναι αυτό που έχει σημασία. Το μοίρασμα. Όχι το μυστικό. Είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει πρώτα να πονέσεις μόνος για να δεχτείς το μοίρασμα. Το μυστικό δεν έχει και τόση σημασία. Είναι δικό σου και του άλλου, αυτό έχει σημασία. Να γίνετε η κρυφή ομάδα του ονείρου που συνωμοτεί γελώντας στους έρωντες. Κι αυτοί κάνουν πως δεν ξέρουν και στριφογυρίζουν αδιάφορα, με τα χέρια στις τσέπες τ’ ουρανού. Για να του κλέψουν την ανάσα και να την κάνουν το φιλί των πρώτων εραστών. Να σπάσουν τους μύθους, σα ρόδι – αίμα στους τοίχους των κάστρων που δεν έχουν λόγο να υπάρχουν. Γιατί η άνοιξη άλωσε τις μοναχικές πολεμίστρες τους. Γιατί βρέθηκαν επιτέλους στα ίδια σεντόνια του “εγώ”, το φως και το σκοτάδι. Σε ένα αιώνιο δώσιμο. Είναι το τέλος του απείρου. Ανάσα του δειλινού, καπνισμένη από τις καμινάδες της σκέψης. Δημιουργία. Αρωμα από το ιδρωμένο κορμί της αυγής, η μυρωδιά της γέννησης του εντός. Πεθυμιά που κρύβει το γέλιο της μη και το ματιάσουν τα μουχλιασμένα “πρέπει”. Βαθύ άλικο ο θάνατος του Αδη. Το άπειρο τελειώνει όταν γίνει δικό σου.