«Εσύ ΄σαι η κιβωτός, που σαν αυγό στην άβυσσο/ λαμποκοπάς και πλες στου Θεού τα σκοτεινά/ νερά, τα σπέρματα όλα μέσα σου φρουρώντας./ Το πράσινο δρεπανωτό πατάς φεγγάρι/ κι όλες στα χέρια σου κρατώντας τις ελπίδες μας,/ στον άγριο ουρανό τρεμάμενη ανεβαίνεις/ κι αχνογελώντας στέκεσαι πλάι στον Γιο Σου./ Εσύ ΄σαι το ανθισμένο το κλαρί στην άβυσσο/ της δύναμής Του· Εσύ ΄σαι ο στοχασμός ο πράος/ μες στο φλεγόμενο καμίνι της οργής Του». Από το ποίημα «Τυπικάρης» του Νίκου Καζαντζάκη.
«Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου/ Ε, ε, Χρυσομαλλούσα/ ε, ε, Χρυσοσκαλίτισσα/ Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ’ άσπρο σπίτι στην πλαγιά/ τ’ άλογο με τα δύο φτερά/ και η άγρια φράουλα της θάλασσας/ Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου/ θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται/ μέσα στ’ αραποσίτια/ τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ’ αλυσιδάκι στον λαιμό/ Ε, Παναγιά Τα Μάγκανα/ ε, Παναγιά Τόσο Νερό/ Να βλαστημάει και ν’ ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του/ τέσσερα – πέντε αρχαία ελληνικά/ το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα». Από το ποίημα «Τα ονόματα της Παναγίας» του Οδυσσέα Ελύτη.
«Όταν περνούσε η Παναγία σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα,/ κανένας δεν την άκουσε./ Τα σκυλιά δεν γαβγίσαν στις αυλόπορτες./ Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτησαν,/ κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε σα μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι/ που τ’ ακούσαν μόνο τα παιδιά/ στον ύπνο τους και γύρισαν απ’ τ’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας./ Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι κι αυτά/ τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα λουλούδια;/ Η τάχατε, αν φορούσες, παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε/ θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού;/ Μη χαμογελάς που ΄χω κι εγώ δεμένο το κεφάλι./ Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες». Γιάννης Ρίτσος. Από το «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού».
«Η Παναγία χτενίζει τα χρυσά της τα μαλλιά/ στο μικρό της παράθυρο –/ μια/ θαλασσιά πεταλούδα, πετά γύρω απ’ τη μια της/ πλεξούδα που κρέμεται./ Βασιλεύει ο ήλιος./ Ο Ιωσήφ ανεβαίνει πιο ψηλά, να της κόψει/ ένα κόκκινο άνθος». Το ποίημα «Η χαρά της Παναγίας» του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Τέσσερα ποιήματα κορυφαίων Ελλήνων Ποιητών για την Παναγία στις σημερινές Στάσεις. Με αφορμή τη Μεγάλη Γιορτή της Κοίμησης της, της Μετάστασής της στα Ουράνια Δώματα, δίπλα στον γιο της, απ’ όπου μας γνοιάζεται… Η Παναγιά μαζί μας, φίλες και φίλοι!
Και… στα πεταχτά
«Οι Χριστιανοί την Παναγιά για μάνα τους την έχουν,/ κάθε Δεκαπενταύγουστο στις Εκκλησίες τρέχουν.// Η Πλατυτέρα αγκαλιά όλο τον κόσμο βάνει./ Μια προσευχή κι η Παναγιά τον πόνο μας θα γιάνει.// Καλό Δεκαπενταύγουστο κι η Παναγιά να δώσει/ από τα τόσα βάσανα να μας ελευθερώσει». Για την Παναγία και οι τρεις σημερινές μαντινάδες της Νεκταρίας. Και από αυτήν τα “χρόνια πολλά”!
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατε μου το σώμα, και Συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα. Μετάφραση: Απόστολοι που συναθροιστήκατε εδώ, στο χωριό Γεθσημανή από τα πέρατα της οικουμένης, κηδεύσετε το σώμα μου, και Συ, Γιε και Θεέ μου, παράλαβε το πνεύμα μου». Η Κοίμηση της Παναγίας και η Μετάστασή της στους Ουρανούς, σε περίληψη στο γνωστό εξαποστολάριο της ημέρας, όπως η ίδια, κατά τον υμνωδό την περιγράφει.
Η Παναγία της επιστροφής, το κατ’ εξοχήν όνομα της “δικής” μου Παναγίας. Ευλογία, ευλογία μεγάλη για μένα να “επιστρέφω”, προπάντων τα τελευταία χρόνια στο πατρικό μου σπίτι, στις Πάνω Κατούνες του Νίππου από την παραμονή της Χάρης της. Να περνώ πρώτα απ’ το Κοιμητήρι του Αγιού Αθανάση για ν’ ανάψω το καντήλι των γονέων μου… Να “παραμερίζω” στο καφενείο του φευγάτου εδώ και χρόνια στο άλλο ημισφαίριο της ζωής παιδικού μου φίλου του Κοτσιφογιάννη, που παραμένει ανοιχτό και να συναντώ πολλούς απ’ τους απανταχού χωριανούς μου. Και βέβαια να κοιμάμαι το βράδυ στο πατρικό σπίτι, παρέα με τις αναμνήσεις μου και να με ξυπνά το πρωί η καμπάνα της Μεσοχωριανής Παναγίας…