ΠΕΡΝΑΕΙ η άνοιξη κι αφήνει πίσω της φανταχτερές πινελιές στην κρητική φύση. Αν και “έγκλειστοι”, κάνοντας ένα περίπατο στους δρόμους της πόλης, απολαμβάνουμε γεύσεις, χρώματα κι αρώματα από ιδιωτικούς κήπους που προκαλούν νοσταλγία της ανοιχτής φύσης, νοσταλγία του χωριού, νοσταλγία μιας κανονικής Ανάστασης…
Η ΑΝΟΙΞΗ κάθε χρόνο είναι συνεπής στο ραντεβού της. Σοφά οι Άγιοι Πατέρες τοποθέτησαν τη λαμπρότερη θρησκευτική γιορτή μας, την εκ νεκρών Ανάσταση του Κυρίου, τον Απρίλη ή το Μάη.
ΜΙΚΡΗ πανδαισία οσμών και ανοιξιάτικων χρωμάτων, αλλά και μέγιστης μέθεξης στο Θείο Πάθος, είναι οι απέριττα στολισμένοι Επιτάφιοι… Έπειτα, το όλο τελετουργικό του Θείου Δράματος, ξεκινώντας από την θριαμβική πορεία της Κυριακής των Βαΐων μέχρι την κορύφωση με τη Σταύρωση και την Ανάσταση, δεν εκτελείται άραγε με μια άφθαστης τελειότητας “θεατρικότητα”;
Η ΙΕΡΗ τελετουργία των ημερών διανθίζεται από ανυπέρβλητους στίχους μιας υπερκόσμιας μουσικότητας και θεϊκής οικονομίας… Όμως, πιστεύουμε πως και η εξωεκκλησιαστική ποίηση των Μεγάλων Ημερών του Πάθους είναι αξιοπρόσεκτη. Είναι ένας άλλος τρόπος θρήνου, στοχασμού, ευλάβειας, υπαρξιακής αγωνίας, εξύμνησης του Θείου. Τα συναισθήματα που μας γεννάει η πορεία προς το Γολγοθά και την Ανάσταση εναλλάσσονται τόσο έντονα (χαρμολύπη), ώστε μόνο καλοδουλεμένοι στίχοι θα μπορούσαν να τα αποδώσουν.
… ΕΝΑ ποίημα του Τάκη Παπατσώνη για τη μυστική διεργασία μιας “εσωτερικής” λατρείας που συντελείται τις Άγιες Μέρες είναι το “Των θυρών κεκλεισμένων”: για τους βαθιά θρησκευόμενους, οι μέρες του Πάσχα περικλείουν μια απέριττη εσωτερικότητα, μια μοναδική πνευματικότητα. Αντίθετα, για όσους ακολουθούν επιφανειακά το τυπικό των ημερών, χωρίς δηλαδή συναισθηματική συμμετοχή, τίποτε δεν τους εγγίζει. Ο ποιητής μιλάει για τους πρώτους -τους πιστούς- και τον εσωτερικό τους συγκλονισμό:
“Συμβαίνει να σωπαίνει κάποτε η Εκκλησία,
παρ’ όλο που τελείται γιορτή επιβλητική.
Μην έχοντας καμπάνες, άμφια και λιτανεία,
ξεχύνεται η διάθεση όλη η εορταστική
στην εσωτερική πια λατρεία, καθιερωμένη
σε τέτοιες περιστάσεις. Καθώς ο διπλανός σου
αγνοεί τι πανηγύρι μέσα σου έχει στηθεί,
μια και δεν συμμετέχει σε τίποτα γνωστό του,
ξυπνάει και σε αντικρίζει κι ευθύς αναρωτάται:
Πώς έτσι ο γείτονάς μου ξανάνθισε αδοκήτως;
Ποιο Πάσχα του Κυρίου, έξω ταγμένου χρόνου,
γιορτάζει εν αγνοία των άλλων χριστιανών;
Αδιάφορος προς όλα, ο κρύφιος εορταστής.
Paratum est cor ejus * για τη σπουδαία Θυσία.
Στολίζει τους βωμούς του, υψώνει τη Χαρά
και την μετουσιώνει σε σκεύη αχτιδωτά.
Μ’ ευλάβειαν αναλίσκει το περιεχόμενό τους
κι ύστερα κάμνει απόλυση, τελείως μεταρσιωμένος.
Σημαίνουν τότε εντός του μυριάδες οι καμπάνες,
σε τέτοιο αλαλαγμό τους, που ουδέποτε χαλκός
τραγούδησε στη γη μας με τόσην ευφροσύνη,
με τόση φωτεινότητα και τόσο διαυγώς”. (1)
ΑΠΟ τους λατρεμένους μας ποιητές είναι ο Ν. Καρούζος: η ποίησή του λυτρωμένη από κομματικά δόγματα και φρούδες ιδέες, αναζητάει μέσω της Ορθοδοξίας την καταλλαγή ψυχής τε και σώματος (υπέφερε αφάνταστα σωματικά ως ασθενής). Υπαρξιακός ποιητής που δεν μένει στα όρια του εγώ:
“Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν.
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται”. (2)
ΣΤΟΝ απόηχο της υπαρξιακής αγωνίας, στη βαθύτερη δηλαδή αναζήτηση του “ποιος είμαι και γιατί υπάρχω;”, ανατρέχει κι ο μεγάλος Χανιώτης ποιητής, ο Γιώργης Μανουσάκης. Το πρόβλημα σήμερα είναι περισσότερο οξυμμένο με την πανδημία, την αποστασιοποίηση, τους πολλούς θανάτους. Η εύρεση και συνύπαρξη με το πρόσωπο του Άλλου γίνεται μόνο ζώντας μέσω του Άλλου (empathy): είτε αυτός είναι γήινο πρόσωπο, είτε Θεός:
“Αναζήτησα το πρόσωπό Σου
και δεν το βρήκα φέτος.
Τ’ αναζήτησες στ’αδερφού σου
το πρόσωπο; Εκεί θά’ βλεπες
την αντανάκλαση του δικού μου προσώπου.
Κοίταξα, μα ο αδερφός μου
δεν είχε πρόσωπο. Μια μεμβράνη
το σκέπαζε, χωρίς μάτια ούτε στόμα.
Μήπως εσύ του αφαίρεσες
το πρόσωπό του; Μήπως
εσύ το κάλυψες με τη μεμβράνη;
Τ’ αδερφού σου το πρόσωπο
δανείστηκα για με δεις.
Χωρίς αυτόν είμ’ αόρατος, ο κεκρυμμένος” (1998). (3)
Η ΚΑΛΗ ΠΟΙΗΣΗ δεν είναι δυσνόητη. Ειδικά η θρησκευτική. Aπλοϊκή, κατανοητή κι ανθρώπινη είναι η αναστάσιμη ποίηση του σπουδαίου Ειρηναίου μας. Μας προτρέπει με το ποίημα “Χριστός Ανέστη…” (απόσπασμα) σε μια έγερση υπεράνω του πόνου που φέρνει ο χωρισμός με το θάνατο, μια αποτίναξη των παθών μας, ένα άνοιγμα προς τη ζωή, μια επαναφορά της ελπίδας, της αγάπης και της ομορφιάς στις ζωές μας:
“Χριστός Ανέστη…
Αναστήσου ψυχή μου και σήκω απάνω
από την πλάκα του πόνου πούφερε η αστοχιά,
ο χωρισμός, ο θάνατος ο σκληρός των αγαπημένων
κι η μαύρη κακία του αδελφού μου τ΄ανθρώπου
Χριστός Ανέστη…
Αναστήσου ψυχή μου και λεύτερη στάσου
από τα πάθη που ζώνουν σαν φίδια
την καρδιά, το μυαλό και το κορμί μου
και κλέβουν την χαρά και την ειρήνη μου (…)
Χριστός Ανέστη…
Την πλάκα σηκώνω Κύριε και στείλε Αγγέλους
να λύσουν τα οθόνια και τα σάβανά μου
κι ανακτούμενη η ελπίδα κι η αγάπη μου
να ξανακάμουν και τόραμα της όμορφης ζωής” (4)
ΟΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ που μας πνίγουν σήμερα, ευχόμαστε να γίνουν μέσω της ποίησης, “αναστάσιμες πηγές” του αύριο: για μια βαθύτερη αναζήτηση του εαυτού μας, για μια καλύτερη πορεία του κόσμου.(1/5/21)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Τάκης Παπατσώνης (1895-1976), “Των θυρών κεκλεισμένων”, “Εκλογή”, Α’ και Β’ τόμοι [σ.σ. * Paratum est cor ejus =Η καρδιά του είναι έτοιμη]
-(2) Νίκος Καρούζος (1926-1990), από την ποιητική συλλογή “Σημείο” (1955), “Το Πάσχα των πιστών”
-(3) Γιώργης Μανουσάκης (1933-2008), Ποιήματα 1967-2007, εκδ. Γαβριηλίδης (2013) σε φιλολογική επιμέλεια-επιλεγόμενα Αγγ. Καραθανάση-Μανουσάκη. Ποίημα “Αναζήτησα το πρόσωπό Σου”, σ.65
-(4) Ειρηναίος Γαλανάκης (+Μητροπολίτης Κισάμου-Σελίνου), “Απλές ωδές”, εισαγωγή-επιμέλεια Σταμάτης Απ. Αποστολάκης, εκδ. Έρεισμα, 2014, ποίημα “Χριστός Ανέστη”, σελ.69 (αποσπάσματα)