XΑΡΑ Θεού κι ανθρώπων, η Κυριακή του Πάσχα. Γιορτάζεται στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο Ορθόδοξο Κόσμο ως η λαμπρότερη θρησκευτική γιορτή του χρόνου: οβελίας, φαγοπότι, τραγούδια και χοροί με συγγενείς και φίλους, φιλοξενούμενους και ξένους.
ΕΣΤΩ κι αν βρισκόμαστε σε κρίση και προεκλογική περίοδο, η μακρόχρονη λαχτάρα για “ξεδόσιμο” είναι εμφανής από τη μεγάλη έξοδο από την πόλη. Εξάλλου, η έννοια της εορταστικής πανδαισίας με πλούσια διασκέδαση ανάγεται στην αρχέγονη ζωτική ανάγκη του ανθρώπου να ξεφεύγει κάπου κάπου από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του με την τύρβη της καθημερινότητας. *
ΟΙ ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ γιορτές την Άνοιξη σκορπούν ιλαρότητα και αισιοδοξία που πηγάζουν από την αναγέννηση μιας πάντα “γελαστής” φύσης: με μύρια χρώματα κι αρώματα, με χίλια νέα φυτά και όντα, με τις καλοσύνες του καιρού και το αυξανόμενο φως του ήλιου. Όμως κάθε τι το καινούργιο, προϋποθέτει οδυνηρή εκκόλαψη-ένα βαρύ χειμώνα. Ο άνθρωπος είναι θνησιγενές ον, ενώ η φύση ανανεώνεται κάθε χρονο την ίδια εποχή, με την αντίθεση ζωής-θανάτου να είναι εντονότερη.
Η ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ των ημερών μας φέρνει εγγύτερα στην αιώνια φιλοσοφική προβληματική τού τι είναι Θεός, τι μη Θεός και τι τ’ ανάμεσό τους. Αλλά, η πίστη στην “Ανάσταση” του Χριστού έρχεται να επιβεβαίωση τη συλλογική ελπίδα μας για τη μετάβαση, από μια παρατεταμένη εποχή κρίσεων σε ένα καλύτερο αύριο.
… ΒΑΣΙΚΟ στοιχείο της Ανάστασης είναι η συνύπαρξή της με την ομορφιά της φύσης. Μια οπτική αναγέννηση που προ(σ)καλεί τον άνθρωπο να τη βιώσει με όλες τις αισθήσεις του. Την “πασίχαρη” αυτή πασχαλινή εικόνα μάς ιστορεί με την γλωσσοπλαστική του τέχνη, ο εξαιρετικός δημιουργός και “λαϊκός ποιητάρης” από τη Σητεια, ο Κωστής Φραγκούλης. Σε ένα δημοτικοφανές και αξιοθαύμαστο ποίημά του με τίτλο “Χριστός Ανέστη”, λέει:
“Βδιάζει ξεφέγγει ο ουρανός, η γης ασφεντουλιάζει
κι η Άνοιξη βαγγελίζεται ο Μάρτης που προβαίνει.
Κράζει το η πέρδικα ψηλά, η σκλώπα στη θυρίδα,
καλαναρχά τ’ ο κοτσιφός στον εγκισσό κρουμένος
Κι η ποταμίδ’ από δεξά κι από ζερβά τ’ αηδόνι
σαν τσι ψαλτάδες τσι καλούς το γλυκοχερουβίζου
Και τα πουλιά που φέρανε με του καιρού την κράση
οι ταξιδιάροι αγιορανοί κι αυτά το μαντατεύγου
κι άμα σφυρίζου και πετούν σαν ηλιομεθυσμένα
“Ήρθε η Άνοιξη! Ήρθε η Άνοιξη!” θαρρείς και τελαλίζου,
Μηνούν το και τα πρόβατα που βγαίνουνε στσι ρίζες
να βρούνε τσι καλές νομές και τον παχύ ναέρα
και παίζουν ντα κουδούνια ντως από σελί κι αρμάκι
καθώς το Μέγα Σάββατο χτυπούν τα σημαντήργια
μεσάνυχτα οι κλησάρηδες και πόρτα-πόρτα πάνε
Και λένε: “Ήρθε Ανάσταση!”, “Ξυπνάτε κι ήρθε Πάσχα!”
Κι όλ’ οι γι ανθρώποι ξεμυγιού και ξεκαταλαγιούνε
και ντύνουνται πασίχαροι στην εκκλησιά να πάνε…” (1)
ΑΝΤΙΘΕΤΑ, τη μεταφυσική εικόνα ενός α-κατανόητου Θεού που “απουσιάζει” από τα καθημερινά δραματικά δρώμενα των ανθρώπων, εικόνα διαποτισμένη από μια έντονη υπαρξιακή αγωνία και ένα αγωνιώδες “μήπως”, δίνει ο βαθυστόχαστος χανιώτης ποιητής, ο Γιώργης Μανουσάκης που πλησιάζει τελικά το θείο μόνο “με το χνούδι της ψυχής” του…
“Μήπως τότε μόνο μπορούμε
να νιώσομε την ύπαρξή Του.
Όταν φτάσομε στης αβύσσου το χείλος;
Τότε θα τον δούμε να αιωρείται
στο όριο ανάμεσα στο οραατό και το αόρατο
σ’ αυτό που βλέπομε και σ’ αυτό που φανταζόμαστε
μισός από φως μισός από σκότος.
Τότε που ανοίγεται το βλέφαρο
που κάλυπτε ολοζωής το αόρατο.
Τότε που ξυπνά η άλλη αίσθηση
αυτή που νιώθει το νεφέλωμα
που ακουμπά στο ατμώδες
που προσκρούει στο άυλο.
Ψαύω όχι μετ’ άχρηστα, νεκρωμένα χέρια μου
όχι με τη νόηση, άλλα μ’ εκείνο τ’ άλλο
με το χνούδι της ψυχής μου. [2002] (2)
ΤΟ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟ και βαθύτερο σε νόημα τελετουργικό της Αναστασης του Θεανθρώπου, ξεκινά μετά το “Χριστός Ανέστη”, με τη μεταμεσονύκτια (παννυχίδα) λειτουργία και τους πιο υπέροχους αναστάσιμους ύμνους της. Τότε που μια ένθεη “ρέουσα μυστικιστική” και λυτρωτική πίστη αναδύεται από την ψυχή μας, όπως ακριβώς τη νιώθουμε στους παρακάτω στίχους μας:
«Μιλήστε μου/ για τα ποτάμια εκείνα
με τα διάφανα νερά τους.
Σκέψη ανάλαφρη ο θάνατος/ Κι αδώνειος σκιά, η ζωγραφιά του.
Κι η πίστη,/ ένα νερό τρεχούμενο
αναδυόμενο αέναα απ΄ την ψυχή μας…
Μιλήστε μου/ για τα ποτάμια εκείνα
με τον κρυστάλλινο λευκό τους ήχο,
υμνητικό του αναγεννητικού Φωτός που,
σε ανάταση
κι Ανάσταση Ζωής μάς προσκαλεί…» (3)
ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΤΕΡΟ στοιχείο της Ανάστασης είναι αυτό το θαύμα που γεννιέται με το «Δεύτε λάβετε φως» και καταυγάζει άπλετα τα σκότη της ψυχής μας: ένα φως που μοιράζεται με πάθος και αδημονία σε όλους τους πιστούς. Ένα φως που φέρνει το “καινόν”, με την αγάπη, την αισιοδοξία και το “λαμπρότερο” μήνυμα της ημέρας, το “θανάτω θάνατον πατήσας”… Μακάρι, με τις λαμπριάτικες λαμπάδες που ανάβουμε κάθε χρόνο συμβολικά, να ανάψουμε και τον ταπεινό “λύχνο του άστρου” της ψυχής μας. Ίσως τότε νιώσουμε και το λόγο του μακαριστού Ειρηναίου Γαλανάκη που θέλει το Χριστό “Μπροστάρη” στη ζωή μας. Ίσως τότε να αναστηλωθεί κι ο παρηκμασμένος κόσμος των κοινωνιών μας:
“Έµπα µπροστά, καλέ Χριστέ, στο δρόµο της Ειρήνης
και ν’ άκλουθήσουν πίσω σου τα έθνη και οι χώρες.
Θέλοµε Συ να οδηγής και Συ να κατευθύνης
σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, στις µαύρες τούτες ώρες. (…)
Έµπα µπροστά και φόρεσε τ’ άκάνθινο στεφάνι
-Χρόνια πολλά µας ξεγελούν οι δάφνες κι’οι κορώνες
Έτσι γλυκό και ταπεινό και πλούσιοι και ζητιάνοι
νά Σε καλοσορίσουνε. Κι’ ίσως «χρυσοί αιώνες»
να βασιλέψουνε στη γη και η στενή ζωή µας
ίσως να γίνη πιό πλατιά να βάζη την ψυχή µας.” (4)
…Χριστός Ανέστη! (15-4-23)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Κωστή Φραγκούλη, Τα Δίφορα, β’ τόμος, Ηράκλειο ,1988, “ Χριστός Ανέστη”, σελ.21
-(2) Γ. Μανουσάκης, “Τα Ποιήματα, 1967-2007”, τ. Β’, Ανέκδοτα, Αθησαύριστα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013 (φιλολογική επιμέλεια-Επιλεγόμενα Αγγελική Καραθανάση-Μανουσάκη)
-(3) Στ. Γ. Κλώρης, “Ρέουσα Πίστη”, (από ανέκδοτη ποιητική συλλογή)
-(4) +Ειρηναίου Γαλανάκη, τ. Μητροπολίτου Κισσάμου και Σελίνου, “Απλές Ωδές”. Εισαγωγωγή-επιμέλεια Σταμάτη Απ. Αποστολάκη, “Έμπα Μπροστά Καλέ Χριστέ”, εκδ. Έρεισμα, 2014, σελ. 27
*“Βίος ανεόρταστος, μακρή οδός απανδόκευτος” (=Ζωή χωρίς γιορτές, είναι μακρινός δρόμος χωρίς ξενοδοχείο, επισημαίνει ο Δημόκριτος (Ανθ. Στοβ. Ις, 21)