Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, καθιστούν επιτακτικότερη την ανάγκη να αντιμετωπισθούν οι χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.
Οι διατυπωθείσες εκτιμήσεις των ειδικών σχετικά με την ύφεση του 2020 κινούνται σε μεγάλο εύρος. Όμως οι περισσότερες προβλέπουν ύφεση σημαντικά μεγαλύτερη και από αυτήν που κατεγράφη τη χειρότερη χρονιά της προηγούμενης κρίσης, το 2011, όταν το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 7,1%. Η σύγκριση αυτή διευκολύνει να αντιληφθεί κανείς τί έρχεται.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας στην πατρίδα μας υπήρξε ως τώρα υποδειγματική, τόσο ως προς την υγειονομική της διάσταση όσο και ως προς την οικονομική. Πρέπει όμως να είμαστε ρεαλιστές και ειλικρινείς ως προς τις συνθήκες που διαμορφώνονται για την επόμενη ημέρα.
Στην πορεία μας για την ουσιαστική ανάκαμψη, υπάρχουν σοβαροί ανασχετικοί παράγοντες, που έρχονται από το παρελθόν. Δεν πρόκειται για τον παροιμιώδη “ελέφαντα στο δωμάτιο”. Στην πραγματικότητα, οι ελέφαντες είναι περισσότεροι του ενός.
Έχουμε το δημόσιο χρέος, η μελέτη βιωσιμότητας του οποίου έχει βασισθεί στην υπόθεση ανάπτυξης 2% κάθε χρόνο, επί 50 χρόνια. Το ίδιο και το ασφαλιστικό. Τί θα σημαίνει για τη βιωσιμότητα και των δυο η διαφαινόμενη πορεία της οικονομικής μεγέθυνσης για το 2020 και μετά;
Έχουμε ένα τραπεζικό σύστημα, με το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη: 42% του συνόλου των δανείων στην Ελλάδα, έναντι 3% κατά μέσον όρο στην Ευρωζώνη! Οι τράπεζες έχουν επιπλέον σαθρή κεφαλαιακή βάση, συμπεριλαμβάνοντας ως “κεφάλαια” αναβαλλόμενους φόρους, δηλαδή εκπτώσεις φόρων επί μελλοντικών, αβέβαιων, κερδών.
Έχουμε τέλος την ίδια την παραγωγική δομή της οικονομίας μας. Η ελληνική οικονομία έχει μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών τον μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης από τον τουρισμό, τον κλάδο που πλήττεται περισσότερο από τον COVID-19: Ο τουρισμός αντιπροσωπεύει 20,6% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι μέσου όρου 9,4% στην Ευρώπη. (Στοιχεία World Travel and Tourism Council, 2018)
Αυτά όλα καταδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη να παραχθεί πραγματικός πλούτος στη χώρα. Η πανδημία αποτελεί ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε με νέο πνεύμα χρονίζοντα προβλήματα. Όπως έγινε αυτό π.χ. στον τομέα της ψηφιοποίησης του κράτους, μπορεί να γίνει και στο χώρο της οικονομίας.
Η διόρθωση της ανισορροπίας στην παραγωγική δομή, μπορεί να βελτιώσει την πλουτοπαραγωγική δυνατότητα της οικονομίας. Άρα να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε και τα άλλα μεγάλα προαναφερθέντα ζητήματα. Είναι αυτονόητο ότι ο τρόπος της διόρθωσης δεν πρέπει να είναι η συρρίκνωση του τουριστικού προϊόντος – αντιθέτως η τουριστική βιομηχανία πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Ο τρόπος για την εξισορρόπηση είναι να αρθούν ορισμένα από τα εμπόδια που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη του τομέα της μεταποίησης.
Η μεταποίηση αντιπροσωπεύει το 8% του ελληνικού ΑΕΠ, όταν στο σύνολο της Ε.Ε. το αντίστοιχο μέγεθος είναι 14,3%. (Στοιχεία ΙΟΒΕ). Αντίθετα με τα επικρατούντα στερεότυπα, υπάρχει στην Ελλάδα βιομηχανία, η οποία συμπεριλαμβάνει μάλιστα πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Πολλές μεταποιητικές επιχειρήσεις στην περίοδο της κρίσης αύξησαν τις επενδύσεις τους και κέρδισαν νέες αγορές. Μπορεί να είναι αντίθετο με τις εντυπώσεις των περισσοτέρων, είναι όμως πραγματικότητα: 87% των ελληνικών εξαγωγών, είναι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Πώς μπορεί ο τομέας αυτός να αναπτυχθεί ταχύτερα;
Ένα στοιχείο κόστους καθιστά την ελληνική μεταποίηση αυτομάτως λιγότερο ανταγωνιστική από την ευρωπαϊκή: το υψηλό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Στη χονδρεμπορική αγορά, σύμφωνα με την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Νοέμβριο του 2019, η οριακή τιμή του συστήματος ήταν 50% υψηλότερη από το μέσο όρο της Ευρώπης! Μέρος μόνο της εξήγησης αποτελεί η επιβάρυνση του κόστους του λιγνίτη με τις υψηλές χρεώσεις δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων λόγω της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Η διαχρονική αυτή παθογένεια της ελληνικής οικονομίας μπορεί να θεραπευθεί με δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά του ηλεκτρισμού. Το σημερινό μοντέλο λειτουργίας της αγοράς, το οποίο αρχικά θεσμοθετήθηκε μια εικοσαετία πριν, στην πραγματικότητα προστατεύει τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από τον πραγματικό ανταγωνισμό. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία, με το νέο μοντέλο λειτουργίας της αγοράς μέσω του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, αν εφαρμοσθεί σωστά, θα επιφέρει σοβαρή βελτίωση, έστω και μετά από τις πολλαπλές αναβολές που είχε ως σήμερα.
Μια πρόσθετη ελάφρυνση του κόστους της ενέργειας θα ήταν μια προσωρινή χαλάρωση της πολιτικής της Ε.Ε. σχετικά με τα δικαιώματα εκπομπών αερίων ρύπων. Στην πραγματικότητα δε χρειάζεται να νομοθετηθεί χαλάρωση, αλλά απλώς να μην εφαρμόσει για φέτος η Ε.Ε. τη δυνατότητα που έχει να περιορίζει τα δικαιώματα κατ’ έτος μέσω του “Μηχανισμού Αποθέματος Σταθερότητος”. Ασφαλώς απαιτείται η συναίνεση της Ε.Ε., η οποία δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όμως η Ελλάδα θα πρέπει να το ζητήσει, όπως έχει δικαίωμα. Περιβαλλοντικό κόστος κατ’ ουσίαν δε θα υπάρχει, μια που η ύφεση θα οδηγήσει σε μείωση 8% των ρύπων για φέτος! (Eκτίμηση International Energy Agency).
Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να λειτουργήσει και μια αλλαγή στη φορολογία, με επιτάχυνση των αποσβέσεων. Η Ελλάδα, η χώρα με τη μεγαλύτερη ανάγκη επενδύσεων, έχει σήμερα το δυσμενέστερο για τις επενδύσεις καθεστώς αποσβέσεων στην Ευρώπη! (Απόσβεση μηχανολογικού εξοπλισμού εντός 10ετίας). Μελέτη του ΙΟΒΕ αποδεικνύει ότι μια πολιτική επιτάχυνσης των αποσβέσεων, πέραν της ενίσχυσης των επενδύσεων που θα επιφέρει, αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια φορολογικών εσόδων της πρώτης χρονιάς σε βάθος τριετίας, καθώς ουσιαστικά πρόκειται για μετάθεση του φορολογικού βάρους για αργότερα.
Τα ανωτέρω ζητήματα δεν απασχολούν ως σήμερα ιδιαίτερα το δημόσιο διάλογο. Κατ’ αυτή την έννοια πρόκειται για “ελέφαντες στο δωμάτιο”. Όσο συντομότερα τους δούμε, τόσο αποτελεσματικότερα θα δράσουμε.
άρθρο του Μανούσου Βολουδάκη στο capital.gr