Ο Τύπος προ μνημονίου ήταν επιεικής και συγκαταβατικός ως προς τους διαφημιζόμενους πελάτες, επειδή τα έσοδα από τις διαφημίσεις ήταν αρκετά, ώστε να φθάνουν για τους μισθούς των δημοσιογράφων και λοιπών δαπανών να περισσεύουν δε, ώστε να κάνουν τους εκδότες πλούσιους. Τη μεγαλύτερη προσφορά την παρείχε το πολιτικό κατεστημένο. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες του Τύπου τον χρησιμοποιούσαν ως προσοδοφόρο εργαλείο πουλώντας τους αναγνώστες τους στους πολιτικούς, οι οποίοι ήταν οι μεγαλύτεροι πελάτες τους. Ηταν η περίοδος, κατά την οποία ο κλάδος του Τύπου γοητευμένος από την οικονομική ευρωστία ελάχιστη σημασία έδινε στην ενημέρωση.
Τώρα, που την περίοδο της οικονομικής κρίσης τα έσοδα από τις διαφημίσεις έχουν δραστικά μειωθεί, όχι διότι οι διαφημιζόμενοι χάθηκαν, αντιθέτως έχουν πληθύνει, αλλά διότι δεν πληρώνουν, συμβαίνει οι εφημερίδες και όλα τα Μ.Μ.Ε. να κοστίζουν περισσότερο απ’ όσα βγάζουν. Η κατάσταση αυτή δεν είναι άμοιρος της “αιχμαλωσίας” των δημοσιογράφων στις απαιτήσεις των διευθυντών ή των ιδιοκτητών τους, οι οποίοι με τη σειρά τους κατευθύνονται από άλλους οικονομικούς παράγοντες ή την εξουσία. Οι παλαιοί δημοσιογράφοι πολλά έχουν να θυμούνται τότε που στις μεγάλες εφημερίδες λειτουργούσαν οι “αίθουσες σύνταξης” και πώς παίρνονταν οι αποφάσεις. Ετσι ώστε ο αναγνώστης να αργεί να συνειδητοποιήσει ότι του γίνεται πλύση εγκεφάλου και να μην μπορεί να ξεχωρίσει ποιον να εμπιστευτεί και πού βρίσκεται η αλήθεια, στο ένα άκρο, στο άλλο ή στη μέση.
Οι πολίτες προβληματίζονται απ’ τις “ποιοτικές γραφίδες” που με επεξεργασμένες αναλύσεις προσπαθούν να προβάλουν τις απόψεις τους, ότι κάθε τι που προκαλεί συναισθήματα αποστροφής δεν είναι απαραίτητα και αποκρουστικό, ότι η επιβολή της βίαιας προσαρμογής του δημόσιου βίου στις επιταγές των πιστωτών μπορεί να θεωρηθεί εθνική επιταγή και ότι δύναται να ζει κανείς μακροπρόθεσμα σε συνθήκες διαφορετικές από αυτές που είχε συνηθίσει. Ιδεοληψίες και πολιτικές συνταγές που αποκλίνουν από την πραγματικότητα και δεν αντέχουν τη βάσανο της κριτικής.
Αυτή η τακτική του γραπτού λόγου δεν συμβαίνει στα “Χανιώτικα νέα” όπου η επιλογή των θεμάτων σχολιασμού της επικαιρότητας είναι στη διακριτική ευχέρεια του κάθε συνεργάτη των, ανεπηρέαστα και αυτό συντελεί ώστε η εφημερίδα να τύχει αποδοχής σε ευρύ αναγνωστικό κοινό εντός της πόλης των Χανίων και εκτός των συνόρων του Νομού. Ο απαιτητικός αναγνώστης βρίσκει σε γενικές γραμμές την ελεύθερη έκφραση όλων των απόψεων χωρίς κομματικό φανατισμό, έτσι ώστε να εκτιμά ο ίδιος την πραγματικότητα. Και είναι κάθε μέρα ο ίδιος να ανανεώνει την εμπιστοσύνη του και γιατί όχι να μην τη μεταδίδει και αλλού προσελκύοντας νέους αναγνώστες.
Ευελπιστούμε ότι συνεχώς θα αυξάνονται οι αναγνώστες των Χ.Ν. για να εμπλουτίζουν σε πραγματικό χρόνο τις γνώσεις τους σε όλα όσα διαδραματίζονται στην επικαιρότητα, αλλά και σε όλο το φάσμα των εκδηλώσεων της τοπικής κοινωνίας και κυρίως στις δραστηριότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εχει σημασία να λέει ο κάθε πολίτης “το διάβασα στην τάδε εφημερίδα”. Ξαναγοράζοντάς την ανανεώνει την εμπιστοσύνη του προς αυτήν, χωρίς να αμφισβητεί την πολιτική αξιοπιστία της.
Η εφημερίδα δεν θα πεθάνει όσο θα υπάρχουν μερικοί να γράφουν όχι μόνο για τους ιδιοκτήτες της, αλλά και για τα ζώντα κοινωνικά και άλλα προβλήματα της επικαιρότητας.
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.