«To μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να αλλάξει και από ομολογιακό να γίνει μάθημα της γνώσης των θρησκειών. Είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους. Δεν χωρούν “ναι μεν, αλλά” σε αυτά τα θέματα» δήλωσε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Θανάσης Θεοχαρόπουλος, μιλώντας στο ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ της ΕΡΤ.
Συμπλήρωσε «όμως, δεν βλέπω να στηρίζεται αυτή η θέση από τα μέλη της σημερινής κυβέρνησης, ενώ ο κυβερνητικός εταίρος, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ τάχθηκε με τη θέση της Εκκλησίας για διατήρηση του υφιστάμενου πλαισίου για το μάθημα των θρησκευτικών, ενώ ταυτόχρονα εκπρόσωποι των ΑΝΕΛ κατηγορούν τον υπουργό ως ρατσιστή και το αντίθετο. Μιλάμε για δύο κυβερνητικούς εταίρους που δεν έχουν καμία συνοχή και καμία προγραμματική σύνδεση». Τόνισε ακόμη πως «η κυβέρνηση δυστυχώς δεν προχωρεί όπως θα έπρεπε στον διαχωρισμό των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους, όπως φάνηκε και στις προτάσεις της για συνταγματική αναθεώρηση. Ταυτόχρονα, πρέπει ο κ. Φίλης να σταματήσει εδώ και τώρα την απαξίωση του ρόλου της εκκλησίας, να προωθήσει τον απαραίτητο διάλογο στα παραπάνω θέματα και όχι την τεχνητή πόλωση και την σύγκρουση, όπως για παράδειγμα να φέρνει θέματα για το ποιος ήταν ο ρόλος της εκκλησίας στην κατοχή, προκαλώντας σύγκρουση με τον αρχιεπίσκοπο και την εκκλησία. Είναι δυνατόν όταν προσπαθείς να λύσεις ένα τέτοιο θέμα να προχωρείς σε συγκρούσεις τέτοιου τύπου; Το διχαστικό κλίμα δεν βοηθάει στον διάλογο κράτους – εκκλησίας».
Ερωτηθείς για τις τηλεοπτικές άδειες είπε πως «στο θέμα των αδειών η κυβέρνηση εγκλωβίστηκε σε ένα λάθος. Βεβαίως χρειαζόταν να μπει τάξη σε ένα άναρχο τηλεοπτικό πεδίο και αυτό έπρεπε να γίνει και νωρίτερα. Αλλά δεν μπαίνει τάξη, με μόνο κριτήριο το χρήμα. Διαφωνώ με το να καθορίζεται κεντρικά και αυθαίρετα ένας αριθμός αδειών, τεσσάρων, να μένουν έξω μέσω βιώσιμα ΜΜΕ, να οδηγούνται στην ανεργία εκατοντάδες εργαζόμενοι».
Εξήγησε, ότι «η κυβέρνηση έπρεπε να βάλει ένα όριο, ένα κατώτατο ποσό, και όχι να δημιουργήσει αυτή την κατάσταση, και σήμερα να έχουμε τις σοβαρές παρενέργειες μιας λανθασμένης απόφασης, θα πρέπει τώρα να υπάρξουν ξεκάθαρες και τολμηρές αποφάσεις, για να προχωρήσουμε μπροστά. Πρέπει να περιμένουμε αρχικά τις αποφάσεις του ΣτΕ και τις διαδικασίες ελέγχου, όπως του πόθεν έσχες. Πέραν αυτού όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν μπορεί να μείνουν απ’ έξω βιώσιμοι σταθμοί που μπορούν να λειτουργήσουν, έχει γίνει ένας διαγωνισμός, έχουν ληφθεί κάποια χρήματα, θα πρέπει να υπάρχει μια ρύθμιση, σε συνεννόηση και με όσους έχουν κερδίσει τον διαγωνισμό και με όσους έχουν μείνει απ’ έξω. Συνεννόηση, στην οποία να συμφωνήσουν όλοι για να μην κλείσει κανένας σταθμός και να πάρουν άδεια όσοι πληρούν βασικά κριτήρια».
Πρότεινε διαρθρωτικές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις για την υπέρβαση της κρίσης, λέγοντας «έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις – τομές στο παρελθόν, όπως το ΕΣΥ, το ΑΣΕΠ, τα ΚΕΠ, παραδείγματα τέτοια αυτούς τους 20 μήνες δεν έχουμε ούτε ένα. Υπήρξαν όμως και παθογένειες στη συνέχεια στη λειτουργία τους. Σήμερα, όχι μόνο δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις, αλλά αναπαράγονται και διογκώνονται οι παθογένειες του παρελθόντος».
Πρότεινε:
– Μείωση δαπανών και σπατάλης πόρων σε κάθε τομέα πολιτικής, όχι από μείωση μισθών αλλά από καταπολέμηση της σπατάλης.
– Αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου καυσίμων που δεν καταπολεμάται, με αποτέλεσμα να χάνονται πάνω από 1 δισ. ευρώ το χρόνο, ενώ είναι έτοιμο το σύστημα εισροών – εκροών εδώ και τόσους μήνες.
– Λειτουργία διαγνωστικών – θεραπευτικών πρωτοκόλλων στην υγεία για καταπολέμηση της σπατάλης.
– Ηλεκτρονική διασύνδεση όλων των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς χάνονται ανθρώπινες εργατοώρες και άλλοι πόροι λόγω της γραφειοκρατίας.
– Παραγωγική ανασυγκρότηση και περιφερειακή ανάπτυξη. Αξιοποίηση σε παραγωγικές επενδύσεις π.χ. του αγροτικού ΕΣΠΑ που είναι 6 δισ. την επόμενη 7ετία.