«Που δεν σας αχολόγησε το βροντερό της φήμης και μένετε αλειτούργητοι στην εκκλησιά της μνήμης».
Ενας από αυτούς τους ευγενείς νέους, που οι σπαραχτικές φωνές των παιδιών της Κρήτης και ο θρήνος των μανάδων από τις θηριωδίες των Τούρκων κατακτητών, είχαν φτάσει στα αφτιά των και είχαν βρει θέση μέσα στη καρδιά τους, ήταν και ο Βασίλειος Παλαμάς αδελφός του πατέρα του ποιητή Κωστή Παλαμά. Ο ίδιος ο ποιητής γράφει: «Παιδάκι, στο δάσκαλο που στάθηκε μπροστά μου, φοβερίζοντάς με με τη βέργα, μίλησα, παιδάκι εγώ πολύ ντροπαλό, κι ολότελα σιγαλό, μίλησα και είπα: -Δάσκαλε, μη με χτυπάς: Θα πάω να πολεμήσω και να σκοτωθώ στην Κρήτη! Μου άναβε τη φαντασία, ο ηρωικός θάνατος του υπολοχαγού, του θείου μου, κομματιασμένου από τον Τούρκο σε μια συμπλοκήν, που ηρωικά αντιστάθηκε, και κρατώ και ξεφυλλίζω κάποτε και πότε το βιβλίο του Γάλλου ανώνυμου φιλέλληνα, στην Κρήτη εθελοντής, απομνημονεύει εκεί τα συμβάντα και σ’ ένα κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρει το τέλος του πολεμικού προγόνου μου».
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
«Για την ημέρα εκείνη θυμούμαι μόνο πως το σπίτι μας έξαφνα και μονομιάς έγινε σκοτεινότερο κι ακόμα πιο σιωπηλό, όμως ποτέ λυπητερότερος θόρυβος δε θυμούμαι να τάραξε τη μακαριστή γαλήνη του πατρικού μου σπιτιού …Ενας πίσω από τον άλλο, πρόβαλλαν κάποτε ανεβαίνανε δυό δυό μαζί… Οταν τελείωσαν τ’ ανεβοκατεβάσματα, με τον πατέρα μόνος ένας έμεινε, ο ένας ο δικός του, ο υποταχτικός του, ο μόνος που τον άφηνε καμιά φορά να του συντροφεύη την ασυντρόφευτη μοναξιά. Και θυμούμαι τότε πως άκουσ’ αυτά:
– Διδάσκαλε, πώς έγινε το κακόν;.
– Έπεσεν εις την μάχην. Τους περικύκλωσαν οι τακτικοί του Μουσταφά. Οι άλλοι εξ ανάγκης παρεδόθησαν. Αυτός ετράβηξεν εμπρός, εμπρός ίσα προς τας τάξεις του εχθρού. Δεν ήθελε να αιχμαλωτισθή. Τον πρώτον στρατιώτην που συνήντησε τον εκτύπησε. Και τον εκρεούργησαν. «Πως εχάθη!». «Ως μάρτυς».
…Ποιος είταν ο χαμένος; Ποιος ο μάρτυς; Είταν ο θείος μου, ο νεώτερος αδερφός του πατέρα»..
Ο ήρωας μας Βασίλης Παλαμάς ήρθε στην Κρήτη εθελοντής στο σώμα του συνταγματάρχη Π. Κορωναίου που έφτασε στο νησί στις 24 Σεπτεμβρίου 1866.
Διαβάζοντας τον ιστορικό Βασίλειο Ψιλάκη μαθαίνουμε ότι στις 16 Ιανουάριου 1867 μία από τις μάχες με σημαντικές απώλειες, η μάχη του Καμαριώτη, φονεύθηκαν περίπου 15 από τους εκλεκτότερους αγωνιστές, ο στρατιωτικός ιατρός I. Βασιλείου, ο οπλαρχηγός Π. Ντεντιδάκης και ο αξιωματικός Βασίλης Παλαμάς ο οποίος κατακρεουργήθη: «…αλλ’ εδώ επανελήφθη την 16ην (Ιανουάριου 1867) του μηνός η μάχη με περισσότερον πείσμα, παραταθείσα μέχρι της νυκτός, δι’ αυτό και η μάχη αυτή ωνομάσθη μάχη του Καμαριώτη, και είναι από τας σπουδαιοτέρας της επαναστάσεως και δια την διάρκειαν των αγώνων και δια τας σημαντικάς απώλειας των αγωνιστών. Διότι εξ αυτών εφονεύθησαν μεν περίπου 15 από τους εκλεκτοτέρους, μεταξύ των οποίων ο στρατιωτικός ιατρός Βασιλείου της σημαντικής οικογένειας των Βασιλείου της Ερμιονίδος, ετραυματίσθησαν δε όχι ολίγοι, μεταξύ των οποίων θανασίμως εις τον μηρόν ο θαυμασίως όπως πάντοτε αγωνισθείς αρχηγός Μαλεβιζίου και Τεμένους Παυλής Ντεντιδάκης, ο οποίος μεταφερθείς εις Κράναν Μυλοποτάμου απεβίωσεν εις ηλικίαν 38 ετών, συνελήφθη δε αιχμάλωτος ο αξιωματικός Β. Παλαμάς, ο οποίος κατεκρεουργήθη».
Από τον Κριάρη Παναγιώτη διαβάζουμε: «Ημείς θρηνούμεν 25 φονευθέντας και πληγωθέντας, εν οις τον ήρωα I. Βασιλείου, στρατιωτικόν ιατρόν, ηρωικώς πεσόντα εις τους πόδας της ημετέρας σημαίας, τον οπλαρχηγόν Π. Ντεδιδάκην Κρήτα θανασίμως πληγωθέντα, και τον υπολοχαγόν της οικονομίας Β. Παλαμάν, συλληφθέντα και βαρβάρως μεληδόν κατακοπέντα».
Το κλίμα που επικράτησε μετά τη θυσία του Αρκαδίου και τις ωμότητες των Τούρκων, αφύπνισαν τους λογίους της Ευρώπης όπως τον μεγάλο ανθρωπιστή Βίκτωρα Ουγκώ και διαβάζουμε από τον Κωστή Παλαμά: «Αλλ’ ο Βίκτωρ Ουγκώ από τους βάθους της εξορίας του δεν ελησμόνει τους αδικούμενους, και αντί ασμάτων συνέτασσε προκηρύξεις και απηύθυνεν επιστολάς. Γνωστή είναι η κατά τον Αύγουστον του 1856 επιστολή του προς τον κ. Ρηγόπουλον. Αλλ’ ιδίως οι αγώνες της Κρήτης εύρον παρ’ αυτώ τον ένθερμον προασπιστήν και κήρυκα. Κατά Φεβρουάριον του 1867 εις την προκήρυξιν των επαναστατών Κρητών απαντά, ως εν ονόματι της ελευθερίας, ο γηραιός εξόριστος της Γκερνεσέυ. Η επισημοτάτη των επιστολών αυτού είναι η κατά τον Φεβρουάριον του 1869 απευθυνθείσα προς τους Αμερικανούς, δι’ ης προσεκάλει εκείνους να σπεύσωσιν εις βοήθειαν της Κρήτης. “Κατά τον 18ον αιώνα η Γαλλία απελευθέρωσε την Αμερικήν, κατά τον 19ον αιώνα, οποία μεγαλοπρεπής ανταπόδοσις, η Αμερική να ελευθερώση την Ελλάδα! Αμερικανοί, χρεωστείτε προς ημάς το μέγα εκείνο χρέος, την Ελευθερίαν! Ελευθερώσατε την Ελλάδα, και σας απολλάττομεν αυτού. Να το πληρώσετε εις την Ελλάδα, είναι ως να το πληρώσετε εις την Γαλλίαν!”. Εκτοτε πολλάκις μέχρι των τελευταίων αυτού ημερών το όνομα της Ελλάδος εξήλθε πανηγυρικώς υπό των χειλέων του».
Ιδού και μία απάντηση του V. Hugo εις μία επιστολή των επαναστατών: «Φεβρουάριος 1867. Γράφοντας αυτές τις γραμμές, υπακούω σε μια εντολή που μου ήρθε από ψηλά, μια εντολή που αποστολέας της είναι η ίδια η αγωνία. Έλαβα από την Ελλάδα μια δεύτερη έκκληση. Πήρα ένα γράμμα από το στρατόπεδο των εξεγερμένων, από τον Ομαλό, στην επαρχία Κυδωνίας, ένα γράμμα βαμμένο στο αίμα των μαρτύρων, γραμμένο μέσα στα ερείπια, μέσα στους νεκρούς, μέσα στην τιμή και την ελευθερία.{…} Μου λέει: “Συνέχισε αυτό που άρχισες. Συνεχίζω, λοιπόν, κι αφού το θέλει η ετοιμοθάνατη Κρήτη, ξαναπαίρνω το λόγο{…} Η λέξη Αρκάδι είναι γνωστή, ελάχιστα γνωστά όμως είναι τα γεγονότα. Ιδού, λοιπόν, οι ακριβείς και σχεδόν άγνωστες λεπτομέρειες. Στο Αρκάδι, τη μονή που ίδρυσε ο Ηράκλειος στο όρος Ίδη, 16.000 Τούρκοι επιτίθενται σε 197 άντρες και 543 γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι έχουν 26 κανόνια και 2 ολμοβόλα, οι Έλληνες μόνο 240 τουφέκια. Η μάχη διαρκεί δύο μέρες και δύο νύχτες. 1.200 μπάλες τρυπούν το μοναστήρι, ένας τοίχος γκρεμίζεται, μπαίνουν μέσα οι Τούρκοι, οι Ελληνες συνεχίζουν τη μάχη, 150 τουφέκια είναι εκτός λειτουργίας, μάχονται άλλες έξι ώρες στα κελιά και στις σκάλες, στην αυλή κείτονται 2.000 πτώματα{…}Δε μένει πια παρά μία οχυρωμένη αίθουσα, η αποθήκη των πυρομαχικών{…} Μια τρομερή έκρηξη έρχεται σε βοήθεια των ηττημένων, η αγωνία γίνεται θρίαμβος, και το ηρωικό μοναστήρι που πολέμησε σαν φρούριο πεθαίνει σαν ηφαίστειο. Τα Ψαρά δεν είναι πιο επικά, το Μεσολόγγι δεν είναι πιο υπέροχο. Αυτά είναι τα γεγονότα.{…}».
Δυο μήνες μετά τα τραγικά γεγονότα του Αρκαδίου, υπερευαισθητοποιημένος ο Βασίλειος Παλαμάς, βάδισε συνειδητά μπροστά στη μάχη. Ο πόνος της ψυχής του ήταν μεγαλύτερος από τον πόνο της πληγής. Ο δικός μας Βασίλης Παλαμάς, δικός μας γιατί, όλος, κόκκαλα, σάρκες, σκορπίστηκαν στην κρητική γη, τη δαφνοφυτεμένη. Όπου η γη αυτή τον αγκάλιασε, έγινε παιδί της, δαφνοστεφανομένο. Για μας ναός να ψάλλομε τη θυσία του για το άδικο της σκλαβιάς και για το δίκιο της λευτεριάς. Όπως κομματιάστηκαν τα παιδιά, οι μανάδες, οι νέοι, οι γέροντες του Αρκαδιού, κομματιάστηκε και ο εθελοντής μας. Και γίνανε ομάδι στης δόξας τους το θρόνο.
Αντί επιλόγου παραθέτουμε το ποίημα “Ο πληγωμένος εθελοντής” του Σοφοκλή Καρύδη: Χρυσά πουλάκια, που ψηλά περήφανα πετάτε!/ Κρατήστε τα φτεράκια σας, αν ς’ την Ελλάδα πάτε,/ να φέρτε προσκυνήματα ς’ τη μάνα μ’ εκεί πέρα…/ Δεν έχω παρά μια φτωχή ο άμοιρος μητέρα…/ Θα την ευρήτε ς’ το γιαλό με μάτια βουρκωμένα,/ όσα καράβια έρχουνται, να ερωτά για μένα…/ Ειπέτε της, πως την πονώ και πως την συλλογούμαι,/ και κάποτε ς’ τον ύπνο μου την βλέπ’, όταν κοιμούμαι/ πέτε της πως δεν πέθανα, πως είμαι λαβωμένος/ και πως τη νύχτα κάθουμαι σκοπός αρματωμένος…/ Πως το φεγγάρι έπιασα μόνο και μόνο φίλο,/ μια καλησπέρα με αυτό εχθές για να της στείλω…/ Πέτε της να μην καρτερή, πουλιά μου, το παιδί της,/ όσο πατούν Αγαρηνοί τα χώματα της Κρήτης…/ Της Κρήτης είμαστε παιδιά εδώ που πολεμούμε,/ η Κρήτη είναι μάνα μας, γη αυτή θα σκοτωθούμε./ Κι αν της πουν πως έπεσα, σαν μάνα, ας με κλάψη/ κ’ ένα κερί ς’ την εκκλησιά ας πάγη να μ’ ανάψη./ Πέτε της, όντας μούδωκε, πουλιά μου, την ευχή της,/ να μην αφήσ’ ωρκίσθηκα τα χώματα της Κρήτης,/ αν δεν την δούμ’ ελεύθερη, ή να ταφούμε όλοι…/ Είνε γλυκό, ειπέτε της, ς’ τον πόλεμο το βόλι,/ και του παιδιού ο θάνατος ‘ς τη μάνα πανηγύρι/ γιατί δοξάζει και τιμά και μάνα του και κύρη…/ Όσο γυναίκες και παιδιά οι Μουσουλμάνοι σφάζουν,/ Και οι αντίχριστοι φωτιά ς’ ταις εκκλησιαίς μας βάζουν,/ να έχω την κατάρα σου! Να μην γυρίσ’ οπίσω!/ Το χέρι μ’ από τ’ άρματα αν μια στιγμή αφήσω./ Ψυχαίς, π’ αγκαλιασθήκατε εις του Βαφέ τη μάχη!/ Τον ένδοξό σας θάνατο ζηλεύω να μου λάχη…/ Πουλιά μου! Φίλοι μου πολλοί εκεί θα σας ρωτήσουν./ Πέτε τους, όσοι έρχουνται εδώ να πολεμήσουν,/ έχουν το βράχο στρώμα τους, το χιόνι πάπλωμά τους,/ τον καταρράχτη σκέπασμα και φλόγα την καρδιά τους…/ Την πείνα και την αγρυπνιά την συνειθίσαμ’ όλοι/ και σβένουμε τη δίψα μας ς’ ταις μάχαις με το βόλι./ Πουλιά μου, χαιρετήστε τους κι αυτούς από τα μένα,/ και πέτε τους να μη θαρρούν πως βρίσκουμαι σε ξένα…/ Τι άλλο να ζητήσουμε μπορούσαμ’ εδώ πέρα;/ Αρνήθηκες ποτές νερό και χόρτο, σαν μητέρα,/ ή τάφος ς’ όποιον έρχεται να την ελευθερώση;/ Τι άλλο ημπορούσ’ εδώ σε πόλεμο να δώση;/ Αν μερικοί ατίμασαν προχθές το όνομά τους/ και παραδώκανε τυφλοί ς’ τον Τούρκο τ’ άρματά τους,/ τέτοιοι προδότες Έλληνες ποτέ δεν έχουν αίμα,/ παρά των Τούρκων όλοι τους είν’ γέννημα και θρέμμα./ Εάν κανέναν απ’ αυτούς, πουλιά μου, απαντήστε,/ είνε αφωρισμέν’ η γη που στέκουν!… μην καθήστε!/ Κηρύξετε πουλάκια μου, αυτό που θενά πάτε,/ κι όσους μας στέλνουνε τροφή και βόλια χαιρετάτε,/ κ’ ειπέτε τους, κανένας μας πώς δεν θενά γυρίση,/ αν ο εχθρός ελεύθερη την Κρήτη δεν αφήση…/ Αν πέση όλων μας εδώ τα κόκκαλ’ ας σηκώσουν/ και ς’ άλλη γη ελεύθερη ας πάγουν να τα χώσουν…/ Μια χάρη σας ζητώ στερνή, ελεύθερα πουλιά μου!/ Αν πεθαμένη εύρετε την άμοιρη γριά μου,/ εις τα χρυσά σας τα φτερά τα δάκρυα μου κρατήστε/ και με αυτά το μνήμα της το άγιο ραντίστε…/ Πηγαίνετε, χρυσά πουλιά, και αν ξαναπεράστε,/ στον τάφο ‘δω του φίλου σας για μια νυχτιά κουρνιάστε.
• Κωστής Παλαμάς, “Απαντα”, τόμοι 4, 9, 12, 15 Eκδόσεις Μπίρης.
• Βασίλειος Ψιλάκης “Ιστορία της Κρήτης”, τόμος 4.
• Παναγιώτης Κριάρης “Ιστορία της Κρήτης από αρχαιοτάτων χρόνων”.
• “Η Κρήτη, Ένας λαός αντιστεκόμενος, ένα σύμπαν μυθικό, Εκδόσεις ΓΙΑΛΛΕΛΗ.
• “Οι εραστές της Λεφτεριάς”, Ευαγγελία Νικολακάκη – Μανιουδάκη.