Η Τζούλια και ο Κώστας θέλανε να βγάλουνε λεφτά, πολλά λεφτά.
Στην αρχή η Τζούλια έψαχνε και διάβαζε στον Κώστα τα πάντα γύρω από έναν Έλληνα “Κροίσο”.
Του διάβαζε αποσπάσµατα για ώρες ατελείωτες.
Του διάβαζε τόσο πολύ που οι παράδοξοι ήχοι από τη φωνή της Τζούλιας άρχισαν να τρυπάνε τα αυτιά του Κώστα.
– Βρε Τζούλια, καλά τα διαβάσµατα, αλλά λεφτά πώς θα βγάλουµε;
– Πρέπει να µάθεις από που ξεκίνησαν και πώς λειτουργούσαν οι “κροίσοι”, του απάντησε.
Υπέµενε στωικά τη µοίρα του ο Κώστας και η Τζούλια συνέχισε να διαβάζει.
– Μ’ αγαπάς;
– Σ’ αγαπώ, αλλά λεφτά δεν έχω.
– Μου φτάνει που µ’ αγαπάς και σου αρέσουν αυτά που σου διαβάζω.
Το παράφορο πάθος και ο έρωτας είχαν κυριεύσει τη Τζούλια.
Ήταν 25 ετών και το βράδυ στο κρεβάτι τού διάβαζε µέχρι να αποκοιµηθούν.
Όλο διάβαζε και διάβαζε η Τζούλια.
– Τα θυµάσαι αυτά που σου διάβασα σήµερα; ρώτησε ένα βράδυ τον Κώστα.
– Βέβαιαααααα…, της απάντησε µελαγχολικά.
– ∆ε νοµίζω, δε σε πιστεύω, πάµε στην κρεβατοκάµαρα να στα ξαναδιαβάσω.
Και ξεκίνησε να διαβάζει από την αρχή η Τζούλια.
Ο Κώστας δεν αισθανόταν πολύ καλά.
Ήταν βλέπεις που είχε ξαπλώσει και νηστικός…
– Καλά, θα βγάλουµε πολλά λεφτά, του λέει κατά τις 4 τα ξηµερώµατα. Κώστα, κοιµήθηκες;
Οι µέρες περνούσαν και το παράφορο πάθος είχε κυριεύσει τη Τζούλια.
Ξεχνούσε να πλυθεί, ξεχνούσε να µαγειρέψει. Τι να µαγειρέψει;
Όλο έκανε σχέδια για το µέλλον τους η Τζούλια, όλο έκανε όνειρα και συνέχεια διάβαζε.
Πού τα έβρισκε όλα αυτά µε τον διάσηµο “κροίσο”;
Εκεί ξοδεύει τα λεφτά µου; αναρωτήθηκε ο Κώστας.
– Σ’ αγαπώ, εσύ µ’ αγαπάς;
– Πάρα πολύ!
Τελευταία, κάθε πρωί η Τζούλια έβγαινε από το σπίτι για δύο ακριβώς ώρες.
– Πετάγοµαι να ψωνίσω, του έλεγε.
Ήταν τόσο εκνευρισµένος ο Κώστας που ποτέ δεν παρατηρούσε ότι δεν κρατούσε τίποτα όταν επέστρεφε στο σπίτι.
Κάθε πρωί από τις 11 µέχρι τη 1 το µεσηµέρι.
Μόλις επέστρεφε στο σπίτι άρχιζε αµέσως να διαβάζει για τον διάσηµο “κροίσο”,
– Θα βγάλουµε πολλά λεφτά, θα δεις, έχε µου εµπιστοσύνη.
– Σου έχω αγάπη µου απόλυτη εµπιστοσύνη, έλεγε µηχανικά ο Κώστας.
Είχαν ήδη συµπληρώσει 50 ηµέρες. Ο Κώστας είχε να βγει από το σπίτι 50 ηµέρες. Αλλά της είχε απόλυτη εµπιστοσύνη. Ήξερε και αυτός ότι θα γίνουν πολύ πλούσιοι. Είχε ταλέντο να βγάζει λεφτά η Τζούλια, αλλά ξεχνούσε να µαγειρέψει.
Και κάθε πρωί στις 11 έφευγε από το σπίτι και έλειπε για δύο ώρες.
Ταλεντάρα η Τζούλια.
«Είναι υψηλή τέχνη να µπορείς να βγάλεις λεφτά», µονολογούσε στο σπίτι µοναχός ο Κώστας.
Τελευταία είχε αρχίσει βέβαια να µην ακούει καλά.
Τι σηµασία είχε αυτό, αφού θα γίνονταν πλούσιοι… Η ώρα είχε πάει 3 το µεσηµέρι. Η ώρα πήγε 7 το βράδυ. ∆εν είχε φανεί η Τζούλια.
Στις 10 το βράδυ σηκώνεται από τον λήθαργο ο Κώστας, ντύνεται, ανοίγει την πόρτα, βγαίνει τρέχοντας και φωνάζει «Γλύτωσα· πάω να φύγω, είµαι λεύτερος».