Μόλις πούλησαν το παλιό αρχοντικό των παππούδων που χρόνια αγωνίστηκαν οι γονείς να κρατούν ανοιχτό, για να κρέμονται κολλαριστές στα ψηλά παράθυρα οι κοφτές κουρτίνες με τ’ αγγελάκια, για να ’ναι πάντα στιλπνά και καλο-ξεσκονισμένα τα σκαλιστά του έπιπλα εποχής! Πήγαν τα παιδιά κι υπέγραψαν τα συμβόλαια με την εταιρία που το αγόρασε μισοτιμής, για να το κάνει πανσιόν πολυτελείας, πήραν το μερίδιο τους κι έφυγαν γοργά, τρίβοντας τα χέρια όλο χαρά, που δεν θα ’χουν να πληρώνουν στο εξής, ρεύμα, νερό, τηλέφωνα, έξοδα συντήρησης, κληρονομικά, κι εφορίες να δουν τα μάτια σου…
Αποφάσισαν να νοικιάσουν το εξοχικό, μπας και βγάλουν καμμιά δραχμή για να γλυτώσουν τα πάγια κι όλα τα πήγαινε – έλα που τους στοίχιζαν σε κόπο, χρόνο και βενζίνη. 20 χρόνων οικονομίες κι ένα εφάπαξ είχαν πέσει εκεί μέσα, με μόνο σκοπό να έχουν ένα δεύτερο σπίτι στη φύση και στο καθαρό αέρα, να βάζουν και κανένα φασολάκι ή πιπεριά για να καλύπτουν κάποια έξοδα! Έστησαν μια πυρά στη μέση της αυλής έκαψαν ό,τι δεν χρειαζόταν -για να μην τα δουν να κάνουν φτερά- κι ελπίζοντας πως θα παίρνουν που και που κανένα ενοίκιο, αποχώρησαν αλαφρωμένοι, χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν ούτε μια φορά πίσω…
Πήγε το αμάξι στην μάντρα, του είπαν πως μόνο για παλιοσίδερα κάνει -μη περιμένει και πολλά-πολλά, δηλαδή!- κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά κι αποχώρησε με τα πόδια, παρηγορώντας τον εαυτό του στη σκέψη πως το βάδισμα κάνει καλό στην υγεία, πως δεν πειράζει που θα πηγαίνει περπατώντας στη δουλειά -κάθε μέρα δυο χιλιόμετρα απόσταση- αρκεί να μην τον διώξουν και να του δίνουν κατιτί να πορεύεται…
Εκλεισε τη ζημιογόνο επιχείρηση που της έφαγε το σπίτι κι όλες της, τις οικονομίες! Προσπαθώντας να ξεχάσει τα δέκα χρόνια που χρειάστηκε να τη στήσει, και για να μην αποτρελαθεί τελείως, έβαλε φακιόλι στα μαλλιά και φουστάνι λουλουδάτο και σαν τις παλιές τις χίπισσες τη βγάζει στην ακτή, κάτω από ένα αντίσκηνο… Για το πως θα πορευτεί μόλις χειμωνιάσει, ούτε που το σκέφτεται! Στην ανάγκη καλά είν’ και τα παγκάκια…
Πτυχιούχος με μάστερ και δοκτορά που στοίχισαν στην οικογένεια τη πλαγιά στο χωριό που φιλοξενεί εδώ και χρόνια συγκρότημα πολυτελών κατοικιών ξένων συμφερόντων, πήρε τη δουλειά με μέσο, κουβαλά τώρα με χάρη τους δίσκους στους λουόμενους της πισίνας, κι όλο σκύβει το κεφάλι κι όλο χαμογελά πλατιά, ειδικά όταν το… πουρμπουάρ αξίζει τον κόπο!
Λάτρης κι αυτή των βιβλίων και των Γραμμάτων! Αριστούχος στο σχολείο απ’ την πρώτη Δημοτικού! Αναγκάστηκε ν’ αφήσει τις σπουδές στην Φιλοσοφική λόγω οικονομικής δυσπραγίας, δουλεύει τώρα πωλήτρια σε κατάστημα, κι όταν έχουν αναδουλειά πέφτει με τα μούτρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για ξεκούραση και για να ξεσκάσει λιγάκι. Εξάλλου τι να το κάνει το πτυχίο; Για να το περιφέρει και να το επιδεικνύει εδώ κι εκεί, εκλιπαρώντας για δουλειά σαν εκπαιδευτικός; Κι έπειτα τι μας χρειάζεται η περίσσια μόρφωση, κι οι ατέλειωτες ώρες αποστήθισης άχρηστων πραγμάτων, αφού οτιδήποτε θελήσεις ο «μέγας δάσκαλος» μ’ ένα πάτημα κουμπιού θα να σου το παρουσιάσει έτοιμο και φιλτραρισμένο στην οθόνη σου επάνω;
Αρρώστησε ξαφνικά κι είδε όλες τις οικονομίες του να εξανεμίζονται μέσα σε λίγους μήνες σ’ ακριβά φάρμακα, θεραπείες, μεταφορικά και σε ξενοδοχεία. Σιτίζεται τώρα στα συσσίτια, προμηθεύεται τ’ απαραίτητα απ’ τα κοινωνικά παντοπωλεία, σαν τα πουλιά του ουρανού αναζητά καθημερινά τα προς το ζην κι ούτε που ενδιαφέρεται για το πώς και το γιατί έφθασε σ’ αυτό το σημείο! Φτάνει που ξεγέλασε τον χάροντα κι ακόμα βρίσκει κατιτί να φάει…
Είχε μικρό κομπόδεμα στην τράπεζα για τα γηρατειά της! Της δίνουν πλέον κατιτί με το σταγονόμετρο, ίσα – ίσα για να πορεύεται. Στην αρχή αγχώθηκε! Πώς θα πληρώνει τα φάρμακα, τη γυναίκα που τη φυλά; Πώς θα καλύπτει τα τρέχοντα έξοδα; Ύστερα ο νους της γύρισε στα παλιά, τότε που της έριξαν τα «στούκας» το πατρικό σπίτι κι είχε απομείνει με τα ρούχα που φορούσε μόνο! Γύρισε στα χρόνια εκείνα που αναγκάσθηκε να πάει εργάτρια στη Γερμανία… Τα κατάφερε κι επέζησε!! Γιατί να μην επιζήσει και τώρα; Πέρασαν βέβαια 70 χρονάκια από τότε, κι είναι πια ανήμπορη! Ε και τι να κάνουμε; Αν είναι το γραπτό μας, ας πάμε περίπατο μια ώρα αρχύτερα… Αιώνιοι δεν θα είμαστε!!
Τώρα που το χρήμα λιγόστεψε έγινε κυνηγός… ευκαιριών. Πού τη χάνεις, πού τη βρίσκεις μέσα στα μαγαζιά της φθήνιας ξημεροβραδιάζεται ν’ ανακατεύει στους σωρούς ρουχισμό των 4, των 6 ή των 9 ευρώ, να περιεργάζεται πραμάτεια στραπατσαρισμένη, να ρίχνει στο καλάθι τρόφιμα αμφιβόλου ποιότητας. Κάθε προσφορά δεκτή! Ούτε που ελέγχει ποιότητα κι ημερομηνίες λήξης. Αυτά θα κοιτάμε τώρα;
Καλός οικογενειάρχης! Άλλο ένα θύμα κι αυτός των καιρών μας! Του ήλθαν ανάποδα τα πράγματα και χρωστάει παντού. Απ’ το ενοίκιο του σπιτιού του, μέχρι τα τσιγάρα στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Έκοψε τις εξόδους, παρέδωσε τις πινακίδες του αμαξιού, έκλεισε το κινητό κι όλα τα μηχανήματα, περιόρισε το φαγητό, αρκέστηκε στα βασικά, αλλά πάλι λύση… δεν βρήκε! Πήρε και αυτός την οικογένεια, πήγε στη μάνα στο κορφοβούνι, κάνει τον αγρότη και μην τον είδατε…
Θα τα καταφέρει άραγε;
Ίσως όχι! Πιθανότατα να τον βρουν κι εκεί…
Θα του πάρουν τις δυο ελιές που του απόμειναν, και θα πει κι ευχαριστώ…
Κι αυτό επειδή κάποιοι μας θέλουν αμόρφωτους, άφραγκους, άστεγους, αφελείς πολίτες δευτέρας κατηγορίας και κάνουν το πάν για να το επιτύχουν!
Θα το δεχτούμε;
Όχι βέβαια!
Ώρα, λοιπόν, να παλέψουμε την ηττοπάθεια που μας έχει καταλάβει!
Ώρα ν’ αντιληφθούμε τι πραγματικά μας συμβαίνει, ν’ ανασυγκροτηθούμε και ν’ αναζητήσουμε λύσεις!
Στο χέρι μας είναι!
Εξάλλου μην ξεχνάμε, πως ποτέ δεν είν’ αργά!!