Ήθελα και να ανέβαινα πάνω στο Ψηλορείτη
και να αγναντέψω από ψηλά τις ομορφιές της Κρήτης.
Να ανέβαινα εις τις κορυφές και στα Λευκά τα Όρη
να βλέπω κάμπους και χωριά που δεν τα βλέπουν όλοι.
Εκεί να βρω τους αετούς που κτίζουν τη φωλιά τους
όπου πετούν ελεύθεροι μαζί με τα πουλιά τους.
Να δω το καθαρό νερό να βγαίνει απ’ την πηγή του
να κάτσω να ξεκουραστώ ώρες πολλές μαζί του.
Να ακούσω πέρδικας λαλιά να κράζει τα παιδιά της
χωρίς να ξέρει πως κανείς δεν βρίσκεται κοντά της.
Αν ο λαγός είναι ήρεμος εκεί ψηλά στα πλάγια
να μην φοβάται πως θα ρθούν του κυνηγού τα σκάγια.
Να δω τα χιόνια απάτητα λουλούδια αν εφυτρώνουνε
και αν έχουνε μοσχοβολιά να μην τα ξεριζώνουν.
Όμως το ξέρω πως δεν γίνεται εκεί ποτέ να πάω
να δω αυτά που σκέφτομαι και τόσο αγαπάω.
Μου είπανε πως και εκεί δεν έχει ηρεμία
τα ζώα τα ρημάξανε με τη λαθροθηρία
κι έτσι θα τα ’χω στο μυαλό θα πλάθω φαντασία
εκεί εις τις ψηλές κορυφές θα είναι πανδαισία
πως έχει αγριολούλουδα και πέρδικες πετούνε
και πεταλούδες όμορφες που εδώ κι εκεί γυρνούνε.