» Iris Murdoch (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg)
Πριν πιάσω στα χέρια μου το μυθιστόρημα αυτό, το έργο της Μέρντοχ μου ήταν άγνωστο. Την ήξερα ως όνομα, υποπτευόμουν τη σπουδαιότητά της, αλλά δεν είχα διαβάσει κάποιο βιβλίο της, παρότι αρκετά είχαν, παλιότερα κυρίως, κυκλοφορήσει. Η σχετικά πρόσφατη έκδοση του Θάλασσα, θάλασσα στο πλαίσιο της σημαντικής σειράς Aldina, σε μετάφραση-εγγύηση Αθηνάς Δημητριάδου, έμοιαζε ως η κατάλληλη αφορμή για να κλείσει, ή να ανοίξει για τα καλά, ένας ακόμα λογοτεχνικός λογαριασμός, ένας από τους αναπόφευκτα πολλούς αντίστοιχους, αλλά και γενικότερα μια ευκαιρία να επανέλθει το όνομά της στο αναγνωστικό προσκήνιο και να αναμετρηθεί με το παρόν, ώστε το έργο της να περάσει για τα καλά στην επικράτεια του κλασικού ή να περιπέσει από το ίδιο του το βάρος. Το Θάλασσα, θάλασσα κυκλοφόρησε το 1978, χρονιά κατά την οποία έλαβε και το βραβείο Booker, ένα βραβείο το οποίο μοιάζει να μου ταιριάζει αναγνωστικά και γενικά το εμπιστεύομαι, αντίθετα με άλλα.
«Η θάλασσα που απλώνεται μπροστά μου ενόσω γράφω λάμπει μάλλον παρά στραφταλίζει στην άτονη μαγιάτικη λιακάδα». Έτσι σκόπευε να ξεκινήσει ο Τσαρλς Άροουμπαϊ την καταγραφή των απομνημονευμάτων του. Μετά από μια πολύβουη ζωή στη βρετανική μητρόπολη, εκεί που γνώρισε την καταξίωση ως θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, ο Άροουμπαϊ αποσύρεται σε ένα απομονωμένο σπίτι κοντά στη θάλασσα. Διόλου αναπάντεχα, αποφασίζει να καταγράψει τα της ζωής του, σύμβαση αρκετά συχνή στη λογοτεχνία. Η απόφαση αυτή αποτελεί την πρώτη από μια σειρά από άμεσες ή έμμεσες πινελιές στον καμβά του χαρακτήρα του πρωτοπρόσωπου αφηγητή. Ένα αρκετά ισχυρό εγώ αναδύεται, το εγώ κάποιου που θεωρεί εαυτόν αρκούντως σημαντικό ώστε να του αναλογεί ένα μεμουάρ. Σχεδόν ταυτόχρονα με την απόφαση καταγραφής, ένα απροσδόκητο γεγονός θα λάβει χώρα, καθώς θα συναντήσει μια παλιά του ερωμένη, αρκετά ηλικιωμένη πια, με έντονες τις πληγές του χρόνου και τα βάρη μιας ζωής στον αντίποδα της δικής του. Η συνάντηση αυτή τον αναστατώνει, τον ωθεί να πασχίσει να την πλησιάσει με κάθε δυνατό τρόπο, τη στιγμή που εκείνη, παντρεμένη από χρόνια, κάνει ό,τι μπορεί για να τον αποφύγει.
Υπάρχουν συγγραφείς που αγαπούν τους χαρακτήρες τους, ειδικά όταν τους δίνουν ταυτόχρονα και τον ρόλο του αφηγητή, και άλλοι που απλώς φαινομενικά αδιαφορούν, παίρνοντας τις απαραίτητες αποστάσεις. Υπάρχουν και άλλοι, όπως η Μέρντοχ στην προκειμένη περίπτωση, που δεν τους προστατεύουν, που τους αφήνουν γυμνούς και ανήμπορους, έρμαιο της διάθεσης του εκάστοτε αναγνώστη, μοιάζοντας, έστω φαινομενικά, να μην τους συμπαθούν ιδιαιτέρως. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προνομίων που διαθέτει ο Άροουμπαϊ, προνόμια που συναντώνται σε όλο το εύρος της ύπαρξης, αλλά και την εικόνα που ο αφηγητής έχει για τον εαυτό του, η Μέρντοχ, περίτεχνα και υπομονετικά, τον εγκαταλείπει σοκαρισμένο από τη συνάντηση με την παλιά ερωμένη του, σε μια συνθήκη αρκετά γκροτέσκα, που φέρει μια έντονη διάθεση για ειρωνεία, λιγότερο ή περισσότερο εμφανή. Η συγγραφέας επιλέγει έναν παράδοξο τρόπο για να αφηγηθεί μια ιστορία αγάπης από το παρελθόν, έναν τρόπο κωμικοτραγικό και γλυκόπικρο, γεμάτο από παιδιάστικο πείσμα, ικανό να κάνει συντρίμμια όλους τους υπέρλαμπρους ορόφους που ο Άροουμπαϊ ύψωσε κατά τη διάρκεια της ζωής του, τον προσωπικό βωμό αυτολατρείας.
Χωρίς να χάνει τον προσανατολισμό της και να παραμελεί την προώθηση της πλοκής, η Μέρντοχ εξαπολύει τα βέλη της, έτσι όπως ο Άροουμπαϊ ολοένα βυθίζεται στην ερωτική του εμμονή. Ένα χαρακτηριστικό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι η διαρκής αναφορά του αφηγητή στα γεύματά του, η εμμονή του με το φαγητό που αρκετά απέχει από τη γαστρονομική λεπτότητα ενός ανθρώπου του πνεύματος και της υψηλής κοινωνίας, εκεί που το φαγητό είναι τέχνη και όχι ανάγκη, και περισσότερο προσομοιάζει σε βουλιμία ενός πρωτόγονου οργανισμού. Από το απομονωμένο σπίτι θα παρελάσουν αρκετά οικεία πρόσωπα από το παρελθόν τού αφηγητή, πρόσωπα που πίστευε πως θα μπορούσε να τα αφήσει πίσω του. Η παρουσία τους εντείνει την καινούρια συνθήκη της οποίας ο Άροουμπαϊ είναι πρωταγωνιστής, ενώ τα απομνημονεύματα, που τόσες λαμπρές σελίδες επιτευγμάτων και δόξας υπόσχονταν, μετατρέπονται σε σελίδες ημερολογίου με θέμα έναν γεροντοέρωτα, χωρίς όμως το μυθιστόρημα να απολύει την απαραίτητη συνοχή του και να μετατρέπεται σε μια σειρά από κωμικά συμβάντα.
Ο τρόπος με τον οποίο η Μέρντοχ αντιμετωπίζει τον Άροουμπαϊ προκαλεί έναν προβληματισμό, την αναζήτηση μιας εξήγησης, τη στιγμή που η ανάγνωση του πολυσέλιδου αυτού μυθιστορήματος γεννά μια αμφιθυμία στον αναγνώστη, που δεν είναι σίγουρος πώς να σταθεί απέναντι στο υποκείμενο της αφήγησης και παρεπόμενα στην ιστορία του. Τα προνόμια του ίσως να δίνουν μια απάντηση, η κατακρήμνιση ενός σπουδαίου και πετυχημένου λευκού άντρα στα τάρταρα μιας αγάπης παλιάς με χαρακτηριστικά φαρσοκωμωδίας, η αφήγηση αυτή ως αντίποδας στην αναμενόμενη σοβαροφάνεια με την οποία κάποιος σαν τον Άροουμπαϊ θα μιλούσε για τα έργα και τις μέρες του ή, ακόμα παραπέρα, μια αφηγηματική μομφή απέναντι σε μια σπουδαιοφανή αντρική λογοτεχνία, απόρροια επίσης των προνομίων της. Η αμφιθυμία γεννάται κυρίως από το γεγονός πως παρότι η ιστορία ως ιστορία μάλλον είναι κάπως απλοϊκή, ενώ και η σχέση αναγνώστη-αφηγητή είναι υπό διαρκή αίρεση, το μυθιστόρημα λειτουργεί περίφημα. Η Μέρντοχ με υλικά φαινομενικά απλά ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καλής λογοτεχνίας, αποφεύγοντας την παγίδα της καρικατούρας. Τα αναγνωστικά αυτά αμφίθυμα συναισθήματα μου έφεραν στο νου το μυθιστόρημα Ένας έρωτας του σπουδαίου Ντίνο Μπουτζάτι, η ιστορία ενός καθόλα πετυχημένου μεσοαστού που ερωτεύεται μια πόρνη.
Στο Θάλασσα, θάλασσα, που ήδη από τον τίτλο του φέρει μια γεύση ειρωνείας, αφού αναπόφευκτα ξυπνά την ανάμνηση της διάσημης φράσης στο έργο του Ξενοφώντα, η Μέρντοχ αναμετράται με έναν ακόμα συχνό λογοτεχνικό εχθρό όπως είναι η κωμωδία, και τα καταφέρνει περίφημα. Θα ήταν, ωστόσο, άδικο ή άστοχο να εγκλωβίσει κανείς το μυθιστόρημα αυτό στο στενό πλαίσιο της κωμωδίας, αλλά ούτε να ισχυριστεί κανείς πως το χιούμορ καταστάσεων χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για να εγείρει τύψεις στον αναγνώστη έπειτα από τον κάθε σχηματισμό χαμόγελου στο πρόσωπό του. Γιατί παρά τον χαρακτήρα σάτιρας που διέπει την αφήγηση, και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο, η Μέρντοχ δεν στέκεται ξεκάθαρα και αποκλειστικά απέναντι στον Άροουμπαϊ, δεν τον περιγελά, αλλά μάλλον τον εξανθρωπίζει, τον σπρώχνει προς μια πιο απλή, πλην όμως πραγματική, συνθήκη ζωής, τη στιγμή που εκείνος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, πιστεύοντας πως πια μπορούσε να αναχωρήσει από τα ανθρώπινα κεφαλαιοποιώντας όσα η ζωή ως τότε του πρόσφερε απλόχερα, συνθήκες και καταστάσεις οι οποίες άλλοτε του πρόσφεραν την απόσταση που τόνιζε την υπεροχή του. Κατά μία έννοια, θέλω να πω, η Μέρντοχ τον συμπονεί, έστω και με τρόπο παράδοξο και φαινομενικά απόντα.
Η ιστορία του Άροουμπαϊ, ενός ηλικιωμένου μεσήλικα που χάνει το έδαφος των βεβαιοτήτων και των προνομίων κάτω από τα πόδια του, μια από τις πολλές αντίστοιχες ιστορίες της λογοτεχνίας, που είναι αρκετά του γούστου μου, ξεφεύγει από την τετριμμένη οδό, καθώς εδώ η όποια λύπηση ή ενσυναίσθηση γεννάται διέρχεται μέσα από το πέπλο του κωμικού. Ο αφηγητής άλλου θύμα δεν είναι παρά μόνο του ίδιου του του εαυτού, του παρελθόντος του, μια κακοφτιαγμένη στροφή που τον πετάει έξω από τον δρόμο ελάχιστα πριν μπει στην τελική ευθεία. Και η Μέρντοχ το κάνει με τρόπο ιδιοφυή, υιοθετώντας τη σύμβαση του απομνημονεύματος.
Ο Άροουμπαϊ δεν κρατάει ένα ημερολόγιο αυστηρά προσωπικής χρήσης, αλλά συγγράφει τα απομνημονεύματά του, παρότι ήδη από την αρχή τα σχέδια του ανατρέπονται με την εμφάνιση εκείνης της γυναίκας. Και στα απομνημονεύματα, αντίθετα με τη σύμβαση ενός ημερολογίου χωρίς άλλον αποδέκτη πέρα από τον ίδιο τον εαυτό, υπάρχει το στοιχείο της επιμέλειας, της απόφασης του συγγραφέα-υποκειμένου να επικεντρωθεί ή να παρακάμψει γεγονότα και συναισθήματα, να ωραιοποιήσει και να φέρει το κείμενο στα μέτρα του, όντας ένας εκ προοιμίου αναξιόπιστος, παρότι παντογνώστης, αφηγητής.