Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Θαλασσοδώρο ψυχής

Ημιυπόγειο ευρύχωρο παστρικό, δυο σκαλοπάτια στη γης πιο κάτω, με ένα μικρό παναθύρι (κάτι σαν σε κελί βαρυποινίτη μα χωρίς σίδερα που φυλακίζουν καρδιές κι ελευτερία) με σήτα για τα κουνούπια, πάτωμα στρωμένο εκρού πλακάκια, μια μικρή πόρτα που είναι πάντα ανοιχτή για να μου θυμίζει πως είμαι ζωντανός, ελεύτερος και πως χωρεί να περάσει πνεύμα, γνώση και ψυχής το ξεχείλισμα κι ένα μικρό ξύλινο τραπέζι με συρτάρι κι απάνω μόνιμα ο υπολογιστής με την ελληνική γραμματοσειρά και τα πλήκτρα να χτυπιούνται δαιμονισμένα από τα ιδρωμένα μου δάχτυλά. Βιάση να γιομίσουν οι σελίδες συναίστημα κι απόσταγμα συβάντων υπέρτατων, αραχνιασμένων μα και πρόσφατων.
Ακροβατούσα όπως τον Αιγαία στον αγκαθωτό βράχο σαν την είδα.
Ήταν ολόιδια.
Ναι· αυτή ήταν.
Στην άμμο. Κάτω από το αρμυρίκι. Σε μια φτηνή μπλε πάνινη πολυθρόνα με σκουριασμένο σκελετό, εκεί ήταν αφημένο το άψυχο, θαρρείς, σώμα.
Φαινόταν κέρινη με μάτια ολάνοιχτα και κόρες όλο φαρμάκι, υγραμένες, ακίνητες, που ατενίζανε το άπειρο ή το τίποτα.
Τα κύματα ερχόντουσαν ανυπόμονα των ποδιών της τ’ ακροδάχτυλα να ασπαστούν από σεβασμό κι εχτίμηση, μα, όλο δέος, σβήνανε στο μεγαλείο της μπροστά, κι ακούραστα σαν το λαγωνικό που απανωτά πασκίζει να αρπάξει τη δηλητηριώδη σαύρα, πισωγύριζαν για να ξανάρθουν μα και πάλι να κιοτέψουν, ξανά και ξανά, ώρες πολλές, απ’ το λιόγερμα ως τα βάθη τα πηχτά και μαύρα της νύχτας, μπορεί κι ως το ξημέρωμα.  Κι αυτή, είχε την, κάτασπρη, καλοχτενισμένη κεφαλή αψηλά, με ένα θλιμμένο χαμόγελο σαν τότε που την πρωτόδα.
Είχε τα χέρια ακουμπισμένα στα σκουριασμένα μπράτσα της φτηνής πολυθρόνας, τα πόδια μπροστά ενωμένα και στα γόνατα ένα γιαλανθό, άσπρο κι αυτόν, ωσάν το μαραμένο πρόσωπό της. Τα ματόκλαδα της δεν παίζανε, τα νεύρα της θρυμματισμένα, τα κύτταρα όλα σε ατέρμονη χειμέρια νάρκη. Όλα νεκρωμένα. Λες και δεν υπήρχε, δεν επικοινωνούσε με τον άλλο κόσμο.
Δεξά της το μεγαλόπρεπο Κορακοβούνι με πρίνους, αστοιβίδες και μπόλικα βότανα αρωματικά στολισμένο. Ζερβά, αραδιασμένα αμφιθεατρικά όμορφα σπίτια, ίδια παραμυθούπολη κοιμισμένη. Πού και κανένα παναθύρι φωτισμένο. Τα άλλα σβηστά και σφαλιγμένα με τους ψαράδες να έχουν στήσει αυτί μπας και σηκωθεί αγέρας και χάσουν αρματωμένα τα δίχτυα, τους παραθεριστές να ονειρεύονται εμπειρίες καινούργιες και περιπέτειες και τις κυράδες να γουργουρίζουν ωσάν τις όρνιθες πλάι τον πετεινό προστάτη.
Και περνούσανε ομπρός της χρόνια και μήνες αμέτρητοι, κι άστραφτε και ξεπρόβερναν γονείς, γειτόνοι, φίλοι κι αγαπητικοί, γιορτές, ξεφαντώματα και πανηγύρια, μνημόσυνα και κηδείες, αθρώποι δικοί της που χαθήκανε. Όλα διαβαίνανε μπροστά της σε μια παρέλαση χωρίς ετούτη να κινήσει μηδέ το ματόκλαδο. Κι όλο αγνάντευε στο πέλαγος λες κι ερχόταν σημαιοφόρος με τη δάδα ή το λάβαρο, αυτός.
Το Χάρο απάντεχε να τη λυτρώσει. Δεν απάντεχε, τον εκαλούσε παρακαλεστά.
—Έλα χαρώ τον, έλεγε με δίχως να κινήσει δαχτυλάκι. Μόναχα τα μάτια της στάζανε στην κοραλλένια την άμμο.
Κι έβλεπα να ξεχειλά ο νους της τρυφεράδα και προσμονή για το τέλος. Μεσ’ το σιωπηλό ετούτο βουητό συναιστημάτων και τα υπόκωφα μουγκρητά των κυμάτων, μάζωξε υπερδύναμη στις σακατεμένες της αρθρώσεις, κι ετοιμόρροπη, ορθώθηκε. Έτρεξα να τη βοηθήσω, μου έμπηξε τσιριχτή φωνούλα «φύγε», υπάκουσα, και την είδα, να σέρνεται με κόπο στα πόδια της, να σταματάει τρεμάμενη, κι ατένιζε με πάθος προς το ανοιχτό πέλαγος.
Θέλησε να παραστήσει την αντρειωμένη, έβαλε τη χούφτα κεραμίδι να δει πιο καλά, πιο μακριά, εκεί που χάνεται, εκεί που ξεκινά η θάλασσα, στα μεγάλα βάθη που έμελε να χαθεί, αυτός, και να τον ξεβράσει το κύμα εδώ, σε τούτη την αμμουδερή γωνιά που η Αλκμήνη διάλεξε να έρθει τις τελευταίες στιγμές της ζωής της μπας και τον συναπαντήσει.
Γραφτό μου, να ζήσω τούτες τις τραγικές στιγμές σα σωριάστηκε στη θαλασσοδαρμένη τούτη την άμμο.
Πένθιμα βγήκανε τα στερνά της τα λόγια:
—Ανήμπορη δούλα να τους προσφέρνω, τα παιδιά μου με διώξανε. Αυτός που με πόνεσε, ο πατέρας τους, ξεβράστηκε εδώ από το κύμα. Τι μου απομένει, από το να τον προσμέν..;
Προτού τελέψει τη φράση της τη συμπονέσανε τα κύματα, βαλθήκανε να τη γλυκοφιλούνε και να χαδεύουν τα ρυτιδιασμένα, ασπρισμένα πια, μάγουλα της.
Θαλασσοπούλι, θαρρείς, μ’ άρπαξε, βρέθηκα στ’ ολοσκότεινο καλύβι μου, ξαναχώθηκα στο καταφύγι μου αγκαλιά τον υπολογιστή, να πλέξω τη ματωμένη ετούτη ζωντανή αρμαθιά με χίλιες πίκρες, χαρές και δάκρυα, ανάκατα τον αγώνα το μεγάλο, τις χαμένες ελπίδες και τις όποιες ομιχλιασμένες προσδοκίες με πόνεση.
Θαλασσοδώρο ψυχής, στη μνήμη της Αλκμήνης.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα