Ο Θάνος Κάππας (Αμφιλοχία, 1962) έχει δημοσιεύσει τη συλλογή διηγημάτων Πικρούτσικα, πικρούτσικα (εκδόσεις της Εστίας, 2015). Με αφορμή την κυκλοφορία του Πώς πάνε τα πράγματα (εκδόσεις της Εστίας, 2020) του ζητήσαμε να μας απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις. Ιδού τι μας απάντησε!
Πες μας δυο λόγια για το “Πώς πάνε τα πράγματα” και τη διαδικασία γραφής.
Πρόκειται για μια συλλογή ομόκεντρων διηγημάτων που αφορούν τις σχέσεις των ανθρώπων, την ερωτική προσδοκία και τη διάψευση, την ελπίδα και την απόγνωση, την επιθυμία και τη ματαίωσή της – επτά ιστορίες που διαδραματίζονται όλες καλοκαίρι. Τα διηγήματα γράφτηκαν στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, σε μια διαδικασία μετάβασης από την πολύ μικρή φόρμα, τις μινιατούρες των «Πικρούτσικων – πικρούτσικων», προς την αναπτυγμένη αφήγηση και το εκτεταμένο διήγημα. Ως προς τη γραφή τους να πω ότι η προσπάθειά μου αφορούσε στη συγκρότηση μιας συγκεκριμένης ατμόσφαιρας και ύφους, δουλειά που κατά τη γνώμη μου ξεκινά πάντα από την πρόταση και τη λέξη, ως δεσπόζουσα μονάδα μέσα της. Προσωπικά δεν μπορώ να αντιληφθώ την πεζογραφία ανεξάρτητα από την ποιητική της, με ενδιαφέρει πολύ το λυρικό υπόστρωμα της αφήγησης και ο εσωτερικός της ρυθμός.
Το ελληνικό καλοκαίρι και οι διακοπές αποτελούν κατά κάποιο τρόπο το νήμα που ενώνει σχεδόν όλα τα διηγήματα. Δίπλα στη θάλασσα και κάτω από το φως του ήλιου είναι πιο ευάλωτος κανείς απέναντι στο παρελθόν του;
Πράγματι το καλοκαίρι, με την πανηγυρική έκρηξη ήχων και χρωμάτων που ξεδιπλώνονται διαρκώς στο φόντο της δράσης, μοιάζει να ενοποιεί τις ιστορίες διαλύοντας ή διαχέοντας τα πρόσωπα των ηρώων όπως σε μια υδατογραφία – γυναίκες και άντρες μετέχουν ισότιμα στη ματαίωση. Ενώ το καλοκαίρι συνεχίζει να επιτίθεται στις αισθήσεις, τα πρόσωπα αναδιπλώνονται στην προσωπική τους δυστυχία, εξόριστα από το ίδιο τους το εκστατικό παρελθόν, συνειδητοποιώντας άλλη μια φορά πως η ζωή σπανίως κρατάει τις υποσχέσεις της για μια πορεία ερωτικών ή άλλων θριάμβων.
Η ένταση δεν εκτονώνεται, η απάθεια μοιάζει να είναι η πατρίδα των ηρώων σου, η αποδοχή της συνθήκης, το ανέφικτο της επιστροφής στην ακτή της μαγείας, και όλο αυτό διαθέτει μια αίσθηση ρεαλισμού, ότι ναι, έτσι είναι τα πράγματα. Είναι ορθή μια τέτοια προσέγγιση, είναι η αντανάκλαση της εποχής που ζούμε;
Οι ήρωες βιώνουν το τέλος των ψευδαισθήσεων. Το καλοκαίρι είναι πάντα εκεί, προ των χειρών τους θα λέγαμε, όμως εκείνοι μοιάζει να συνθλίβονται από υπέρτερες δυνάμεις που τους καθηλώνουν σε μια στάση παράλυσης. Η αδράνειά τους έχει τον χαρακτήρα μιας υπαρξιακής κρίσης – κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού στη ζωή. Στο σημείο αυτό όμως, συμβαίνει συχνά μια περίεργη αντιστροφή, κάτι που είτε δηλώνεται καθαρά σε κάποια από τα διηγήματα, είτε κρύβεται ανάμεσα στις γραμμές, αλλά το μεταφέρω περισσότερο σαν το πνεύμα ή την οπτική με την οποία είναι γραμμένα: κατανοώντας πως ο συγκεκριμένος άλλος δεν είναι υπεύθυνος της δυστυχίας μας, συνειδητοποιώντας εμπειρικά, στο πετσί μας, πως η διάψευση και η αστοχία αποτελούν κοινή ανθρώπινη μοίρα, αρχίζει να αναπτύσσεται ένα νέο είδος κατάφασης στη ζωή, ίσως λιγότερο σαφής και ενθουσιώδης από εκείνη της νεότητας, πάντως ορατή και ανιχνεύσιμη στο συγχωρητικό, τρυφερό αίσθημα συγγένειας που αναπτύσσουν τα πρόσωπα μεταξύ τους. Μπορεί η εποχή μας να επιτείνει την αίσθηση του αποκλεισμού και της μοναξιάς, μπορεί το παρελθόν μας, προσωπικό και συλλογικό να κρίνει έμμεσα το άχαρο παρόν μας, όμως μια νέα αλληλεγγύη νομίζω πως ανατέλλει δειλά.
Είναι πιστεύεις εφικτό ο συγγραφέας να αφήσει τον εαυτό του έξω από την ιστορία του;
Θα έλεγα πως ο συγγραφέας μπορεί να μπαινοβγαίνει στις ιστορίες του, να κρύβεται και να εμφανίζεται, σύμφωνα με το σχέδιο που ο ίδιος υπηρετεί κάθε φορά. Αυτό που ενοχλεί, νομίζω, είναι η έλλειψη συνειδητότητας, η απουσία ελέγχου πάνω σε ένα υλικό που δεν έχει προλάβει να μεταβολιστεί, η αίσθηση πως τα στοιχεία της μυθοπλασίας αποτελούν άτεχνες προβολές της προσωπικής ζωής. Διαβάζω πάντα με ενδιαφέρον τα ιδιοσυγκρασιακά κείμενα που η θερμοκρασία τους διατηρείται υψηλή λόγω των προσωπικών παθών ή εμμονών του συγγραφέα. Αλλά η λογοτεχνία, για να γίνει δραστική και ενδιαφέρουσα, οφείλει να φιλτράρει το υλικό της εμπειρίας, να το μετουσιώσει. Σε κάθε περίπτωση, για να επιστρέψω στην ερώτηση, το να αφήσεις τον εαυτό σου εντελώς έξω από την ιστορία ούτε εφικτό μοιάζει, ούτε ακριβώς ζητούμενο.
Όσο γράφεις, ζητάς τη γνώμη κάποιου ή κάποιων; Έχεις βρει τον ιδανικό σου αναγνώστη;
Είμαι κατ’ εξοχήν άνθρωπος που επιζητά τη γνώμη των φίλων – νιώθω τυχερός γιατί υπάρχουν πρόσωπα που εμπιστεύομαι, άνθρωποι που έχουν το αίτημα της γραφής οι ίδιοι και βρίσκω τις υποδείξεις και τα σχόλιά τους πολύτιμα. Ο ιδανικός αναγνώστης είναι ένα πρόσωπο φανταστικό με το οποίο συνομιλείς διαρκώς, ένας συγκερασμός εκείνων των καλοπροαίρετων, ευφυών και ευαίσθητων αναγνωστών που προηγήθηκαν, πρόσωπα τα οποία θα θέλαμε να ικανοποιήσουμε ξανά, αλλά ίσως χρειαστεί και να προδώσουμε κάποτε, για να προχωρήσουμε. Τα έχω αυτά τα πρόσωπα στο μυαλό μου και συζητώ μαζί τους νοερά, «ακούω» τις πιθανές ενστάσεις ή αντιρρήσεις τους.
Τον εκάστοτε επιμελητή τον θεωρείς εν δυνάμει φίλο ή εχθρό;
Η επιμέλεια είναι διαδικασία που εκτιμώ πολύ – λυπάμαι που η τέχνη αυτή δεν ανθεί τόσο στη χώρα μας. Βρίσκω σχεδόν συγκινητική τη διαδικασία του μοιράσματος, την από κοινού αναζήτηση ενός καλύτερου αποτελέσματος, το να σκύβει κάποιος πάνω από τις λέξεις σου με τη φροντίδα που έσκυψες κι εσύ. Αναφέρομαι φυσικά σε ιδανικές καταστάσεις γιατί επιμέλειες προσανατολισμένες σε εμπορικές ή άλλες σκοπιμότητες είναι εκτός της συζήτησης. Εφόσον κάποιος έχει συγκεκριμένα ζητούμενα από το κείμενό του, η επιμέλεια από άνθρωπο με κατάρτιση και ταλέντο, μόνο καλό μπορεί να του προσφέρει, με την προϋπόθεση πως ο συγγραφέας έχει τον τελευταίο λόγο.
Πώς είναι αλήθεια να γράφει κανείς στον ελάχιστο χρόνο που μια “κανονική” δουλειά του αφήνει; Επηρεάζει το γράψιμο την κοινωνική σου ζωή;
Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα πως μου συμβαίνει, η κοινωνική μου ζωή επηρεάζει το γράψιμο, με την έννοια ότι οι φιλικές επαφές είχαν και έχουν πάντα προτεραιότητα. Με δεδομένη τη δουλειά στο σχολείο και μια οικογένεια με παιδί, ο χρόνος που απομένει είναι ελάχιστος – υποθέτω πως δεν συμβαίνει μόνο σ’ εμένα, στις σύγχρονες συνθήκες ζωής ουσιαστικά καλείσαι να εφεύρεις αυτόν τον χρόνο της γραφής.
Γράφεις ταυτόχρονα διάφορα διηγήματα;
Σε αντίθεση με το διάβασμα, στο οποίο εμφανίζω πλήρη αναρχία και έλλειψη συγκέντρωσης, όταν γράφω βυθίζομαι σε ένα μόνο θέμα το οποίο και με απασχολεί σχεδόν τυραννικά. Δεν μου έχει συμβεί μέχρι τώρα να γράφω παράλληλα κομμάτια, όμως το να συμπληρώνω ή να διορθώνω ολοκληρωμένα διηγήματα ταυτόχρονα, ναι, το κάνω συνεχώς, είναι άλλωστε το αγαπημένο μου στάδιο της δουλειάς.
Θα δοκίμαζες να γράψεις μυθιστόρημα;
Το μυθιστόρημα είναι πάντα ένα στοίχημα για κάποιον που γράφει, θα ήταν ψέμα να πω ότι δεν ζηλεύω τα ωραία μυθιστορήματα. Προς το παρόν με αποθαρρύνει η οργάνωση που απαιτεί μια τόσο απαιτητική διαδικασία – μια νουβέλα είναι πολύ πιο κοντά σε ένα δικό μου αίτημα γραφής γιατί η φόρμα της προσιδιάζει καλύτερα σε μια ποιητική λειτουργία της γλώσσας που έχω πάντα κατά νου.
Κάτι καλό που διάβασες τώρα τελευταία;
Με εξέπληξε πραγματικά η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Παραθερισταί με ελαφρά αισθήματα», από τις εκδόσεις Άγρα – ο ελεύθερος και εμπνευσμένος χειρισμός της γλώσσας από τον Θέμη Πάνου παράγει ένα ευφρόσυνο αποτέλεσμα από το οποίο δεν λείπει καθόλου το συναίσθημα και το βάθος.