» Της Μελίνας Μποτέλη στο θέατρο Μίκης Θεοδωράκης
Στο θέατρο Μίκης Θεοδωράκης την Κυριακή 3 Απριλίου παρουσιάστηκε ο θεατρικός μουσικός μονόλογος : Δύο γυμνά άσπρα χέρια της Μελίνας Μποτέλη, υπό την αιγίδα του Δήμου Χανίων και της Κ.Ε.Π.ΠΕ.ΔΗ.Χ.-Κ.Α.Μ. Τη συγγραφή, τη σκηνοθεσία και τη διασκευή του ομώνυμου έργου ανέλαβε η Μελίνα Μποτέλη.
Για την ομώνυμη παράσταση, πηγή έμπνευσης αποτέλεσε το διήγημα του Κύπριου λογίου Μελή Νικολαΐδη: Δύο γυμνά άσπρα χέρια (1929).
Ο Μελής Νικολαΐδης μαζί με μια σειρά από λογοτέχνες, ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών, ήταν ιδρυτικό μέλος του σωματείου “Ένωσις Ελλήνων Λογοτεχνών”, στην οποία από το 1930 έως το 1934 διατέλεσε αντιπρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Το 1934 η επωνυμία της άλλαξε σε “Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών” και διατέλεσε επί αρκετά χρόνια ταμίας, γραμματέας καθώς και από τον Αύγουστο του 1971 ως το θάνατο του, πήρε τη θέση του προέδρου. Άφησε πλούσιο πεζογραφικό έργο, όπως: νουβέλες, διηγήματα, ιστορικά αφιερώματα. Παρενθετικά αξίζει να αναφερθεί, ότι ο Μελής Νικολαΐδης ήταν παππούς της Μελίνας Μποτέλη.
Πέραν του Μελή Νικολαΐδη, έγιναν και άλλες αυτοβιογραφικές αναπολήσεις λόγου χάρη: στην πρώτη Ελληνίδα αρχιμουσικό τη Μαρία Λούλη-Ψυχούλη, η οποία ήταν η δασκάλα της Μελίνας Μποτέλη. Η Μαρία Λούλη-Ψυχούλη ίδρυσε το 1974 με τη σολίστ πιάνου Άννα Κουκουράκη το μη κερδοσκοπικό σωματείο: Διεθνές Καλλιτεχνικό Κέντρο Athenaeum και το ομώνυμο ωδείο. Με το Διεθνές Καλλιτεχνικό Κέντρο Athenaeum, η Μαρία Λούλη- Ψυχούλη συσπείρωσε μια ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων από τη μουσική, την πολιτική και την κοινωνία της χώρας μας με σκοπό την προσφορά στη μουσική παιδεία και στην πολιτιστική ανέλιξη της Ελλάδας.
Ουσιαστικά η ομώνυμη παράσταση είναι αφιερωμένη στους μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες, κυρίως σε αυτούς τους δασκάλους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο Εθνικό Θέατρο και στο Θέατρο Τέχνης, οι οποίοι μέσω του ραδιοφώνου του ΕΙΡ και της ελληνικής ραδιοφωνίας έφεραν με τις φωνές τους στα σπίτια των Ελλήνων το μεγάλο διεθνές θεατρικό ρεπερτόριο.
Η Μελίνα Μποτέλη έπλασε μια ηρωίδα σύμβολο για όλες αυτές τις γυναίκες, που από μικρές παλεύουν να ανελιχθούν στο χώρο της τέχνης αντιμετωπίζοντας τις εκπλήξεις, που τους επιφυλάσσει η μοίρα, όπως: μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και μια απαγορευμένη αγάπη. Η πρωταγωνίστρια αφηγήθηκε μια ιστορία ενός κοριτσιού που αποφασίζει να ασχοληθεί με την όπερα, καταφέρνοντας να εγείρει τη φαντασία των θεατών.
Σε επίπεδο σκηνοθεσίας, η παράσταση διάλεξε τον μανδύα του παραμυθιού έχοντας ενιαίο ύφος και δραματική ουσία. Η σκηνοθέτης Μελίνα Μποτέλη έδωσε τις δικές της προεκτάσεις έντιμα σε αυτό το έργο και το δήλωσε, μέσα από μια λιτή σκηνοθεσία. Ο ρυθμός της παράστασης ήταν άλλοτε αργός και άλλοτε αγχώδης στα σημεία που εστίαζαν στην ψυχοσύνθεση της ηρωίδας. Ξεκάθαρα η σκηνοθετική αντίληψη της παράστασης αποτύπωνε την εικόνα μιας μελοδραματικής και εξωστρεφούς ρητορείας των επεισοδίων, που διαδεχόταν το ένα το άλλο. Πράγμα, που υπάκουσε η Μποτέλη προσδίδοντας στην ερμηνεία του ρόλου μια υπερβολική υπερευαισθησία.
Σε επίπεδο διασκευής τα δυο γυμνά άσπρα χέρια αποτελεί ένα άρτιο πυκνό γλωσσικό μονόλογο, που αναδεικνύει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της ηρωίδας.
Το σκηνικό μέρος ήταν στοιχειώδες, λιτό υπογραμμίζοντας τον αφηγηματικό χαρακτήρα της παράστασης. Επίσης ταυτίστηκε με τους φωτισμούς, αφήνοντας μια ουδετερότητα, με το υποβλητικό μπλε φόντο του σκηνικού. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό, ότι η σκηνική δουλειά ήταν αφαιρετική και άκρως λιτή.
Στο ενδυματολογικό μέρος, φάνηκε να υπερισχύει το Μπαρόκ στοιχείο, επειδή το φόρεμα της Μποτέλη ήταν ένας δημιουργικός συνδυασμός υψηλής ραπτικής και λυρικού θεάτρου συμβατό με την ιδιότητα του ρόλου της ως σοπράνο. Χάρη στη συγκεκριμένη επιλογή η πρωταγωνίστρια κατάφερε να τη διακρίνει μια σκηνική αρχοντιά.
Εντούτοις ο πλήρης υποφωτισμός της παράστασης δεν ανέδειξε τα ερωτικά διλήμματα της πρωταγωνίστριας και κάποιες άλλες συναισθηματικές της μεταπτώσεις.
Στα θετικά αυτής της παράστασης κατατάσσονται τα ρεφρέν από τραγούδια μιας άλλης εποχής, που ερμήνευσε η Μποτέλη, διότι το μελαγχολικό τους ύφος ωθούσε το θεατή σε περαιτέρω στοχασμούς. Τα ρεφρέν των τραγουδιών που ακούστηκαν, σχολίαζαν διακριτικά το κείμενο σε κρίσιμα σημεία και αποφόρτιζαν την ένταση της πρωταγωνίστριας. Στίχοι ακούστηκαν από τα τραγούδια: Εσπερινός, κοιμήσου αγγελούδι μου, μέρα Μαγιού, summertime.
Εν’ κατακλείδι η Μποτέλη για δυο ώρες έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου. Θέλησε να επικοινωνήσει με τους θεατές, μοιράζοντας μαζί του αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια, αναφερόμενη στην πρώτη μαραθώνια πορεία ειρήνης στις 21/04/1963, την οποία πραγματοποίησε ο Γρηγόρης Λαμπράκης και στη φιλία του παππού της Μελή Νικολαΐδη με το Μίκη Θεοδωράκη. Ωστόσο, η απουσία μουσικής επένδυσης στην απαγγελία των ρεφρέν από τα προαναφερθέντα τραγούδια, με εξαίρεση το απόσπασμα από την ιταλική όπερα: la traviata έκαναν την παράσταση μονότονη.
* Φιλόλογος-Ιστορικός Θεάτρου.