Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Θεία να τα πούμε…!

Από τα άγρια χαράματα ξύπνησε ο Αλέξανδρος τη μέρα εκείνη. Έπρεπε να προκάμει να σενιαριστεί, να βάλει το σχολιανά του και ν’ αρχίσει να κτυπά λίαν πρωί μια-μια τις αυλόπορτες του χωριού.
Χρόνια τώρα καλαντρολόγος, είχε βγάλει μαλλιά η γλώσσα του “να τα λέει” και σπίθες τα παπούτσια του από τα πολλά τρεχαλητά.
Αποβραδίς η μάνα του, τού ’ραψε με μεταξωτή κλωστή τις τρυπημένες τσέπες τού παντελονιού του για να μη χάνει τσι πενταροδεκάρες, κι ο πατέρας του μπάλωσε με χοντρό λουρί τo δεξί του αρβυλάκι που είχε τρυπήσει και φαινόταν το μεγάλο του δάκτυλο… λες κι ήθελε το άτιμο να δραπετεύσει από την μιζέρια…
Φέτος αν πήγαινε καλά η χρονιά θα αγόραζε καινούργια.
Μόλις άρχισε να χαράζει η μέρα, παράτησε μισοφαγωμένη μια φετάρα με ανθόγαλο και ξεκίνησε.
Στο ένα του χέρι κράταγε ένα ψάθινο λαδομπέτονο, και στο άλλο μια χοντρή μουρνόβιτσα, για να αποζυγώνει τσι δαγκανιάρηδες σκύλους.
Θεία;… να τα πω;.. θεία… να τα πω, ακούστηκε η βραχνή φωνούλα του στο πρώτο χαμόσπιτο που συνάντησε. Πέστα… παιδάκι μου… πέστα τού απάντησε όλο καλοσύνη, η κυρία Ανδριανή.
Δεν πρόλαβε καλά-καλά, να της πει το “καλήν ημέραν άρχοντες” κι άρχισε να του αδειάζει η καλή θεία μπόλικο λαδάκι στο μπετονάκι του και να τον κερνά ένα μεγάλο κομμάτι σύγκλινο.
Γέλαγαν και τ’ αυτιά του Αλέξανδρου για το καλό σεφτέ που έκαμε και συνέχισε καμαρωτός – καμαρωτός τη στρατιά του, λαχτίζοντας στο δρόμο χαλίκια και τενεκεδάκια με τη φρεσκομπαλωμένη αρβύλα του.
Άλλες αυλόπορτες έβρισκε τελείως κλειστές και σ’ άλλες είχαν αφήσει ξεπίτηδες αμολητούς τους σκύλους τους οι νοικοκυραίοι.
Δεν είχαν οι δύστυχοι σταγόνα λάδι να δώσουν.
Κόντευε το μεσημέρι κι ο Αλέξανδρος είχε αλωνίσει σχεδόν όλο το χωριό, γεμίζοντας σταλιά-σταλιά το μπετονάκι του με λάδι και τσι τσέπες του με πενταροδεκάρες και καλολοΐδια. Το αδύνατο χεράκι του όμως άρχισε να πιάνεται από το βάρος, κι έκατσε σε ένα πεζουλάκι για να ξαποστάσει.
-Άντε κακορίκο Αλεκάκι -έλεγε στον εαυτό του- κι όπου νά ’ναι τελειώνουν τα βάσανα σου… σουσοκουνώντας πέρα δώθε το μπετονάκι του, να δει αν κόντευε να γεμίσει… σε κάνα δυο σπίτια θα τα έλεγε ακόμα και μετά θα το μοσχοπούλαγε στο μπάρμπα Κωστή το μπακάλη του χωριού.
Το ένα ήταν ένα καινούργιο αρχοντόσπιτο με γεμάτα τα λαδοπύθαρά του εκεί ψηλά στην ανηφόρα, και το άλλο του νονού του ο οποίος θα του έδιδε γερό χαρτζηλίκι.
Έφτασε λαχανιασμένος στο περιφραγμένο πλουσιόσπιτο όλο χαρές και χτύπησε δυνατά τη καγκελόπορτα για να τον ακούσουν.
-Πρόσεξε μη μου σπάσεις τη πόρτα μωρέ βρωμόπαιδο κι είναι καινούρια… ακούστηκε από το βάθος μια υστερική φωνή.
Θεία; να τα πω;… να σου τα πω θεία… μουρμούρισε φοβισμένα ο Αλέξανδρος. Να τα πεις μωρέ ξεβράκωτε αλλά κακομοίρη μου σε μένα θα τα πεις ούλα, σιγά-σιγά και καθαρά αλλιώς δεν έχει σταλιά λάδι να σου βάλω… του φώναζε η κακιά θεία με τη μεγάλη μύτη και την ξινή μούρη.
Άρχισε κακόρεξα το “καλήν ημέρα” του το μικρό Αλεκάκι, κι αναρωτιόταν μέσα του πόσο λάδι θα τού έβαζε η διαολισμένη θεία…
Το λάδι όμως της κακιάς θείας, ήταν μαύρο κι άραχνο, σαν και τη ψυχή της… τού απογέμισε η αθεόφοβη το μπετονάκι του με τηγανόλαδα, και του έκλεισε κατάμουτρα τη πόρτα.
Έριξε μια θλιμμένη ματιά στο μπαλωμένο του παπούτσι ο μικρός μας φίλος, άλλη μια στο γεμάτο μπετόνι του με το άχρηστο λάδι και σαν το δαρμένο σκυλάκι κατρακύλησε την κατηφόρα κλαίγοντας.
Καλώς το… καλώς το… τ’ αντράκι μου, τον υποδέχτηκε η μάνα του που ήταν γελαστή κι έλαμπε σαν τον ήλιο. Έλα… κάτσε παιδάκι μου να ξεκουραστείς και να ξεδρώσεις… άντε να μου πεις και πόσα λεφτά έβγαλες!!
Δεν έβγαλα μάνα παρά πενταροδεκάρες κι ούλο το λάδι που μάζευα σταλιά σταλιά, μου το μαγάρισε με τηγανόλαδα εκείνη να η κακιά μάγισσα απέναντι στο αρχοντόσπιτο.
-Μη στεναχωριέσαι αντράκι μου ν’ αρρωστήσεις μα από το θεό θα το βρει κι αυτή… άντε κι εγώ θα σου δώσω τώρα τη καλή μου χέρα.
Τού ’δωκε να πουλήσει ένα μεγάλο κόκκινο κόκορα & είκοσι ολόφρεσκα αυγά, για να αγοράσει τετράδια και κοντυλοφόρους… φεύγοντας όμως τούδωσε νοερά και την ευχή της…
Τότες ο Αλέξανδρος δεν κατάφερε να αγοράσει καινούργια παπούτσια και πορεύτηκε με τα μπαλωμένα… σήμερα κάθεται αναπαυτικά δίπλα στο τζάκι παρέα με τα παιδόγγονα του και τους διηγιέται τούτα τα αληθινά παραμύθια.
Η ευχή της μάνας του είχε πιάσει τόπο…!!!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα