Από τα άγρια χαράματα ξύπνησε ο Αλέξανδρος την μέρα εκείνη. Έπρεπε να προκάμει να σενιαριστεί, να βάλει το σχολιανά του , και ν’ αρχίσει να κτυπά μία μία τις αυλόπορτες του χωριού.
Αποβραδίς η μάνα του, τούραψε με μεταξωτή κλωστή τις τρυπημένες τσέπες τού παντελονιού του για να μη χάνει τσι πενταροδεκάρες, κι ο πατέρας του μπάλωσε με χοντρό λουρί τo δεξί του αρβυλάκι που είχε τρυπήσει και πετιόταν έξω το μεγάλο του δάκτυλο… λες κι ήθελε να δραπετεύσει από τη μιζέρια..
Φέτος αν πήγαιναν καλά τα κάλαντρα, θα αγόραζε καινούργια.
Μόλις άρχισε να χαράζει η μέρα παράτησε μισοφαγωμένη μια φετάρα με ανθόγαλο που έτρωγε, και ξεκίνησε.
Στο ένα του χέρι κράταγε ένα ψάθινο λαδομπέτονο, και στο άλλο μια χοντρή μουρνόβιτσα, για να αποζυγώνει τσι δαγκανιάρηδες σκύλους.
Θεία;…να τα πω;.. θεία… να τα πω, ακούστηκε η βραχνή φωνούλα του στο πρώτο χαμόσπιτο που συνάντησε.
Πέστα… παιδάκι μου… πέστα χαρώτο, του απάντησε όλο καλοσύνη, η κυρία Ανδριάνη.
Δεν πρόλαβε καλά-καλά, να της πει το “Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά” κι άρχισε να του αδειάζει μπόλικο λαδάκι στο μπετονάκι του η καλή θεία, και να τον κερνά ένα μεγάλο κομμάτι σύγκλινο.
Γέλαγαν και τ’ αυτιά του Αλέξανδρου για το καλό σεφτέ που έκανε… και συνέχισε καμαρωτός – καμαρωτός τη στρατιά του, λαχτίζοντας στο δρόμο χαλίκια και τενεκεδάκια με τo φρεσκομπαλωμένo αρβυλάκι του.
Κόντευε να μεσημεριάσει κι ο Αλέξανδρος είχε αλωνίσει σχεδόν όλο το χωριό, γεμίζοντας σταλιά-σταλιά το μπετονάκι του με λάδι, και τσι τσέπες του με πενταροδεκάρες και καλολοϊδια.
Το αδύνατο χεράκι του όμως άρχισε να πιάνεται από το βάρος, κι έκατσε σε ένα πεζουλάκι για να ξαποστάσει.
– Άντε κακορίκο Αλεκάκι σκεφτόταν από μέσα του κι όπου να ’ναι το βγάλαμε το μεροκάματο… σουσοκουνώντας πέρα δώθε το μπετονάκι του, να δει αν κόντευε να γεμίσει.
Σε κάνα δυο σπίτια θα τα έλεγε ακόμα και μετά θα το μοσχοπούλαγε στον μπάρμπα Κωστή τον μπακάλη του χωριού.
Το ένα ήταν ένα καινούργιο αρχοντόσπιτο με γεμάτα τα λαδοπύθαρα του εκεί ψηλά στην ανηφόρα, και το άλλο του νονού του ο οποίος θα του έδιδε γερό χαρτζιλίκι.
Έφτασε λαχανιασμένος στο περιφραγμένο πλουσιόσπιτο όλο χαρές, και χτύπησε δυνατά τη καγκελόπορτα για να τον ακούσουν.
– Πρόσεξε μη μου σπάσεις τη πόρτα μωρέ βρομόπαιδο κι είναι καινούργια.. ακούστηκε από το βάθος μια υστερική φωνή.
– Θεία; να τα πω;… να σου τα πω θεία… μουρμούρισε φοβισμένα ο μικρός Αλέξανδρος.
-Να τα πεις μωρέ ξεβράκωτε,αλλά κακομοίρη μου σε μένα θα τα πεις ούλα, σιγά-σιγά και καθαρά, αλλιώς δεν έχει σταλιά λάδι να σου βάλω… του φώναζε η κακιά θεία με την ξινή μούρη.
Άρχισε κακόρεξα το κακορίκο το Αλεκάκι να λέει το Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά, κι αναρωτιόταν μέσα του πόσο λάδι θα τού έβαζε η διαολισμένη θεία ..
Το λάδι όμως της κακιάς θείας, ήταν μαύρο κι άραχνο σαν και τη ψυχή της… τού απογέμισε η αθεόφοβη το μπετονάκι του με καμένα τηγανόλαδα και του έκλεισε κατάμουτρα τη πόρτα.
Έριξε μια θλιμμένη ματιά στο μπαλωμένο του παπούτσι ο μικρός μας φίλος, άλλη μια στο γεμάτο μπετονάκι του με το άχρηστο λάδι, και σαν το δαρμένο σκυλάκι κατρακύλησε την κατηφόρα κλαίγοντας.
Καλώς το… καλώς…το…τ’ αντράκι μου, τον υποδέχτηκε η μάνα του που ήταν γελαστή κι έλαμπε σαν τον ήλιο. Έλα… κάτσε παιδάκι μου να ξεκουραστείς και να ξεδρώσεις… άντε να μου πεις και πόσα λεφτά έβγαλες!!
Δεν έβγαλα μάνα παρά πενταροδεκάρες κι ούλο το λάδι που μάζευα σταλιά σταλιά ούλη μέρα μου το μαγάρισε με τηγανόλαδα εκείνη να η κακιά μάγισσα απέναντι στο αρχοντόσπιτο.
– Μη χολοσκάς αντράκι μου μέρες που είναι ν’ αρρωστήσεις μα από το θεό θα το βρει κι αυτή… άντε τώρα παιδάκι μου να σου δώσω κι εγώ τη καλή μου χέρα.
Τού ’δωκε να πουλήσει ένα χοχλιδάτο κόκορα & είκοσι ολόφρεσκα αυγά… για να αγοράσει τετράδια και κοντυλοφόρους…
Φεύγοντας όμως τούδωσε νοερά και την ευχή της..
Τότε ο Αλέξανδρος δεν κατάφερε να αγοράσει καινούργια παπούτσια και πορεύτηκε με τα μπαλωμένα… σήμερα κάθεται σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι παρέα με τα παιδόγγονα του, και τους διηγείται τούτα τα αληθινά παραμύθια.
Η ευχή της μάνας είχε πιάσει τόπο..!!