Δεν ήξερα αν πίσω από το σύννεφο καρτερούσε ο ήλιος ή παραμόνευε το χαλάζι. Έτσι ξεκίνησε η μέρα μου μη ξέροντας τι μπορεί να συμβεί. Ευκαιρία, είπα, για περισυλλογή από το παρελθόν που είναι μια παρατεταμένη ανάμνηση των πραγμάτων που συνέβησαν. Του έπαθα, του παθαίνω ή τι θα πάθω. Πώς έζησα, πώς ζω, πώς θα ζήσω στο μέλλον. Ο έχων μνήμη έχει και παρόν και μέλλον.
Θύμισες και προβληματισμοί που γέμισαν τους διαδρόμους του μυαλού μου από τα παιδικά μου χρόνια, τα φτωχά μα ευτυχισμένα, παρέα μ’ όλους τους αγαπημένους συγγενείς, ακόμα και τρίτους, τότε κρατιόταν οι συγγένειες.
Οι γονείς μας φτωχοί και μεροκαματιάρηδες προσπαθούσαν να βάλουν φαγητό στην κατσαρόλα. Η παιδική ψυχή είναι εύπλαστη και άπλαστη και τα σκήπτρα τα έπαιρναν και οι δάσκαλοι καθώς οι γονείς μας δεν ήξεραν πολλά. Μάς μάθαιναν γράμματα, καλούς τρόπους, χειροτεχνία, μάς πήγαιναν την Κυριακή στην Εκκλησία. Με αγάπη θυμάμαι δασκάλους και καθηγητές. Πώς να ξεχάσω την Φιλόλογό μας, μια ατημέλητη και χονδρούλα γυναίκα που πριν αρχίσει το μάθημα μάς έλεγε καθημερινά: “Παιδιά μου, να λέτε εύκολα ευχαριστώ, παρακαλώ, να χαμογελάτε εύκολα, δεν σας κοστίζει τίποτα. Να προσφέρετε το κάθισμά σας στους ανήμπορους”. Τον Ιστορικό μας, που μας παρότρυνε να διαβάζουμε λογοτεχνικά βιβλία: Καζαντζάκη, Λουντέμη, Βενέζη και τόσους άλλους. Έχομε μεγάλη κληρονομιά μην την παραμερίζετε, μάς έλεγε.
Την μάνα που μας έλεγε μην μου φέρετε ξένο μολυβάκι θα σας κόψω τα χέρια. Είναι κλεψιά και από την μικρή πας και στην μεγάλη. Τον πατέρα που δούλευε τίμια και σκληρά για τον επιούσιο της οικογένειας. Τις μέρες τις γιορτινές που φτιάχναμε τα κουλουράκια για να πάρομε σειρά στο φούρνο της γειτονιάς. Μα δεν έπρεπε να φάμε πριν την Ανάσταση. Έτσι διδασκόμεθα την εγκράτεια. Για τον Επιτάφιο μαζεύαμε λουλούδια από τα σπίτια για να τον στολίσομε και το βράδυ όλα τα κορίτσια ψέλναμε τον Επιτάφιο θρήνο. Τα σπίτια μας φτωχά και μικρά μα ήταν γεμάτα από αγάπη και ευτυχία. Το παιχνίδι έξω από το σπίτι, άσκηση μυαλού και σώματος. Κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, αγάλματα, αμάδες, κουτσό, ξυλίκι, πεντόβολα, βόλους και τόσα άλλα που γέμιζαν την παιδική ψυχή μας. Το βράδυ βεγγερίζανε όλες οι γειτονιές και ‘μεις. Τριγύρω ν’ ακούμε ιστορίες και ρητά. Πράγματα που έχουν ξεχαστεί, παραμεριστεί, κατεδαφιστεί.
Γεμίζουμε τα παιδιά μας με γλυκόλογα και φροντίδες. Να μην στερηθεί, να μην κακοπεράσει και για να είναι ήσυχο τηλεόραση και τάμπλετ. Έτσι δέχονται παθητικά και φθάσαμε σ’ έναν αιώνα παθητικό κενό, χρεοκοπημένο, ιδεών και αισθημάτων και τσέπης. Να δούμε με γυμνό μάτι την σημερινή πραγματικότητα, την ανοησία, τον σεξουαλικό άγχος, τον ξεπεσμό. Άλλο πράγμα η αγάπη, άλλο ο έρωτας, άλλο η επιθυμία, άλλο η λαχτάρα, άλλο πίκρα, άλλο μαράζι, άλλο σπλάχνα, άλλο σωθικά. Αγωνία της εποχής τα αδιέξοδα, η απανθρωπιά, η κλεψιά, η φωτιά. Δεν είμαστε πλέον άνθρωποι αλλά μηχανές παραγωγικής ανελέητου χρήματος που λυσσαλέοι αρπούν αχόρταγα. Οι γηραιότεροι πρέπει να βρίσκονται στην κορυφή της οικογένειας και όχι σε οίκους ευγηρίας. Δεν ζει καλά όποιος ξέρει να κρύβεται καλά. Μην είμαστε θεατές της ανθρώπινης κωμωδίας στο μεγάλο βιβλίο του κόσμου. Ζούμε σ’ ένα σούρουπο με μικρές ώρες που τα χρώματα σβήνουν, πάνε να χαθούν. Διώξτε την παθοφοβία, σηκώστε γροθιές. Υπάρχει διαφορά από το να σε καταπατούν ή στο να θυσιάζεσαι. Μη σε φτύνουν και να λες ψιχαλίζει. Να φύγει η ανοησία, η δειλία, η αδράνεια. Οι τρεις μεγάλοι δαίμονες του νου. Η υπόθεση της σωτηρίας ή του χαμού είναι υπόθεση του καθενός μας. Από τα πολλά βγαίνει το ένα και από το ένα τα πολλά. Όχι εγώ αλλά εμείς. Έτσι πάει μπροστά ο άνθρωπος.