Θέμα πανεπιστημιακής διατριβής έγινε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Νίκος Ουρδουλίδης, που σπούδασε στο πανεπιστήμιο Λιτς της Αγγλίας, με διδακτορικό στη Λαϊκή Μουσικολογία, με μεταπτυχιακό στο Κλασικό Τραγούδι, πτυχιούχος της Μουσικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, καθηγητής πιάνου στο ΤΕΙ Ηπείρου, κυκλοφόρησε σε βιβλίο τη διπλωματική του εργασία από τις εκδόσεις Ιανός με τίτλο «Η δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη (1936-1983)». Η επιμέλεια είναι του Κώστα Βλησίδη.
Όπως γράφει στον πρόλογο γράφει ο Γιώργος Νταλάρας: «Ήταν μια προσδοκία χρόνων, διότι ελάχιστες προσπάθειες επιστημονικής και μουσικολογικής αποτίμησης του λαϊκού τραγουδιού, και ιδιαίτερα του ρεμπέτικου, έχουν γίνει, αφού συνήθως αρκούμαστε στις βιογραφίες των μεγάλων λαϊκών συνθετών και σε χαρακτηρισμούς: υπέροχος, μοναδικός, καταπληκτικός». Και συνεχίζει: «Ο Βασίλης Τσιτσάνης πολυγραφότατος, με 550 ηχογραφήσεις στο ενεργητικό του, δημιούργησε το νέο σώμα του λαϊκού τραγουδιού που συντρόφευσε στη δύσκολη ζωή του έναν ολόκληρο λαό».
Ο επιμελητής επισημαίνει ότι στη μουσικολογική αυτή έρευνα ο ερευνητής- μουσικός και ο ίδιος- έχει καταρτίσει μια αναλυτική δισκογραφία του Τσιτσάνη με όλα τα απαραίτητα συνοδευτικά στοιχεία, ονομάζοντάς το «Ηλεκτρονική Βάση Δεδομένων Τσιτσάνης», κάτι που γίνεται για πρώτη φορά. Τονίζει ότι η μελέτη αναδεικνύει την συνθετική τεχνική, την τεχνοτροπία και το «τσιτσανέικο» ύφος, καθώς καταγράφει τις διαχρονικές αλλαγές στη δομή των τραγουδιών, στα όργανα, στο ηχόχρωμα, στο ρυθμό, και στους δρόμους-κλίμακες φωτίζοντας το στυλ Τσιτσάνη με την ιδιαίτερη συνοδευτική τεχνική της ορχήστρας του και τον τρόπο ηχοληψίας.
Πρόκειται για 308 σελίδες ,από μετάφραση στα αγγλικά, που συνδυάζει το πάρκο με την λαϊκότητα. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το σκεπτικό και η μεθοδολογία της έρευνας, το μουσικό υπόβαθρο του συγγραφέα, το βιογραφικό, ιστορικό και πολιτιστικό περιβάλλον του Τσιτσάνη, ο οποίος γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1925 και πολύ νέος, πριν πιάσει στα χέρια του το μπουζούκι, παιδί ακόμη, έπαιζε μαντολίνο και βιολί. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας εξετάζει την εξέλιξη των σπουδών στη λαϊκή μουσικολογία και ρεμπετολογία. Στο τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τις ιστορικές ηχογραφήσεις, εντοπίζοντας προβληματικές ερμηνείες που έχουν εμφιλοχωρήσει σε πολλά δημοσιευμένα έργα Ελλήνων θαυμαστών του είδους, εστιάζοντας το πρόβλημα που υπάρχει γύρω από την αξιοπιστία των πηγών. Στο τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο καταπιάνεται με τους ελληνικούς λαϊκούς δρόμους, ώστε να κατανοηθεί η συνθετική τεχνοτροπία του Τσιτσάνη, συγκρίνοντας τους δρόμους με το τουρκικό σύστημα των μακάμ, αλλά και τα βυζαντινά και αρχαιοελληνικά τροπικά συστήματα. Στο έκτο και έβδομο κεφάλαιο πραγματεύεται, με επιλεγμένα παραδείγματα, τους δρόμους ματζόρε, χιτζάζ, χιτζασκιάρ, ουσάκ, χουζάμ και σεγκιά. Στο τελευταίο κεφάλαιο καταθέτει τα συμπεράσματα της έρευνάς του, περιγράφοντας πως ο μεγάλος συνθέτης συνέβαλε στο ταξίδι του ρεμπέτικου προς το λαϊκό και τον αντίκτυπο της μουσικής του τότε και σήμερα.
Το βιβλίο τεκμηριώνεται με ένα παράρτημα από φωτογραφίες, γραφήματα, πίνακες, παρτιτούρες, καταλόγους, κωδικούς, ονόματα στιχουργών, ημερομηνίες ηχογράφησης, ετικέτες, ονόματα τραγουδιστών, ονόματα μουσικών, διάρκεια τραγουδιών, και εξαντλητική βιογραφία, καθώς και ένα ευρετήριο όρων και ονομάτων. Μιλάμε για επιστήμη απέναντι στο μπουζούκι όπως το οδήγησε από την ανατολή στη δύση ο μεγάλος τρικαλινός.
Τελικά, ο εκδυτικισμός του ρεμπέτικου είναι η σημαντικότερη συμβολή του Τσιτσάνη και αυτό, κατά τον πανεπιστημιακό συγγραφέα, τεκμηριώνεται από τα εξής τρία χαρακτηριστικά: 1) Το στυλ της καντάδας, για την οποία γίνονται αρκετές αναφορές στη διατριβή, 2) Ο νέος ρόλος που αποδίδεται στις φωνές, καθώς και οι νέοι συνδυασμοί τους και, 3) η πλουσιότερη συγχορδιακή αρμονία, την οποία εισήγαγε στο πρώτο μεταπολεμικό ρεπερτόριό του που κατά βάση προκλήθηκε από τις πιο σύνθετες και εκλεπτυσμένες μελωδίες των τραγουδιών του.
Ένα βιβλίο επιστήμης για τον εθνικό Τσιτσάνη.