Σημαντικές προοπτικές διαφαίνονται για την ανάπτυξη του οινοτουρισμού στην Κρήτη και σε όλη την Ελλάδα.
Παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά οινοποιεία δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις ποσότητες παραγωγής των μεγάλων οινοπαραγωγών περιοχών, ωστόσο, με “όπλα” την ξεχωριστή ταυτότητα των τοπικών κρασιών και την προσαρμογή στις σύγχρονες απαιτήσεις ως προς τις παροχές που προσφέρουν τα οινοποιεία στους επισκέπτες, ο οινοτουρισμός μπορεί να αποτελέσει ένα ακόμα σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό μοχλό ανάπτυξης για τη χώρα μας.
Τα παραπάνω συμπεράσματα αναδείχθηκαν μέσα από την ερευνητική εργασία που διεξήγαγε η Χανιώτισσα φοιτήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών Αναστασία Τζομπανάκη, υπό την επίβλεψη του καθηγητή κ. Γιάννη Αίσωπου. Στο πλαίσιο της εργασίας μελετήθηκαν 12 οινοπαραγωγικές περιοχές από 11 διαφορετικές χώρες (ΗΠΑ, Γαλλία, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Ν. Αφρική, Ν. Ζηλανδία κ.ά.), ενώ μεταξύ των περιοχών αυτών ήταν η Σαντορίνη και το Ηράκλειο από την Ελλάδα. Η έρευνα παρουσιάστηκε στο πλαίσιο των “Οινοκρητικών 2019” που εγκαινιάστηκαν το Σάββατο 20 Απριλίου στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου (ΚΑΜ).
«Αυτό που θέλησα να δω μέσα από την έρευνα ήταν η στρατηγική που ακολουθούν οι διαφορετικές οινοπαραγωγικές περιοχές καθώς πρόκειται για ένα νέο πεδίο δράσης για τους αρχιτέκτονες προκειμένου να ενεργοποιηθεί περισσότερο οικονομικά, πολιτιστικά και κοινωνικά μια περιοχή» εξήγησε η Αναστασία Τζομπανάκη.
Η επιλογή της Σαντορίνης και του Ηρακλείου ως περιοχές μελέτης έγινε κυρίως λόγω των ΠΟΠ περιοχών που διαθέτουν κάτι που τις καθιστά περισσότερο αναγνωρίσιμες στο κοινό των οινοτουριστών. Στο πλαίσιο της έρευνας μελετήθηκαν τα δίκτυα και οι συνδέσεις των περιοχών και των οινοποιίων, οι παροχές που προσφέρουν (αίθουσες οινογευσίας, παρουσίασης των διαδικασιών που ακολουθούνται από τον αμπελώνα μέχρι την εμφιάλωση, επισκέψεις στους αμπελώνες, πληροφορίες γύρω από την ιστορία του οινοποιίου κ.λπ.) και οι δρόμοι του κρασιού.
«Το συμπέρασμα που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι ενώ τα ελληνικά οινοποιία είναι πολύ μικρότερης παραγωγικής εμβέλειας είναι πολύ ανταγωνιστικά. Ως προς τη Σαντορίνη ο λόγος είναι ότι πρόκειται για οινοποιία εύκολα προσβάσιμα, ανοιχτά στο κοινό που προσαρμόζονται διαρκώς στις σύγχρονες απαιτήσεις. Με αυτό τον τρόπο αναπτύσσεται ο οινοτουρισμός και τα οινοποιία μπαίνουν στην αγορά πολύ δυναμικά. Αντίστοιχα στο Ηράκλειο ενώ τα οινοποιία είναι ανοιχτά προσφέρουν λιγότερες παροχές αλλά δίνουν μεγάλη έμφαση στην εξωστρέφεια συμμετέχοντας σε εκθέσεις και γεγονότα γύρω από το κρασί», ανέφερε η κα Τζομπανάκη.
Σε ό,τι αφορά τις διαφορές με το εξωτερικό διαπιστώθηκε ότι εκεί είναι περισσότερο ανεπτυγμένα τα θεματικά οινοποιία ενώ στην Ελλάδα είναι περισσότερο λειτουργικά και οι παροχές που προσφέρονται είναι πιο στοχευμένες.
Η κα Τζομπανάκη σημείωσε ακόμα ότι στο πλαίσιο του οινοτουρισμού καλό είναι να αναζητούνται και συνδέσεις με άλλα πολιτιστικά στοιχεία της περιοχής (μουσεία, μνημεία κ.ά.), που μπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά για τη στρατηγική του οινοτουρισμού και να εμπλουτίσουν το ταξίδι των επισκεπτών στον πολιτισμό του κρασιού και την ταυτότητα της περιοχής που επισκέπτονται.