Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Θεία να τα πούμε 

Από τ΄ άγρια χαράματα ξύπνησε ο Αλέξανδρος την μέρα εκείνη.
Eπρεπε να προκάμει να σενιαριστεί, και ν΄αρχίσει να χτυπά αξημέρωτα μια -μια τις αυλόπορτες του χωριού
Από βραδύς η μάνα του του έραψε με μεταξωτή κλωστή τις τρυπημένες τσέπες του παντελονιού του, κι ο πατέρας του μπάλωσε με γερο λουρί τα ξεσκισμένα αρβυλάκια του .
Φέτος αν πήγαινε καλά η χρονιά θ΄αγόραζε καινούρια.
Μόλις άρχισε να χαράζει η μέρα, άφησε στην μέση τη φέτα με το φρέσκο ανθόγαλο και ξεκίνησε..
Στο ένα του χέρι κράταγε μια γυάλινη μπουκάλα για να μαζεύει το λάδι και στο άλλο ενα χοντρό ραβδί, για να διώχνει τσι δαγκανιάρηδες σκύλους.
Θεία να τα πω, θεία να τα πω ακούστηκε η βραχνιασμένη φωνή του, στο πρώτο χαμόσπιτο που συνάντησε.
Πέστα παιδάκι μου πέστα τον καλημέρισε όλο καλοσύνη η κυρία Αργυρούλα.
Δεν πρόλαβε καλά καλά να της πει το αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά και άρχισε να του βάζει μπόλικο λαδάκι η καλή θεία.
Γέλαγαν και τ αυτιά του Αλέξανδρου για τον καλό σεφτέ που έκανε και συνέχισε καμαρωτός καμαρωτός την στρατιά του λαχτίζοντας στον δρόμο του πέτρες και ντενεκάκια.
Άλλες πόρτες είχαν ορθάνοικτες οι νοικοκυραίοι κι άλλες μας τάπαν κι άλλοι παιδάκι μου.
Κόντευε να μεσημεριάσει ο θεός κι ο μικρός καλαντρολόγος είχε αλωνίσει σχεδόν όλο το χωριό, μαζεύοντας σταλιά- σταλιά το λαδάκι.
Σε δυο σπίτια θα τα έλεγε ακόμα και μετά θα το μοσχοπούλαγε στον μπάρμπα Κωστή στον μπακάλη του χωριού.
Το ένα ήταν τις γιαγιάς του που θα του έδινε γερό χαρτζιλίκι και το άλλο εκεί ψηλά στην ανηφόρα, που ήταν γεμάτα τα λαδοπίθαρά του.
Έφτασε λαχανιασμένο στο πλουσιόσπιστο το μικιό Αλεκάκι και χτύπησε δυνατά την εξώπορτα,για να τον ακούσουν
– Πιο σιγά μωρέ παλιόπαιδο μη μου σπάσεις την καινούρια πόρτα…
Ακούστηκε από μέσα μια υστερική φωνή…
-Θεία να τα πω…
-Πέστα μωρέ ξεβράκωτε, πέστα,αλλά σ΄εμένα θα τα πεις ούλα, αλλιώς δεν έχει σταλιά λάδι, τ΄αγριοφώναξε από μέσα η κακιά θεία…
Και δεν πρόλαβε καλά να της πει τα χρόνια πολλά ο μικρός μας φίλος και τ΄απογέμισε την μπουκάλα του με βρωμόλαδα που ήταν για σαπούνι….
– Καλώς το τ΄αντράκι μου καλώς το, τον υποδέχτηκε η μάνα του, που ήταν γελαστή κι έλαμπε σαν τον ήλιο.
-Κάτσε παιδάκι μου να ξεκουραστείς, να μου πεις και πόσα λεφτά έβγαλες.
-Δεν έβγαλα μάνα τσακιστή δεκάρα κι όλα τα λάδια μου ήταν για πέταμα…
-Μην κλαις χαρώτο να μ΄αρρωστήσεις κι εγώ θα σου δώσω την καλή μου χέρα.
Του έδωσε να πουλήσει ένα γδυμνολαίμη κόκορα και δέκα ολόφρεσκα αυγά, να αγοράσει τετράδια και κοντυλοφόρους…
Φεύγοντας του έδωσε νοερά και την ευχή της.
Τότε ο Αλέξανδρος δεν κατάφερε να αγοράσει καινούρια παπούτσια και πορεύτηκε με τα μπαλωμένα…
Σήμερα κάθεται σε μια αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και διηγείται στα εγγόνια του τούτα τα αληθινά παραμύθια…
Η ευχή της μάνας του είχε πιάσει τόπο..!!!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα