Θυμάσαι τον Ποσειδώνα, το ψαρί άτι που είδαμε να βγαίνει από τη θάλασσα κι έφερε δίπλα μας ο Γρηγόρης ο πονετικός ιδιοκτήτης του;
Ήτανε δώρο για όλους.
Στο διπλανό με το σπίτι μας περιφραγμένο οικόπεδο, πάνω από έξι στρέμματα έκταση, με φυσική αυτοφυή βλάστηση, το άφησε ελεύθερο σαν που αρμόζει σε τέτοια ζώα. Μόνο ένα τεπόζιτο έβαλε που ήτανε με δική μας ευθύνη πάντα γεμάτο νερό να πίνει.
Του δώσαμε περισσευούμενα φρούτα και κλαδιά με μπόλικα πράσινα φύλλα, μας κοίταξε επιφυλακτικά, κι άρχισε να τρώει δισταχτικά, μια και δεν μας γνώριζε, μετά πιο άνετα, σε λίγο λαίμαργα και στο τέλος αφέθηκε να μας κοιτάει περίεργα.
«Τι ρόλο παίζουν αυτοί στη ζωή μου;» θα αναρωτιόταν, και κούναγε σιγανά την μακρόστενη πεισματική του κεφάλα.
Τον χαδέψαμε στη γκριζόμαυρη πλούσια χαίτη, στο σκληρό πρόσωπο, μα φοβηθήκαμε γιατί έδωκε μια κι απαλλάχτηκε από τα χέρια μας. Πολύ μαλακά του φαινόντουσαν, ως φαίνεται.
Συνεχίσαμε όμως να του μιλάμε, μας κοιτούσε με τα τεράστια μάτια του ακίνητα, του δώκαμε και λίγο σταφιδόψωμο, το πήρε με τις χειλάρες του πολύ προσεχτικά μη μας αγγίξει και, θαρρείς, μας χαμογέλασε.
Του λέγαμε το όνομά του το καινούργιο, δεν αντιδρούσε. Τρίβαμε το μυώδη λαιμό του, βγάζαμε και καμιά φωτογραφία, ώσπου παραξενευτήκαμε όταν κούνησε μια-δυο το κεφάλι προς τα κάτω, έσκαψε με το μπροστινό δεξί του πόδι το χώμα, πρόβαλε για ελάχιστα δευτερόλεπτα το σερνικό του μόριο και μας χλιμίντρισε χαρούμενο.
Ήτανε σίγουρα σημάδια πως σμίξανε τα χνώτα μας, μας συμπάθησε και γινήκαμε φίλοι.
Ένα απρόσμενο σφιχτοδέσιμο και μια αλλιώτικη μίξη ενστίκτων κι αισθημάτων σεβασμού, θαυμασμού κι αγάπης.
Όλη τη μέρα έκανε βόλτες, χωνόταν στα άγρια χόρτα, μασούλαγε συνέχεια κι ως φωνάζαμε Ποσειδώνα, ερχόταν στο σύρμα, έβαζε από μέσα τη μεγάλη του κεφαλή που ήτανε όσο το μπόι δεκάχρονου παιδιού, κοιτούσε με αυτό το βαθύ βλέμμα κι απάντεχε μέχρι να το σιμώσουμε, να το χαδέψουμε στο μεσόφρυδο και πάνω απ’ τα σαρκώδη τεράστια χείλη του, να τον δούμε να χαλαρώνει και να βλεφαρίζει σαν καλόγνωμος άνθρωπος.
Ένα απόγεμα, λίγο πριν την ώρα που θα του δίναμε αμπελόφυλλα, ακούστηκε απ’ την άκρη του χωραφιού.
―Μπίλη, έλα Μπίλη…
Τσίτωσε αυτός τα αυτιά του, ξεκίνησε να πάει κατά κει, μα έβλεπε εμάς και δεν έκανε κέφι να πάει που τον φώναζε ο αφεντικός του. Κοιτούσε μια εμάς και μια στο βάθος που ακουγόταν η φωνή.
―Κάθισε ρε Ποσειδώνα. Πού θα μας αφήσεις; Του είπα πρόσχαρα, μαρμάρωσε.
Μα έλα ντε που ο αφέντης τον καλούσε με το όνομά του και με το ειδικό σφύριγμα που τον είχε εκπαιδεύσει; Βρέθηκε σε δίλλημα, αναγκάστηκα να του πω,
―Άντε πήγαινε που σε φωνάζει και του έκανα τη σχετική κίνηση με το χέρι. Τότε, και μόνο τότε, ανόρεχτα, με αργό ρυθμό κατευθύνθηκε προς το μέρος που ερχόταν η φωνή. Δεν πέρασαν ρε παιδιά λίγα λεπτά, κι είδα τον Ποσειδώνα μας, χωρίς να τον φωνάξω, να επιστρέφει καλπάζοντας και χαρούμενος στάθηκε στο σημείο που είχε φύγει. Κατάλαβα, πήρα ένα ροδάκινο που του άρεσε ιδιαίτερα, τον πλησίασα, τον αντάμειψα. Καθώς το έπαιρνε, για πρώτη φορά, έκλεισε στα χείλη του και το δάχτυλό μου. Όχι να το δαγκώσει μα, θαρρώ, να το φιλήσει. Του το ανταπέδωσα στο σκληρό του μέτωπο.
Μετά από ένα μήνα, που τον θεωρούσαμε πια μέλος της οικογένειάς μας, συνέβη κάτι το φοβερό.
Μας ξύπνησε ο θόρυβος μιας τεράστιας μπουλντόζας, που καθάριζε το διπλανό χωράφι. Πάνε τα ξερά χόρτα, πάει το τεπόζιτο, πάει κι ο Ποσειδώνας μας!
Θα το κάνανε, λέει, οικόπεδα να τα πουλήσουν. Σε κάτι Γερμανούς!
Κι έπεσε θύμα των συμφερόντων κι ο Ποσειδώνας μας.
Ήμασταν απαρηγόρητοι. Κι ο Γρηγόρης, χαμένος.
Τη μεθεπόμενη μας ξύπνησε το κουδούνι της πόρτας. Ήταν ο Γρηγόρης.
―Δυο μέρες δε βάζει μπουκιά στο στόμα του ….
Σε πέντε λεπτά, σκουπίζαμε τα μάγουλα του Ποσειδώνα μας που ήταν αυλακωμένα με ξεραμένα δάκρια. Και τα δικά μας μάγουλα.
Του δώσαμε σανό, ένα ροδάκινο, δεν άνοιγε το στόμα του. Μείναμε κάμποσο μαζί του, δίπλα του. Μεσημέρι πια, δοκίμασε μια φέτα ψωμί, ήπιε και νερό.
Και χωρίσαμε. Ο καθένας με τον πόνο και τα ερωτηματικά του.
*gkamvysellis@yahoo.gr