Θησαυροφυλάκια γνώσης εξακολουθούν να αποτελούν οι βιβλιοθήκες, οι οποίες προσαρμόζονται στη ψηφιακή εποχή μέσα από τη ψηφιοποίηση του υλικού τους.
Τα παραπάνω τονίστηκαν στο πλαίσιο της διεθνούς ημερίδας που διοργανώθηκε χθες στο Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου (Ίδρυμα Αγία Σοφία) στον Αποκόρωνα με τίτλο: “Εκδόσεις και βιβλιοθήκες στη Νοτιανατολική Ευρώπη – Από τον 17ο αιώνα στις προκλήσεις του σήμερα”. Η ημερίδα συνδιοργανώθηκε από το Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη, το Εργαστήριο Ιστορίας Βιβλίου, τον Σερβικό φορέα Adligat, το Εργαστήρι Νέων Τεχνολογιών του ΕΚΠΑ και το Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου (ΙΕΤ).
Οι ομιλητές ήταν από την Ελλάδα και τη Σερβία με τις εισηγήσεις τους να παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς αφορούσαν την εξέλιξη των εκδόσεων και των βιβλιοθήκων αλλά και τον ρόλο της τυπογραφίας.
Η ημερίδα ξεκίνησε με χαιρετισμό του προέδρου του Δ.Σ. του ΙΕΤ, Γιάννη Γαρεδάκη και σύντομη παρουσίαση των Χανίων και της ιστορίας τους από τον διευθυντή των “Χανιώτικων νέων”, Παρασκευά Περάκη.
Η πρώτη συνεδρία στην οποία προήδρευσε η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, Γωγώ Βαρζελιώτη, είχε ως θέμα τις εκδόσεις. Στη διάρκειά της αναδείχθηκε ο ρόλος των εκδόσεων και του βιβλίου σε ελληνικές οικίες κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας αλλά και η εκδοτική κίνηση στη Σερβία.
Εισήγηση με θέμα: “Βιβλία και ιδιωτικές βιβλιοθήκες σε ελληνικές οικίες κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας: Αρχειακές αναφορές από τη Βενετία τον 17ο αιώνα”, πραγματοποίησε η Ουρανία Καραγιάννη, δρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας, προϊσταμένη στην Υπηρεσία Εκδόσεων, στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ). Όπως ανέφερε, η παρουσία του βιβλίου σε ελληνικές οικίες της Βενετίας, όπως καταγράφεται σε διαθήκες και σε μετά θάνατον ινβεντάρια κινητής περιουσίας, αποτελεί μια σημαντική παράμετρο για την εξέταση του γνωστικού και επιστημονικού επιπέδου των κατόχων τους. Η ανάγνωση, λοιπόν, του υπό μελέτη υλικού είναι διττή: έντυπα και χειρόγραφα χαρτώα, όπως κατάστιχα, βιβλία ποικίλων σχημάτων, δεμένα ή άδετα, λυτά έγγραφα, νοταριακά ή άλλα, επιστολές, αποτελούν υλικά στοιχεία της κινητής περιουσίας· συνάμα, είναι πολιτισμικά στοιχεία, ενδεικτικά για το μορφωτικό επίπεδο των κατόχων τους, τη νοοτροπία, τα πνευματικά, αισθητικά ή οικονομικά ενδιαφέροντα που απορρέουν από αυτά, και, βέβαια, τις καταναλωτικές συνήθειες.
Στη διάρκεια του πρώτου μέρους της συνεδρίας, ο Srdjan Stojančev, Επιτιμος Πρόεδρος της Σερβικής Βιβλιοφιλικής Εταιρείας, αναφέρθηκε στον Theodosie Lananin – τυπογράφο σερβικών βιβλίων στη Βενετία. Η Svetlana Mirčov, Ιδρύτρια και Πρόεδρος της Adligat, Διευθύντρια της βιβλιοθήκης της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, αναφέρθηκε σε “τυπογραφεία που έχουν τυπώσει σερβικές εκδόσεις κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου στην Κέρκυρα, στη Θεσσαλονίκη και στην Μπιζέρτα (Τυνησία), 1916- 1918”.
Η Κατερίνα Διακουμοπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, ΕΚΠΑ, μίλησε με θέμα: “Ελληνική Βιβλιογραφία Θεατρικών Έργων (1900-1940)”.
Κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων σημειώθηκε:
• 65.000 βιβλία τυπώνονται κάθε χρόνο στη Σερβία
• Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Σερβίας αποτελεί μια από τις καλύτερες Βιβλιοθήκες του κόσμου • 2.000.000 βιβλία περιλαμβάνει το Μουσείο Βιβλίου Adligat ενώ 2.000.000 σελίδες βιβλίων και εφημερίδων έχουν ψηφιοποιηθεί σε συνεργασία με ανώτατα ερευνητικά εκπαιδευτικά ιδρύματα
• Αναδείχθηκε η ανάγκη ψηφιοποίησης και δημιουργίας ψηφιακού καταλόγου για σπάνιες εκδόσεις.
Στο δεύτερο μέρος της πρώτης συνεδρίας προήδρευσε ο Μιχάλης Μεϊμάρης, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ, ιδρυτής Εργαστηρίου Νέων Τεχνολογιών, Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. Στη συμβολή των Κρητών στην τυπογραφία αναφέρθηκε ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Επαρχιακού Τύπου και του Μουσείου Τυπογραφίας, Γιάννης Γαρεδάκης. Μεταξύ άλλων σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια όμως της Οθωμανικής κατοχής και μέχρι το 1878, η λειτουργία τυπογραφείων παραμένει απαγορευμένη στην Κρήτη (η ίδρυση και λειτουργία τυπογραφείων επετράπη με το άρθρο 15 της Σύμβασης της Χαλέπας). Η Βενετία, εκείνη την εποχή θεωρείται λίκνο της ελληνικής τυπογραφίας, καθώς μετά της Άλωση της Πόλης, οι «φυγάδες» του Βυζαντίου και Έλληνες από όλα τα μέρη της Ελλάδας δημιούργησαν εκεί μια ισχυρή ελληνική κοινότητα. Ο ρόλος των Κρητικών ήταν καταλυτικός, καθώς η Κρήτη ήταν ενετοκρατούμενη ήδη από τον 13ο αιώνα. Οι Κρήτες στο Τυπογραφείο του φιλλέληνα Άλδου Μανούτιου, στη Βενετία, είχαν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και στη διάσωση των αρχαίων χειρογράφων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα τυπογραφικά έργα του υπογράφονταν ως «Άλδος Μανούτιος, Ρωμαίος και φιλέλλην». Σε αυτό το τυπογραφείο εργάστηκαν και διέπρεψαν πολλοί Κρητικοί λόγιοι και τυπογράφοι.
Στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου αναφέρθηκε ο πρόεδρός της Μιχάλης Τρούλης. Μεταξύ άλλων τόνισε ότι από τότε που η Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου ορίστηκε ως κεντρική υπήρξε εντυπωσιακή η ανάπτυξή της. Η Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου εκτός των 300.000 τίτλων που φτάνει σήμερα, διαθέτει μια σημαντική σειρά παλαιοτύπων, που χρονολογούνται από το 1498 (π.χ. κωμωδίες του Αριστοφάνη), ένα αξιόλογο ιστορικό Αρχείο, από τον 19ο ως τις αρχές του 20ου αιώνα, μια μοναδική συλλογή τοπικών κυρίως εφημερίδων από το 1881 και αθηναϊκών από το 1945 μέχρι σήμερα, πολλές προσωπικές δωρεές και περίπου 1.000 τίτλους περιοδικών. Επίσης διαθέτει ένα Δημόσιο Κέντρο Πληροφόρησης, το οποίο παρέχει στο κοινό πρόσβαση στο διαδίκτυο και ένα μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών CD-ROM.
Στη Βιβλιοθήκη Matica Srpska της Σερβίας αναφέρθηκε ο υποδιευθυντής της, Aleskic Miroslav. Οπως είπε, η βιβλιοθήκη αυτή αποτελεί την παλαιότερη και πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη της Σερβιας καθώς χρονολογειται από τον 13ο αιώνα. Περιλαμβάνει 4.000.000 βιβλία, εκδόσεις και 671 παλαια χειρόγραφα από τον 15ο αιώνα. Η βιβλιοθήκη έχει 150 εργαζόμενους ενώ συνεργάζεται με πάνω από 300 Βιβλιοθήκες και ξένα ιδρύματα.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ
Στην απογευματινή συνεδρία με θέμα: “Βιβλιοθήκες” στο πρώτο μέρος προήδρευσε ο Αντώνης Σκαμνάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο ΑΠΘ και στο δεύτερο η Άννα Καρακατσούλη, καθηγήτρια, Διευθύντρια Εργαστηρίου Ιστορίας του Βιβλίου, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, ΕΚΠΑ.
Στο ρόλο των βιβλιοθηκών αναφέρθηκε, μιλώντας στα “Χ.ν.”, η διευθύντρια της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ελένη Κωβαίου, η οποία πραγματοποίησε εισήγηση με θέμα: “Η συλλογή παλαιτύπων της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Πολιτικές ανάπτυξης, τεκμηρίωσης και στρατηγικές εξωστρέφειας”. Η κα Κωβαίου τόνισε: «Οι βιβλιοθήκες εξακολουθούν να είναι τα θησαυροφυλάκια της γνώσης. Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε πάρα πολλά οικονομικά προβλήματα. Και αυτό λίγο διαταράσσει τον ρόλο των βιβλιοθηκών. Στην εποχή της ψηφιοποίησης οι βιβλιοθήκες είναι αυτές που οργανώνουν τη διάχυση του υλικού τους στο κοινό. Και πολύ γρήγορα ο ερευνητής μπορεί να έχει στα χέρια του το πολύτιμο υλικό που έχουν οι βιβλιοθήκες. Στη σύγχρονη εποχή η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης έχει οργανώσει μία από τις μεγαλύτερες ψηφιακές βάσεις στην Ελλάδα. Λέγεται “Ανέμη|”. Εχει περίπου 2.700.000 ψηφιακές σελίδες και μπορεί να εξυπηρετεί με ταχύτητα τις αναζητήσεις των χρηστών. Βεβαίως, πάρα πολλοί φορείς, ψηφιοποιούν και διαθέτουν το υλικό τους σε όλο τον κόσμο».
Στις βιβλιοθήκες των Χανίων αναφέρθηκε η προϊσταμένη βιβλιοθηκών του Δήμου Χανίων, Παρασκευή Χουδαλάκη. Χαρακτηριστικά σημείωσε ότι η Δημοτική Βιβλιοθήκη ιδρύθηκε το 1953 και εγκαινιάστηκε αρχές του 1954. Τον Ιουνίου 1960 στεγάστηκε στον πρώτο όροφο του Δημαρχείου, όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα, σε έκταση 800 τ.μ. Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και ανάπτυξή της έπαιξαν οι άνθρωποι που εργάστηκαν σε αυτό το χώρο, ο Λεωνίδας Μανωλικάκης που υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της, ο Ανδρέας και η Μαρίκα Κοτσιφάκη, ο Κώστας Πατεράκης, ο Μιχάλης Γρηγοράκης και η Χρυσούλα Καραπατάκη-Συντζανάκη. Σήμερα, η συλλογή της αριθμεί πάνω από 90.000 βιβλία, 10.000 τεύχη περιοδικών, πάνω από 10.000 φύλλα εφημερίδων, πλούσιο αρχειακό υλικό, αλλά και 4.000 τεμάχια cd, dvd, 8.000 φωτογραφίες και σπάνιους χάρτες.
Στην παλαιότερη σερβική οικογενειακή βιβλιοθήκη – Βιβλιοθήκη Lazić από το 1882 αναφέρθηκε ο Viktor Lazić, Ιδρυτής και Επίτιμος Πρόεδρος της Adligat.
Η Μαρία Γεωργοπούλου, Διευθύντρια στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, μίλησε με θέμα: “Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. Σπάνιες εκδόσεις, αρχειακά τεκμήρια και τεχνολογία”. Η κα Γεωργοπούλου αναφέρθηκε σε εκδόσεις που διαθέτει η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη και σε δράσεις της όπως η ψηφιοποίηση υλικού.
Ο Nebojša Kuzmanović, Διευθυντής Αρχείου της Vojvodina, κρατικού εκδοτικού ιδρύματος ιστορικών βιβλίων και ο Kristijan Obsust αναφέρθηκε σε “ειδικές βιβλιοθήκες και εκδοτική δραστηριότητα στα αρχεία: Τα αρχεία της Βοϊβοντίνα”.
Με θέμα: “Βιβλιοθήκες στην Ελλάδα: Από τις κλειστές συλλογές του παρελθόντος στην πρόκληση για καθολική πρόσβαση”, μίλησε η Χρύσα Νικολάου, Προϊσταμένη Βιβλιοθήκης Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ).
Στους ψηφιοποιημένους θησαυρούς της βιβλιοθήκης του Βελιγραδίου αναφέρθηκε ο Marjan Marinkovic, Διευθυντής Δημοτικής Βιβλιοθήκης Βελιγραδίου.
Με θέμα: “Πανεπιστήμιο, βιβλιοθήκη, μνήμη”, μίλησε ο Ratko Ristić, Αναπληρωτής Πρύτανης Διεθνών Σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο Βελιγραδίου.
Κατά την αναφορά του στα συμπεράσματα της ημερίδας, ο Αντώνης Σκαμνάκης πρότεινε η επόμενη συνάντηση να αφορα στις εκδόσεις των εφημερίδων με τον πρόεδρο του Δ.Σ. του ΙΕΤ και ιδρυτή των «Χανιώτικων νέων», Γιάννη Γαρεδάκη να επισημαίνει ότι μέσα από τις εφημερίδες αναδεικνύονται ιστορικά γεγονότα.
Η τεχνητή νοημοσύνη
Η τεχνητή νοημοσύνη Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε το θέμα που ανέπτυξε ο Μιχάλης Μεϊμάρης, Ομότιμος Καθηγητής Νέων Τεχνολογιών, ΕΚΠΑ: “Είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) το Α και το Ω;”
Ο κ. Μεϊμάρης παρουσίασε μία εισήγηση προϊόν τεχνητής νοημοσύνης για να υπογραμμίσει: «Το πρόβλημα δεν είναι η τεχνητή νοημοσύνη τόσο πολύ για όλους μας. Το πρόβλημα είναι αυτά που συμβαίνουν τώρα γύρω μας. Είμαστε εν μέσω δύο μεγάλων πολέμων με χιλιάδες, κυρίως αμάχους, νεκρούς. Πρέπει να προσέξουμε τι είναι αυτό που κληροδοτούμε εμείς στα παιδιά μας τώρα. Δηλαδή, ποιος είναι αυτός ο κόσμος με ή χωρίς τεχνητή νοημοσύνη και κυρίως αυτά που συμβαίνουν στην αναλογική πραγματικότητα και όχι στη ψηφιακή πραγματικότητα, μια και όλοι ζούμε ως πραγματικά αμφίβια μεταξύ των δύο αυτών πραγματικοτήτων. Πρέπει λοιπόν εδώ και τώρα να πάρουμε κάποια θέση και να έχουμε ευθύνη γιατί θα μας ζητηθεί αυτη η ευθύνη από τα παιδιά και τα εγγόνια μας».
Ο ίδιος μιλώντας στα “Χ.ν.” εξήγησε: «Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι κάτι άλλο παρά η δυνατότητα να μπορεί να διαχειρίζεται με ένα είδος νοημοσύνης πολλά δεδομένα, πολλά περισσότερα από ό,τι μπορεί το ανθρώπινο μυαλό. Σε ένα πρώην φοιτητή μου, μεταπτυχιακό, τον Βαγγέλη Μωραΐτη, ο οποίος τον τελευταίο χρόνο ασχολείται πάρα πολλές ώρες την ημέρα με την τεχνητή νοημοσύνη σε όλες τις τις διαστάσεις, μίλησα για τη σημερινή παρουσίαση και μου ζήτησε κείμενά μου με τα οποία τροφοδότησε τις μηχανές της τεχνητής νοημοσύνης και η μηχανή έφτιαξε ένα κείμενο για το θέμα μου προσαρμοσμένο στο στυλ που κάνω ομιλίες. Ετσι μου έδωσε ένα κείμενο, περίπου 13 σελίδων, το οποίο φτιάχτηκε από μηχανή για το θέμα αυτό, προσαρμοσμένο στο μέτρο του δυνατού σε αυτό που είναι ο Μεϊμάρης συνήθως ως ομιλητής. Δεν μπορώ να πω ότι το πέτυχε, ιδιαίτερα λόγω του ότι μιλώ χωρίς γραπτό κείμενο. Παρουσίασα το κείμενο για να δείξω ακριβώς τι φτιάχνει στην πράξη η τεχνητή νοημοσύνη. Δεν πιστεύω ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μας τελειώσει, όμως επισημαίνω ιδιαίτερα το ότι πρέπει να προσέξουμε στο ότι δεν πρέπει να χάνουμε το δάσος κοιτώντας το δέντρο. Τι υποννοώ: πρέπει να σκεφτόμαστε τα ενδεχόμενα μελλοντικά προβλήματα που θα φέρει η τεχνητή νοημοσύνη, ιδιαίτερα όταν πέσει στα χέρια αυτών που αρέσκονται σε παιγνίδια εξουσίας και πολεμικών εφαρμογών. Αλλά, αυτή τη στιγμή τα προβλήματα γύρω μας, με τους πολέμους, είναι τόσο κοντά πια και πρέπει να μας απασχολούν».