Εις το σαράντατέσσερα, στσ’ εικοσιδυό τ’ Αυγούστου,
στο Κέντρος θρήνος ’γράφτηκε με τσ’ ήρωες νεκρούς του.
Βουνό τση Κρήτης ιερό το Κέντρος αντρειωμένο
ήτονε πάντα ’λεύτερο, ποτές του σκλαβωμένο.
Πρίχου τση μέρας να φανεί το πλιά λαμπρόν αστέρι,
οχτώ χωριά ξυπνήσανε μ’ ένα κακό χαμπέρι.
Εφτά χωριά Αμαριώτικα κι ένα τ’ Άϊ Βασίλη
δίχως ζωή τ’ αφήκανε, Γερμαναράδες σκύλοι.
Άντρες και γυναικόπαιδα, σωστοί νοικοκυραίοι,
είχαν αντισταθεί γερά γιατί ’σανε γενναίοι.
Μ’ απρόσκλητοι καταχτητές τσοι ’πιάσα μάνι-μάνι,
σε τοίχ’ ομπρός τσοι ’στέσανε στου τουφεκιού τη γ- κάνη.
Στο χώμα ’σωριαστήκανε με των οχτρώ το βόλι,
το αίμα ντως επότισε του Κέντρους το περβόλι.
Το ν-τόπο τω μ-προγόνω ντως αιματοποτισμένο,
«φεύγου» και τον αφήνουνε άδειο, μα δοξασμένο.
Εγκληματίες Γερμανοί είχανε βρει το ν-τρόπο
χαλάσματα και συφορές ν’ αφήσουνε στο ν-τόπο.
Σπίθια κι αυλές αδειάσανε κι αρχίξα και τα ’καίγα,
να μη ξανακατοικηθού γιατί κι αυτά τως ’φταίγα.
Στα σοκαμένα τα χωριά, ως και τα κεραμίδια,
άθος απογενήκανε, καπνός κι αποκαϊδια.
Δε γ-κελαηδούνε μπλιό πουλιά στσι Κεντριανές κορφάδες,
γιατί τα ξεσπιτώσανε του Χίτλερη φονιάδες.
Δεν έχουνε μουδέ λαλιά μουδέ φωλιά να μπούνε
τα μαύρα ’βάλανε κι αυτά γι αυτό δε γ-κελαηδούνε.
Η Σάμιτος δακρυρροεί, το Κέντρος ανταριάζει
κι ο Ψηλορείτης θύματα μετρά και σκοτεινιάζει
Τα σύννεφα ’μαυρίσανε, τη Κρήτην εσκεπάσα,
των αντρειωμένων οι ψυχές στον ουρανόν εφτάσα.
«Ω !!! μαύρη μέρα θλιβερή, ήλιε σκοτεινιασμένε
τα μάθια μας για το κακό παντοτινά θα κλαίνε.»