Θρησκεία και ιστορία, εξουσία και πολιτική, τέχνες, επιστήμες και φαντασία, είναι τα μονοπάτια πάνω στα οποία εξελίσσονται οι κοινωνίες που επαναστατούν, οργίζονται και απελπίζονται.
O κινηματογράφος, αναπόφευκτα, ανιχνεύει, καταγράφει και μέσα από μια διαδικασία άλλοτε απλοϊκή, άλλοτε πιο περίπλοκη και κάποτε αμιγώς προπαγανδιστική, διαπραγματεύεται τη θρησκευτικότητα και τη μεταφυσική, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του.
Τα ‘Πάθη’ συνοδεύουν και τροφοδοτούν τον κινηματογράφο από το ξεκίνημά του κιόλας -πρώτη απεικόνιση στα 1898- όταν ο Φρανκ Ράσελ υποδύεται τον Χριστό στη μεγάλη οθόνη, για πρώτη φορά, στην ταινία μικρού μήκους του Χένρι Βίνσεντ, «The Passion Play Of Oberammergau».
Το 1927 ο Σεσίλ ΝτεΜίλ στο «O Βασιλεύς Των Βασιλέων», χρησιμοποιεί ως αφορμή την τελευταία περίοδο της ζωής του Χριστού, για την κατασκευή ενός υπερθεάματος. Ακολουθεί μια σειρά αμφισβητούμενων -σε ό,τι αφορά τη γνησιότητα της θρησκευτικότητάς τους- υπερπαραγωγών όπως: «Κβο Βάντις» (Μέλβιν Λιρόι, 1951), «Ο Χιτών» (Χένρι Κόστερ, 1953), «Βαραββάς» (Ρίτσαρντ Φλέτσερ, 1961), «Ο μεγάλος Ψαράς» (Φρανκ Μπόρζατζ, 1959), ταινίες που βασίστηκαν στην Παλαιά Διαθήκη, ωστόσο, διανθίστηκαν με αρκετά μυθοπλαστικά στοιχεία, προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλοι διάδρομοι εξυπηρέτησης των εκάστοτε αναγκών.
Ο κύκλος της ζωής και του θανάτου, η μετά θάνατο συνέχεια, αλλά και το χάος, οι τελετουργίες, οι συνωμοσίες, οι σταυροφορίες και το πνεύμα του κακού, όλα είναι αποτυπωμένα σε χιλιόμετρα φιλμ, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη και της εκάστοτε εθνικής κινηματογραφίας.
Είναι ζητήματα διαχρονικά, που στιγμάτισαν όχι μόνο την κοινότητα της παγκόσμιας κινηματογραφίας, «Μπεν Χουρ», (Γουίλιαμ Γουάιλερ, 1959), «Γκάντι» (Ρίτσαρντ Ατέμπορο, 1982) κ.ά., αλλά ταυτόχρονα, σημαδεύτηκαν και ως ορόσημα της παγκόσμιας ιστορίας.
Άλλοτε προκαλώντας το θρησκευτικό συναίσθημα «Το Μωρό Της Ρόζμαρι» (Ρομάν Πολάνσκι, 1968), «Εξορκιστής» (Γουίλιαμ Φρίντκιν, 1973), «Στίγματα» (Ρούπερτ Γουέινράιτ, 1999), «Το Τέλος Του Κόσμου» (Πίτερ Χάιμς, 1999) και κάποιες άλλες στιγμές δοκιμάζοντας τις εσχατολογικές αντοχές του κοινού, «Ο Εκλεκτός» (Άλμπερτ & Άλεν Χιούγκς, 2010), «Το Ευλογημένο Παιδί» (Τσακ Ράσελ, 2000), οι ταινίες που περιέχουν ή υπαινίσσονται θρησκευτικές αναφορές, συνήθως ταυτίζονται με τη ροή και τις ‘ανάγκες’ των καιρών και των εποχών.
«Τα Πάθη και η Ανάσταση του Χριστού είναι η ψυχή του αμερικανικού κινηματογράφου», είχε πει κάποτε ο μεγαλοπαραγωγός Τζακ Γουόρνερ.
Από τα: «Ο Χιτών» (Χένρι Κόστερ, 1953), «Ο Δημήτριος Και Οι Μονομάχοι» (Ντέλμερ Ντέιβς, 1954) και «Δέκα Εντολές» (Σεσίλ ΝτεΜίλ, 1956), έως τα «Τα Πάθη Του Χριστού» (Μελ Γκίμπσον, 2004), οι θρησκευτικές ταινίες αποτελούν ένα ξεχωριστό είδος στην κινηματογραφική ιστορία. Η θεματολογία τους στρέφεται κυρίως γύρω από τα Πάθη του Χριστού, αλλά και από τη ζωή των αγίων ή την ιστορικά καταγεγραμμένη πορεία του απανταχού Χριστιανισμού. Στην ατέλειωτη κινηματογραφική θέαση, τα αριστουργήματα του είδους εναλλάσσονται ακατάπαυστα με καρικατούρες δεισιδαιμονίας, θρησκοληψίας και φανατισμού.
Στον αντίποδα του Χόλιγουντ, στην Ευρώπη, το 1964 ο Παζολίνι γυρίζει την ταινία «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», περιγράφοντας σπονδυλωτά την Εβδομάδα των Παθών, με τυπικό σεβασμό στο κείμενο, με μια ωστόσο πιο σύγχρονη και προσωπική αίσθηση της ιερότητας.
Οι ‘επίσημοι’ θρησκευτικοί πόλεμοι -ή διαφορετικά, Σταυροφορίες- αλλά και η διαπλοκή εξουσίας/θρησκείας, σε βάρος πάντα των αδύναμων κοινωνικών τάξεων, καταγράφονται με ταινίες όπως «Το όνομα του Ρόδου» (Ζαν Ζακ Ανό, 1986) και αρκετά αργότερα «Οι Πεφωτισμένοι» (Ρον Χάουαρντ, 2009) και διαπραγματεύονται με πολλαπλούς τρόπους τον μυστικισμό, αναδεικνύοντας τις εκκωφαντικές συγκρούσεις των δυνάμεων που ανέκαθεν, στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, αναζητούσαν ηγεμονία και κυριαρχία.
Οι θρησκευτικές «αντιπαλότητες» μεταφέρθηκαν και στον αμερικανικό κινηματογράφο, στον αέναο κύκλο αντιπαράθεσης Ανατολής – Δύσης: Οι “καλοί” και “ειρηνικοί” χριστιανοί Αμερικανοί ηγέτες, που επιδιώκουν τη δημοκρατία σε βασανισμένους λαούς, αντιμετωπίζουν αδίστακτους μουσουλμάνους τρομοκράτες, ακόμα και στα ίδια τους τα εδάφη, «Η Ώρα Του Γερακιού» (Ζόζεφ Ζίτο, 1985).
Η προσωπικότητα του ‘The Dude’ -της ταινίας «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» (Τζόελ & Ίθαν Κοέν, 1998)- του Τζεφ Λεμπόφσκι, προσάπτει το έναυσμα για την ίδρυση μιας νέας θρησκείας, του ‘Dudeism’.
Θρησκείες, αιρέσεις και μικρόκοσμους, που ο κινηματογραφικός φακός λαίμαργα εξερευνά, αναπαράγει και εκτοξεύει στη λευκή οθόνη.
Από τη μορμονική κοινότητα με τα σκοτεινά μυστικά, στην ανθρώπινη απλότητα και πρωτόγνωρη αγνότητα, «Witness» (Πίτερ Γουέιρ, 1985).
Η θρησκεία, ασφαλώς, βρίσκεται και στο επίκεντρο των ντοκιμαντέρ, εκεί όπου ανάμεσα σε τόνους κινηματογραφημένου υλικού, καταγράφει όχι μόνο την ιστορική πτυχή της φιλοσοφίας και των θρησκευτικών κινημάτων, αλλά ενίοτε εκφράζεται και με μια διαφορετική εκδοχή, γεμάτη χιούμορ και κυνικότητα, στην πιο καυστική μορφή προσέγγισης, «Πίστευε Και Γέλα» (Λάρι Τσαρλς, 2008).
Τέλος, με μια πιο φιλελεύθερη ματιά σε ό,τι αφορά τα ήθη, έθιμα και τη χριστιανική καθημερινότητα, το μιούζικαλ αποτελεί την πλέον παράδοξη -για τους πιστούς- πλατφόρμα έκφρασης, σε ό,τι αφορά την αποδοχή της θρησκευτικότητας, κάπου ανάμεσα στα κανάλια της ροκ οπερέτας «Ιησούς Χριστός Σούπερ Σταρ» (Νόρμαν Τζούισον, 1973)…
Για τον σκηνοθέτη Λάρι Τσαρλς, η θρησκεία, είναι η μεγαλύτερη μυθοπλασία που έχει ειπωθεί ποτέ. Τι πιστεύεις, γιατί το πιστεύεις, γιατί νιώθεις την ανάγκη να το πιστέψεις; Γιατί… γιατί… γιατί… θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα… Μπορούμε να είμαστε καλοί χωρίς Θεό; Χμμμ δε μένει παρά να το δοκιμάσουμε…