Θυμάμαι αυτή την ώρα την Αννιώ
που δεν ορθώθηκε στα δυο της ποδαράκια
και την αγέλαστη της τη ζωή
σε δυο την πέρασε ανόμοια καροτσάκια.
Το πρώτο, σαν των άλλων των παιδιών
που μεγαλώνοντας, θα το ‘χε εγκαταλείψει.
Το δεύτερο, δεν έμελλε, αλί!
απ’ τη λιγόχρονη ζωή της πια να λείψει…
Στο καροτσάκι πάνω η Αννιώ,
σε μυστικό, δικό της κόσμο σιωπούσε
και μήτε η τόση αγάπη των δικών,
λίγη χαρά να της σταλάξει δε μπορούσε…
Και πέρασαν τα χρόνια σιωπηλά
πλημμυρισμένα με μι’ απέραντη οδύνη
για τ’ άλλ’ αδέλφια της και τους γονείς
ώσπου στα δώδεκα, η Αννιώ τα μάτια κλείνει…
Αννούλα, απ’ το θόλο εκεί ψηλά
όπου ‘σαι τώρα ένα ξέχωρο αγγελούδι,
ακούς τη λύρα μου απ’ την ώρ’ αυτή
π’ από τη γη σε χαιρετά μ’ ένα τραγούδι;