Θυμούμαστε, Μιχάλη-Μίκη, τότε, στα ατελείωτα χρόνια της χούντας, που ήμασταν δυο, ήμασταν τρεις στην ταβέρνα λέγοντας τα τραγούδια σου, στην αρχή της βραδιάς χαμηλόφωνα -επειδή ήταν ίσως παραδίπλα ο χαφιές και παρέα μας ο φίλος που φοβόταν- μα στο τέλος φωναχτά, κι εξαφανίζονταν φόβος και χαφιές…
Θυμούμαστε με ποια κατάνυξη χίλιοι δεκατρείς ακούγαμε τα έργα σου στην Αίθουσα Συναυλιών του μακρινού Λα Σω ντε Φον· θυμούμαστε που τόσοι κι άλλοι τόσοι δεν αντέχαμε πια να μένουμε καθιστοί στο παλλόμενο από τις μουσικές σου Βικτόρια Χωλ της κοντινής Γενεύης…
Θυμούμαστε που φέρναμε κρυφά τους δίσκους σου στην Αθήνα, στα Χανιά, στο Συνοικισμό -κρυφά επειδή ξέραμε ότι κάποιος, αλλά ποιος; τη ζωή μας την κυνηγούσε…
Θυμούμαι που, τότε, ένας θείος με είχε ξαναβαφτίσει…
Έχε γεια… ναι, έχε γεια Μιχάλη-Μίκη, και ας είσαι εκεί… Εμείς θα το δέσουμε τ’ όνειρο στην έρημο, στον Άδη, όπως το ‘πε η Λίνα, και μην ξεχνάς, με τ’ αστεράκι της αυγής, ν’ αφήνεις του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια που άθελά του σου ’ταξε ο Μάνος, και στο παραθύρι σου να βγαίνεις για ν’ ακούς μα και να βλέπεις πώς με τραγούδια σου θα ζούμε.