Κύριε διευθυντά,
όπως όλα δείχνουν, η “Οδύσσεια” του αντικαπνιστικού νόμου βρίσκει την “Ιθάκη” της: ο κόσμος φαίνεται να συνειδητοποιεί, επιτέλους, τη βλαπτικότητα της χρήσης, δίπλα του, των κάθε λογής καπνιστικών προϊόντων. Οι καταστηματάρχες στην εστίαση θα ξεφύγουν και κείνοι από τον πλανημένο φόβο, πως η απαγόρευση θα τους φέρει μαρασμό (φόβος, που εν πολλοίς οφείλεται στην άγνοια, ότι αυτό που έλκει τους πελάτες στα μαγαζιά τους είναι κυρίως η ίδια η κοινωνικότητα).
Ετσι, εκείνο που θα μείνει τελικά θα είναι, ένας αδιευκρίνιστος αριθμός θυμάτων (όχι απαραίτητα νεκρών) αυτής της παρανοϊκής (εν όψει και της νοσοκομειακής ανεπάρκειας και του δημογραφικού προβλήματος) λαίλαπας και το στίγμα της κρατικής αδράνειας επί σειρά ετών…
Πράγματι, ο πρώτος αντικαπνιστικός νόμος ευρέως φάσματος θεσπίστηκε στην Ελλάδα το έτος 2010, σαφώς καθυστερημένα σε σχέση με άλλες χώρες.
Από τότε μέχρι σήμερα ψηφίστηκαν και άλλες τροποποιήσεις – “βελτιώσεις”. Η θέση όμως που επιφυλάχθηκε για όλες ήταν η ίδια, πάντοτε μέσα στο κάδρο της νεοελληνικής ανομίας. Αλήθεια, πού χάθηκε η λογική σχετικά με ένα τέτοιο, κορυφαία υπαρξιακό, ζήτημα;
Τέλος καλό – όλα καλά, λένε. Προς τι λοιπόν να ξεσκαλίζουμε τώρα αυτό το πρόβλημα;
Η απάντηση έγκειται στο ότι όλες οι καθυστερήσεις και, ας μου επιτραπεί η έκφραση, τα καραγκιοζιλίκια, πάνω σε αυτό το ζωής και θανάτου ζήτημα, θα έπρεπε βαθιά να μας προβληματίσουν και να μας κάνουν πολύ προσεκτικούς. Για την ευαισθησία και τα αντανακλαστικά που διαθέτουμε απέναντι σε φλέγοντα θέματα του παρόντος. Θέματα εθνικής επιβίωσης και ανάπτυξης. Ποιες προτεραιότητες θέτουμε και ποιους τρόπους πραγμάτωσης επιλέγουμε.
Διότι -να το πούμε ακόμη μια φορά- η συγκυρία σήμερα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και η εμπειρία μας, από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε κορυφαία ζητήματα (όπως αυτό της χρήσης καπνιστικών προϊόντων μέσα σε κλειστούς ή ημίκλειστους χώρους), αποκαρδιωτική.
Παρασκευάς Μαμαλάκης