Η καντάδα αποτέλεσε το είδος της µουσικής το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο συνδέθηκε µε τον έρωτα.
Πώς όµως γεννήθηκε η καντάδα στην Ελλάδα; Ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα τότε που άρχιζε να διαµορφώνεται το αστικο-λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα. Το επτανησιακό τραγούδι και το ιταλικό bel canto ήταν οι πρόδροµοι πολλών ειδών του ελληνικού τραγουδιού.
Τα Επτάνησα είναι γνωστό πως ήταν επηρεασµένα σε όλες τις µορφές της πολιτιστικής τους έκφρασης από τη ∆υτική Μουσική, και ιδιαίτερα την Ιταλική. Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αποτέλεσαν τον κύριο φορέα δηµιουργίας της ελληνικής λόγιας µουσικής αφού σε αντίθεση µε τις υπόλοιπες Ελληνικές περιφέρειες τα Επτάνησα δεν υποδουλώθηκαν ποτέ στους Οθωµανούς µε ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι επιρροές της Ιταλικής µουσικής επεκτάθηκαν τόσο στη λαϊκή µουσική των Επτανήσων, όσο και στην καντάδα και το λαϊκό τραγούδι.
Μετά την ένωση των Επτανήσων (1864) ένα πλήθος µουσικών µετακόµισαν από τα Ιόνια νησιά στην Αθήνα όπου άνοιξαν τα πρώτα Ωδεία. Μαζί µε τις θεωρητικές τους γνώσεις µετέφεραν την αγάπη για την όπερα και για την καντάδα. Η επτανησιακή καντάδα τελικά θα επηρεάσει τα Αθηναϊκά αστικά τραγούδια και τότε θα γεννηθεί η αθηναϊκή καντάδα.
Μια από τις πιο γνωστές και αγαπηµένες καντάδες ακόµα και µέχρι σήµερα, είναι αυτή µε τον τίτλο “Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη”.
Την καντάδα τραγούδησε στα ελληνικά, η σούπερ σταρ της εποχής Σοφία Λόρεν. Τη συνόδευε ο Τώνης Μαρούδας, παίζοντας κιθάρα και µε φωνή που τρεµόπαιζε, στα χείλη. Σαν να προσπαθούσε να δείξει το δέος και τον σεβασµό του στην µεγάλη ντίβα. Ήταν το 1957 και η ταινία “Το παιδί και το δελφίνι” σε σκηνοθεσία Ζαν Νεγκουλέσκο γυρίστηκε στην Ύδρα. Ο Αλέξης Μινωτής έκανε ένα πέρασµα, ως επιθεωρητής της ελληνικής κυβέρνησης που ψάχνει αρχαιοκάπηλους. Η χολιγουντιανή παραγωγή ήταν ένα ροµαντικό δράµα µε ολίγη από δράση αρχαιοκαπήλων. Το σενάριο βασίστηκε στο βιβλίο του Ντέιβιντ Ντιβάιν “Boy on a dolphin” και είναι η πρώτη ταινία του Χόλιγουντ που γυρίστηκε σε cinemascope 55. Σε µια ανάπαυλα των γυρισµάτων η 24χρονη Σοφία Λόρεν βρέθηκε στον Πειραιά και την πήγαν για να χαλαρώσει σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Καστέλα. Εκεί τραγουδούσε ο Τώνη Μαρούδας. Στο άκουσµα του τραγουδιού “Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη” η Λόρεν ενθουσιάστηκε. Της µετέφρασαν τα λόγια και αποφάσισε να το πει σε σκηνή της ταινίας και µάλιστα στα ελληνικά µε τον Μαρούδα. Η τραγουδίστρια Μάγια Μελάγια ανέλαβε τη διδασκαλία των ελληνικών στίχων στην Λόρεν. Η Μελάγια ερµήνευσε το τραγούδι που χρησιµοποίησαν στα γυρίσµατα, µέχρι η Σοφία Λόρεν να µάθει να το αποδίδει στα ελληνικά.
Η ταινία, το 1958 ήταν υποψήφια για Όσκαρ πρωτότυπης µουσικής που είχε γράψει ο Ούγκο Φρεντχόφερ. Η ταινία δεν έγινε blockbuster αλλά το τραγούδι µε τη φωνή του Τώνη Μαρούδα έκαψε καρδιές κι εκείνη την εποχή πούλησε 2,5 εκατοµµύρια δίσκους σε όλον τον κόσµο. Η σύνθεση ήταν του Τάκη Μωράκη και οι στίχοι των Γιάννη Φερµάνογλου και ∆ανάης Στρατηγοπούλου. Μάλιστα το τραγούδι µεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, χωρίς οι Έλληνες δηµιουργοί να εισπράξουν ούτε σεντ αφού είχαν πουλήσει τα δικαιώµατα για 5 χιλιάδες δολάρια στον συνθέτη της µουσικής της ταινίας. Το ποσό για τα ελληνικά δεδοµένα δεν ήταν µικρό αλλά για την επιτυχία που γνώρισε σε παγκόσµια κλίµακα, ήταν απλά… κλοπή. Το τραγούδι ακούστηκε και πάλι στην κινηµατογραφική οθόνη, στην ταινία “Αστακός” του Γιώργου Λάνθιµου.
Καλές ακροάσεις µέχρι την επόµενη ιστορία µε ρεφρέν!