Σε μια ηρωική εποχή με πολλαπλά μηνύματα και για τη σημερινή μάς «ταξιδεύει», μέσω του Αθηναϊκού -Μακεδονικό Πρακτορείου Ειδήσεων, η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, φιλόλογος, υποδιευθύντρια 1ου ΓΕΛ Τρικάλων, ταμίας του Φιλολογικού Ιστορικού Λογοτεχνικού Συνδέσμου (Φ.Ι.ΛΟ.Σ) Τρικάλων και της Φιλολογικής Ιστορικής Αρχαιολογικής Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλίας (Φ.Ι.Α.Λ.Ε.Θ). Πρόκειται για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο 1940-1941 και το Ύψωμα 731 το οποίο χαρακτηρίζει ως έσχατη θυσία…
Το 1904 με Βασιλικό Διάταγμα, αναφέρει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τα Τρίκαλα ορίστηκαν ως έδρα του 5ου Συντάγματος Πεζικού, που υπαγόταν στην Ι Μεραρχία Λαρίσης. Σε μεγάλο ποσοστό στο 5ο Σύνταγμα στρατολογούνταν, σύμφωνα με το τότε σχέδιο επιστρατεύσεως, Τρικαλινοί και Καρδιτσιώτες, ενώ πολλοί Δυτικοθεσσαλοί υπηρέτησαν στο 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων και σε μονάδες ιππικού. Το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων έλαβε μέρος με αξιοσημείωτη δράση σε όλους τους μεγάλους πολέμους: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941.
Από το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, συνεχίζει, οργανώθηκε και το 51 Σύνταγμα Πεζικού, που με αρχηγό τον Συνταγματάρχη Δαβάκη προωθήθηκε στα σύνορα και μετονομάστηκε «απόσπασμα Πίνδου». Στα τέλη Αυγούστου 1940 οργανώθηκε και το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων, από στρατεύσιμους κυρίως της ευρύτερης περιοχής Τρικάλων-Καρδίτσας, το οποίο κινήθηκε προς το Μέτσοβο με 900 άνδρες και 300 ζώα και εντολή να φράξει τις διαβάσεις Κατάρας – Μετσόβου για να μην μπορέσει ο εχθρικός στρατός να εισέλθει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία. Στόχος των Ιταλών ήταν η Λάρισα, για να αποκόψουν τις συγκοινωνίες με την Ν. Ελλάδα. Η πρώτη επαφή με τον εχθρό έγινε στις 29 Οκτωβρίου, όταν δύο σμήνη αεροπλάνων βομβάρδισαν τις παρυφές του Μετσόβου, χωρίς ευτυχώς απώλειες. Το βάπτισμα του πυρός όμως έγινε στις 31 Οκτωβρίου, όταν έπεσαν οι πρώτες βολές των πυροβόλων, που ξάφνιασαν τους Ιταλούς και τους διασκόρπισαν έντρομους, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζαν πως έκαναν περίπατο. «Τότε συνειδητοποίησαν καί οἱ δικοί μας», γράφει στο Ημερολόγιό του ο διοικητής λόχου του ΙΙ/5 τάγματος Δημ. Κασλάς, «ὅτι εἰσερχόμεθα εἰς ἕνα πόλεμον σκληρόν με μία Αὐτοκρατορία» (περ. Τρικαλινά, 21/2001). Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στον Αώο ποταμό · συγχρόνως προωθούνταν οι μονάδες της Ι Μεραρχίας, το 4ο Σύνταγμα Λαρίσης και το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Παράλληλα άλλα τμήματα πλευροκοπούσαν την Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών στην Πίνδο. Ζωτικής σημασίας η ανακατάληψη της Κόνιτσας, με την σύμπραξη των τριών Ταγμάτων του 5ου Συντάγματος υπό τον συνταγματάρχη Ν. Γεωργούλα.
Παρά τον συνεχή βομβαρδισμό από τα ιταλικά αεροπλάνα, την ανυπαρξία ελληνικής αεροπορίας, τον καθημερινό ανεφοδιασμό των ιταλικών στρατευμάτων με ρίψεις εφοδίων από τα μεταγωγικά αεροπλάνα τους, οι Ιταλοί υποχωρούσαν αφήνοντας πίσω αιχμαλώτους και όλον τον οπλισμό με τα πυρομαχικά τους. Μέχρι την 21η Νοεμβρίου, προσθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η φιλόλογος, η προέλαση των θεσσαλικών μονάδων συνεχιζόταν παρά την πείσμονα, για λόγους γοήτρου, αντίσταση των Ιταλών, μέχρι την ελληνοαλβανική μεθόριο. Με νεώτερη διαταγή πέρασαν τη μεθόριο και, άλλοτε με τη βοήθεια Ελλήνων κατοίκων των χωριών που συναντούσαν άλλοτε και χωρίς αυτή, εξουδετερώνοντας την αντίσταση των Ιταλών εισήλθαν στο Μοναστήρι και στο Δέλβινο, όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής. Η προέλαση συνεχίστηκε μέχρι την 24η Ιανουαρίου 1941, οπότε κατέλαβαν το ύψωμα 717, όπου και παρέμειναν μέχρι την αντικατάστασή τους, στις 17 Φεβρουαρίου 1941, ενώ στο 731 παρέμεινε το 51 Τάγμα της Ι Μεραρχίας μέχρι την παραμονή της Εαρινής επίθεσης, 8 Μαρτίου. Την νύχτα της 8ης προς 9ην Μαρτίου εκτελώντας διαταγή της Ι Μεραρχίας ο ταγματάρχης Δημ. Κασλάς μετακίνησε το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων στο Ύψωμα 731, για να αντικαταστήσει το εκεί Ι/51 Τάγμα, με τη διαβεβαίωση ότι ολόκληρη η Ι Μεραρχία, εξαντλημένη μετά την 4μηνη συνεχή επαφή με τον εχθρό, θα αντικαθίστατο λίαν προσεχώς. Το Ύψωμα 731 ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή στο στόχαστρο των Ιταλών καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των στρατιωτών στα χαρακώματα και τις καθημερινές απώλειες.
Το πρωί της 9η Μαρτίου ο Μουσολίνι εξαπέλυσε εναντίον των Ελλήνων την «επίθεσιν των ρόδων», έχοντας παρατάξει έναντι των λίγων και εξαντλημένων, από τον τετράμηνο αδιάκοπο πολεμικό αγώνα, Ελλήνων μαχητών τα εκλεκτότερα σώματα του Ιταλικού Στρατού: Μεραρχία Κάλιαρι, Μεραρχία Πούλιε με τους Μελανοχίτωνες, Μεραρχία Πινερόλο, και ως εφεδρείες τις Μεραρχίες Μπάρι, Σιένα και την Μεραρχία των Αλπινιστών Πουστερία. Αντικειμενικός σκοπός η κατάληψη του Υψώματος 731, προγεφύρωμα του δρόμου για την Κλεισούρα. Στις 6.30 το πρωί άρχισε καταιγισμός πυρών από το πυροβολικό και τους όλμους των Ιταλών και από σμήνη αεροπλάνων τους. Οι φωτιές και οι καπνοί δυσχέραιναν την ορατότητα σε απόσταση ακόμη και 10 μέτρων. Μέσα σε δύο ώρες, τονίζει χαρακτηριστικά, η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, το δασωμένο με πανύψηλα δέντρα ύψωμα 731 απογυμνώθηκε. Ο βαρύς οπλισμός καταστράφηκε και μια ώρα μετά την έναρξη της επίθεσης διακόπηκε και η τηλεγραφική επικοινωνία. Η τελευταία διαταγή πρόσταζε «ἄμυνα μέχρις ἐσχάτων». Σχεδόν για δύο ώρες σφυροκοπούσαν ακατάπαυστα οι Ιταλοί τα υψώματα Μπρέγκου Ράπιτ (717) και 731 και μετά πεπεισμένοι ότι δεν θα υπήρχε κανείς ζωντανός κινήθηκαν προς αυτά συναντώντας έκπληκτοι την πρώτη αντίσταση, την οποίαν όμως έκαμψαν και συνέχισαν προς το 731. Οι στρατιώτες του 5ου Συντάγματος άρχισαν να πυροβολούν μόλις οι Ιταλοί πλησίαζαν στα 200μέτρα, σύμφωνα με διαταγή του Κασλά, συνεπικουρούμενοι από τα 40 μόλις πυροβόλα που διέθεταν. Οι Ιταλοί αιφνιδιασμένοι δεν υπάκουαν στην εντολή «αβάντι» των αξιωματικών τους.
Η επικίνδυνη προσέγγισή τους όμως στα κατεστραμμένα συρματοπλέγματα ανάγκασαν τους Έλληνες να χρησιμοποιήσουν τις χειροβομβίδες, αλλά και αυτές εξαντλήθηκαν, ενώ οι Ιταλοί στην δεξιά πλευρά είχαν ήδη μπει στα χαρακώματα. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Δημ. Κασλάς, ελλείψει επικοινωνίας με ανωτέρους του, διέταξε αντεπίθεση σε μια μάχη σώμα με σώμα και υπό το σάλπισμα «προχωρείτε» οι ιαχές «αέρα» των πολεμιστών του, που όρμησαν αποφασισμένοι στην έσχατη θυσία, τρομοκράτησαν τους Ιταλούς, οι οποίοι υποχώρησαν άτακτα εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης τον οπλισμό τους, πτώματα και τραυματίες. Τίποτα δεν είχε τελειώσει όμως. Η μεσημεριανή νέα επίθεση των Ιταλών απέτυχε και η απογευματινή επίθεσή τους, συνοδευόμενη από ισχυρό βομβαρδισμό από γης και αέρα αυτή τη φορά, συνάντησε τις ελληνικές ριπές, λόγχες και χειροβομβίδες και απέτυχε επίσης. Και μετά την βραδινή τέταρτη, αποτυχημένη επίσης, επίθεσή τους οι Ιταλοί την 1η μέρα μετρούσαν απώλειες ανερχόμενες στο 30%. Τα υψώματα 731 και 717 δεν έπεσαν, όπως η φιλόλογος εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, και όλη την νύχτα ανεφοδιάζονταν με χειροβομβίδες και πυρομαχικά. Την επόμενη μέρα η ιταλική αεροπορία ισοπέδωσε την κορυφή του 731 και το πυροβολικό τους στόχευε ακατάπαυστα το ύψωμα. Η νέα ιταλική επίθεση, που ακολούθησε, αποδεκατίστηκε από τα ελληνικά πολυβόλα και η γνωστή ιαχή «αέρα», οι λόγχες και οι χειροβομβίδες συνέτριψαν μία ακόμη φιλόδοξη ιταλική επίθεση. Αρνητικό αποτέλεσμα για τους Ιταλούς είχαν και άλλες την ίδια μέρα επιθέσεις αλλά και οι χιλιάδες προκηρύξεις που έριξαν από τα αεροπλάνα τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πλήξουν το ηθικό των στρατιωτών.
Η 11η Μαρτίου ήταν η ημέρα αποδεκατισμού και ενταφιασμού στην χαράδρα Πρόι-Μαθ την ισχυράς Μεραρχίας Πούλιε και των Μελανοχιτώνων της. Η ομίχλη της ημέρας, που θεώρησαν πλεονέκτημά τους, υπήρξε ο Δούρειος ίππος τους. Ιταλός αιχμάλωτος αξιωματικός ενώπιον του ταγματάρχη Κασλά επαίνεσε την «γενναιότητα καί ἀντοχή» των Ελλήνων στρατιωτών «ἔπειτα ἀπό τόσον σίδηρον πού ἐρρίφθη ἐπί τῶν ὑψωμάτων 731 και 717». Ανεπιτυχείς υπήρξαν και οι επιθέσεις των επομένων ημερών μέχρι τις 25 Μαρτίου, ενώ το 5ο Σύνταγμα από την 14ην Μαρτίου, έχοντας αντικατασταθεί από το 19ο Σύνταγμα Σερρών, βρισκόταν σε εφεδρεία αλλά και ετοιμότητα αντεπίθεσης για την περίπτωση που οι Ιταλοί καταλάμβαναν το 731. Μέχρι την 12ην Απριλίου ολόκληρη η Ι Μεραρχία είχε αντικατασταθεί πλήρως και είχε επιστρέψει στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η 13η Απριλίου βρήκε το 5ο Σύνταγμα να αμύνεται στα νώτα του Βορείου Συγκροτήματος, που υποχωρούσε λόγω της εισβολής των Γερμανών στην Μακεδονία, και με την σύμπτυξη και του αλβανικού μετώπου από την 14ην Απριλίου «οἱ νικηφόροι ἀγῶνες ἐπί τετράμηνον ἀπέβησαν ἐπί ματαίῳ». Το 5ο Σύνταγμα, παρά την απώλεια πολλών ανδρών, εκτελώντας διαταγή της Ι Μεραρχίας επέμενε σε άμυνα «μέχρις ἐσχάτων», έως την 16ην όποτε ήρθε η διαταγή της υποχώρησης.
Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων κράτησε το ύψωμα 731 αποκρούοντας επάλληλες επιθέσεις των Ιταλών, παρουσία και του ίδιου του Μουσολίνι, κατά τη διάρκεια της μεγάλης εαρινής επίθεσής τους 9-25 Μαρτίου 1941. Λίγες μέρες αργότερα ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ελλάδα. Στο ύψωμα 731 γράφτηκαν οι νέες Θερμοπύλες· σήμα «ἐς ἀεί» η μνεία του στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου στην Αθήνα· ως «Γολγοθάς» έμεινε στην μνήμη των επιζησάντων, αφού το δενδροσκέπαστο ύψωμα αποψιλώθηκε και απογυμνώθηκε από τις ακατάπαυστες ριπές των Ιταλών, που μετέβαλαν παράλληλα και το ύψος του, μειώνοντας το κατά 5 μέτρα. Τόσα πυρομαχικά που έριξαν οι Ιταλοί δεν έπεσαν πουθενά αλλού στον κόσμο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο!
Οι τότε ελληνικές διοικήσεις, όπως εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, απεδείχθησαν ικανότερες από τις ιταλικές. Οι Έλληνες στρατιώτες χειρίστηκαν με επιδεξιότητα τις λόγχες τους σε έναν αγώνα σώμα με σώμα άγνωστο στους Ιταλούς στρατιώτες, που στηρίζονταν περισσότερο στον τελευταίας τεχνολογίας βαρύ οπλισμό τους, άχρηστο όμως στα δύσβατα βουνά της Αλβανίας. Η υπεροπλία των Ιταλών ηττήθηκε από το άτρωτο ηθικό των Ελλήνων. Το δίκαιο του Ελληνικού αγώνα κατέβαλε την αναίτια ιταλική εισβολή.
Το τσουχτερό κρύο και ο βαρύς χειμώνας, η πείνα και οι στερήσεις δεν έκαμψαν το φρόνημα του Θεσσαλού αγωνιστή στο 731, του Έλληνα στρατιώτη στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941. Η Ι Μεραρχία και το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων με τους Τρικαλινούς και Καρδιτσιώτες, κατά βάση, στρατιώτες του κουβαλούσαν ένα ηρωικό παρελθόν· στους Βαλκανικούς Πολέμους η Ι Μεραρχία μπήκε πρώτη στη Θεσσαλονίκη· στη Μικρασιατική Εκστρατεία πάτησε πρώτη στη Σμύρνη και έφυγε τελευταία· στο Ύψωμα 731 αποκρούοντας αλλεπάλληλες επιθέσεις επί 16 ημέρες συνεχών συγκρούσεων, δεν επέτρεψαν στον εχθρό να περάσει και ματαίωσαν το σχέδιο του περί αποκοπής της επικοινωνίας των ελληνικών στρατευμάτων με την Νότια Ελλάδα.
Οι νεκροί και τραυματίες Θεσσαλοί του 5ου Συντάγματος υπέγραψαν με τη θυσία και τον αγώνα τους το διαχρονικό μήνυμα αντοχής και καρτερίας, υπομονής και θέλησης, όταν ο άνθρωπος υπερασπίζεται το δίκαιο έναντι της αδικίας, καταλήγει η ίδια.