Στη στήλη «Σαν σήμερα» (1η Ιουνίου) διαβάζουμε: «Το 1926 γεννήθηκε στο Λος ‘Αντζελες η Μέριλιν Μονρόε, Αμερικανίδα ηθοποιός».
Τη διάσημη Αμερικανίδα ηθοποιό είχε συναντήσει δύο φορές ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Αλέκος Λιδωρίκης, την πρώτη, στο ξεκίνημα της καριέρας της, το 1947 και τη δεύτερη, στην κορύφωσή της, το 1953, στη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ, από το 1945 έως το 1960, όπου εργάστηκε στα Στούντιο της «Τουέντιεθ Σέντσουρι Φοξ» γνωστότερη ως «20th Fox» και για την τηλεόραση και ταυτόχρονα ήταν ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων.
Πώς περιγράφει ο Λιδωρίκης, το ξεκίνημα της πρώτη τους συνάντησης; Μέσα σε λίγα λεπτά, η Μονρόε τού εξιστορεί τα πρώτα χρόνια της ζωής της.
Γράφει ο Αλέκος Λιδωρίκης:
«Χόλλυγουντ 1947: Ένα απόγευμα του Ιουνίου του 1947 πρωτοείδα την Μαίριλυν Μονρόε στα στούντιο της “Φοξ Φιλμ”, απάνω στο “Μπέβερλι Χίλς” του Λος ‘Αντζελες. Εργαζόμουν τότε εκεί, και συνεργάτης μου ήταν ο Ιρλανδός σεναριογράφος Φίτζ Ρίτσαρντς.
Εργαζόμασταν μαζί στο ίδιο γραφείο και δίπλα μας μια γραμματεύς μάζευε τα χειρόγραφα για να τα δακτυλογραφήσει.
Ξαφνικά σταμάτησε η δουλειά απότομα! Μες στο γραφείο μπήκε ένα κύμα ομορφιάς, μια πνοή ολόξανθης δροσιάς, ένα σώμα νεανικό, κυματιστό, ένα πρόσωπο παιδιάστικο μα γοητευτικό, με δύο μάτια που σπινθήριζαν γεμάτα αθωότητα και …διαβολιά. Ήταν η Μαίριλυν Μονρόε. Είκοσι χρονών τότε. Απάνω στον ανθό της νιότης, γεμάτη όνειρα, φιλοδοξίες ανησυχίες, ελπίδες κι απογοητεύσεις. Την συνόδευε ο Μπάρι Τζόνας, ένας ωραίος, καλοδεχούμενος νέος, “Τάλεντσκάουτ”, αυτός δηλαδή που την είχε ανακαλύψει για λογαριασμό του στούντιο, όπου και την προσέλαβαν για “στάρλετ”. Απλή, διαχυτική ευχάριστη, σχεδόν μας είπε όλη την ιστορία της προηγούμενης ζωή της μέσα σε ένα τέταρτο. Ακούσαμε το ότι είχε γεννηθεί μέσα σε χαμόσπιτα, ότι υπέφερε αφάνταστα στα παιδικά της χρόνια. Έχασε τον πατέρα της και τη μητέρα της σε πολύ μικρή ηλικία. Εννέα ετών κλείστηκε στο ορφανοτροφείο του Λος ‘Αντζελες και δοκίμασε την πικρία των παιδιών που τους λείπει η πατρική κι μητρική στοργή. Αργότερα την πήρε σπίτι της μια φιλάνθρωπη και πονετική κυρία. Μια μικρή ευτυχισμένη ανάπαυλα. Η κυρία όμως αυτή δεν άργησε να πεθάνει και η Μάιριλυν βρέθηκε στους δρόμους.
Μόνη, απροστάτευτη, περιτριγυρισμένη από χίλιους δύο κινδύνους. Πέφτει μέσα στο λαβύρινθο της κοινωνικής ζωής. Δεκαπέντε χρονών παντρεύεται ένα αγόρι κατά ένα χρόνο μεγαλύτερο της. Ο γάμος αυτός δεν κράτησε παρά όσο και τα ρόδα. Και η ζωντοχήρα παιδούλα ρίχνεται στην βιοπάλη. Εργάζεται μοντέλο για φουστάνια, για φωτογραφίες, για διαφημίσεις […] Ρίχτηκε σε ένα σωρό δουλειές για να κερδίσει το ψωμί της και -συνεχίζοντας την ιστορία της ζωής της μας είπε ότι- κάποτε στα 16 χρόνια της είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει.
– Δεν θα το επαναλάβετε το πείραμα! – της είπαμε ομόφωνα ο Φίτζ και εγώ- Δεν κάνει…
– Μπορεί …είπε η Μαίριλυν μ’αυτή τη μελιστάλαχτη, τη λαγγεμένη και μπεμπεδίστικη μαζί φωνή. Τίποτα δεν μου πάει καλά…
Και ύστερα με μελαγχολικό χαμόγελο: Δεν κάνω τίποτα εδώ μέσα…Και ας με πιστεύει ο Μπεν Λάιον και ας σκοτώνεται ο αγαπημένος μου Μπάρι Τζόνας για να μ’ επιβάλει ανάμεσα στις άλλες. Περνάω απαρατήρητη! τόνισε, τελικά, με κάποιο πίκρα…».
Η Μέριλιν Μονρόε στη διάρκεια της συνομιλίας της με τον Λιδωρίκη τού μιλά για την Ελλάδα:
«Θα ήθελα να έχω γεννηθεί στον τόπο σας. Είναι ωραίοι οι Έλληνες! Δεν εννοώ πάντοτε στη μορφή, αν και τα μάτια ολονών σπιθίζουν πάντα τόσο παράξενα και τόσο….λάγνα. Μ’αρέσει το θάρρος τους και η ξενοιασιά τους, η διάθεση τους να αναζητούν πάντοτε το καλύτερο, έστω και αν πρόκειται να τσακισθούνε σε μια προσπάθεια δύσκολη. Κάποτε έπαιζα μ’ένα παιδάκι στο κάτω, «βρώμικο», αντιπαθητικό Λος ‘Αντζελες. Ήταν ένα Ελληνόπουλο, που είχε μανία να μαζεύει όστρακα …τον είχα βγάλει Απόλλωνα…Με είχε φιλήσει μια φορά…Μετά χαθήκαμε… Φαντάζομαι πως θα είναι πια ένας τέλειος και ωραίος άνδρας».
Η δεύτερη συνάντηση του Λιδωρίκη με την Μονρόε έγινε έξι χρόνια αργότερα, το 1953, επίσης στο Λος Αντζελες, όταν πλέον ήταν διάσημη.
Γράφει Λιδωρίκης στο ξεκίνημα της ανταπόκρισης του:
«Όταν η υφυπουργός Εθνικής Αμύνης των ΗΠΑ κα Ρόζεμπεργκ πήγε στην Κορέα για να επιθεωρήσει τα αμερικανικά στρατεύματα, συνέβη ένα παράξενο γεγονός: όλοι οι στρατιώτες άρχισαν να φωνάζουν:
– Στείλε μας τη Μαίριλυν Μονρόε. Τι να σε κάνουμε εσένα; Η υφυπουργός τα’ χασε. Δεν ήξερε πως ν’ αντιδράσει. Και εξέφρασε τη λύπη της, γιατί είχε έρθει αυτή και όχι η κοσμαγάπητη ηθοποιός του Χόλλυγουντ.
Το επεισόδιο αυτό δίνει μια ιδέα του παναμερικανικού πόθου που έχει ξεσηκώσει η Μαίριλυν Μονρόε, η «ατομική βόμβα» του κινηματογράφου. Ένα πραγματικό παραλήρημα έχει κυριεύσει τους πάντες, γιατί από την εποχή της μακαρίτισσας Τζίν Χάρλοου καμιά άλλη γυναίκα δεν υποδαύλισε σε τέτοια βαθμό τα ένστικτα των ανδρών».
Ο Λιδωρίκης τη ρωτάει, στην μακροσκελή τους συνέντευξη:
«Ποιο είναι το συναίσθημα που νιώσατε όταν ξαφνικά γνωρίσατε τέτοια ασύλληπτη επιτυχία».
Γράφει:
«Ακούω απαλή, συρτή, μελωδική τη νεανική φωνή:
-Ίλιγγος! απαντά. Κάτι που σε ζαλίζει και σε αναταράζει και προσπαθείς να κρατήσεις την ισορροπία σου, για να μην χαθείς μέσα στο ξεφρένιασμα της φαντασίας σου, που τρέχει τα πιο τρελά, τα πιο τολμηρά όνειρα…»
Και στη συνάντηση αυτή η Μονρόε αναφέρεται στην Ελλάδα. Μεταφέρει στο κοινό ο Λιδωρίκης την απάντηση της Μονρόε:
«Εσείς οι Έλληνες πιστέψατε πολύ στο Πεπρωμένο…Εγώ τους Έλληνες τους αγαπώ πολύ …Και σε όσα κείμενα τους διάβασα σε μετάφραση, αλλά και σαν ανθρώπους με σάρκα και οστά! Αλλά το Πεπρωμένο γράφεται συνήθως μ’ένα πικρό μελάνι. Τουλάχιστον για όσους τολμούν να αισθάνονται τί λείπει, για να μη μπορεί ο άνθρωπος ν’ αγκαλιάσει τη λέξη ευτυχία […]
Όταν με αποχαιρετάει, προσθέτει χαμογελαστά:
– Ξέρετε ότι οι Έλληνες μ’ αρέσουνε πάρα πολύ.
Τα μάτια χαμηλώνουν πάλι:
– Γνώρισα μερικούς.
Απομακρύνεται… κι εγώ ενθυλακώνω με εύλογη υπερηφάνεια το φιλοδώρημα για την περιούσια φυλή μας».