•«Το να βλέπεις ταινίες είναι πράγματι ό,τι πιο διεγερτικό υπάρχει, ώστε να φτιάξεις άλλες τανίες»! (Bernardo Bertolucci, 1940-)
O ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (cinématographe), παρά τη σαρωτική επέλαση της τεχνολογίας που κατέστησε τα πάντα «φορητά» και ιδιωτικά, παραμένει ο πιο αγαπημένος τρόπος διασκέδασης. Mεταφέρει «ζωντανά» στην οθόνη παράξενες ιστορίες, πρωτακουστες γλώσσες, αλλόκοτα modus vivendi, άγνωστες κουλτούρες, φιλοσοφικές σκέψεις, πολιτισμούς. Επιπλέον, ως «7η Τέχνη», εμπεριέχει και τις άλλες Καλές Τέχνες, πράγμα που τον καθιστά ασυναγώνιστο (1).
… ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ακόμη, και οι θερινές διακοπές περιλαμβάνουν «ξέδωμα», αλλά και ηρεμία. Ας πούμε, για τους φιλήσυχους, χαλάρωση σημαίνει και υπαίθριο σινεμά, όπως τόσο αισθαντικά και νοσταλγικά μάς τα λέει σε ένα λυρικό του τραγούδι ο Λ. Κηλαϊδόνης (2). Όσοι πάλι νομίζουν πως το open cinéma είναι «προνόμιο» ή βίτσιο κάποιων αδιόρθωτων, σφάλλουν διότι, χειμερινός ή θερινός, ο κινηματογράφος αποτελεί τον «άρτον» των ταπεινών. Απόδειξη; Οι πολλοί όμιλοι θεάτρου και κινηματογράφου που υπάρχουν στα Χανιά, οι προσεκτικά επιλεγμένες ταινίες τους, τα επιμελημένα επετειακά αφιερώματά τους σε κινηματογραφιστές (cineastes, filmmakers) ή ηθοποιούς, το πλήθος των κινηματογραφόφιλων (cinéphiles) που έχουν, κυρίως δε οι ενθουσιώδεις εμψυχωτές/εμψυχώτριες που κρατούν ζωντανές αυτές τις ομάδες.
ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ, ως «καταναλώσιμο» είδος βασίζεται κυρίως στο θέμα της. Που συνήθως πηγάζει από τη λογοτεχνία (κλασική, νεότερη, παιδική, φανταστική ή επιστημονική (science fiction). Ή και από γεγονότα ιστορικά/κοινωνικά. Σε μορφή μπομπίνας ή ψηφιοποιημένη, μεγάλου ή μικρού μήκους, ντοκουμενταρίστικη, με πολιτική ή κοινωνική χροιά, ρομαντική ή ερωτική, υπαρξιακή ή θρησκευτική, αστυνομική ή τρόμου, κάθε ταινία έχει πίσω από τη μηχανή λήψης (moteur) ένα σκηνοθέτη/δημιουργό. Κι όσο κι αν το σενάριο (scenario) είναι «δυνατό», είναι η εικόνα (θέαμα, πρόσωπα, χρώμα, τοπίο), η σκηνοθεσία (mise en scene) και η ηθοποιΐα που θα τραβήξουν το ενδιαφέρον του κοινού για την ταινία! Με τη σύγχρονη τεχνολογία και την ηλεκτρονική μουσική επένδυση, δεν υπάρχει πια γήινος ρεαλισμός, όπως την εποχή, ας πούμε, του Αϊζενστάϊν, του Βιτόριο ντε Σίκα, του Φελίνι ή του Παζολίνι. Δεν υπάρχει καν κινηματογραφικός χρόνος! Σήμερα κυριαρχεί το τεχνολογικά υπερφυσικό (η ψευδαίσθηση), με ένα συνήθως δυσνόητο montage (σύνδεση σκηνών). Η μυθοπλασία και τα επεξεργασμένα στον Η/Υ effets (τεχνητά σκηνικά εντυπωσιασμού) πλάθουν ανύπαρκτους κόσμους. Έτσι, το κινηματογραφικό παραμύθι, η μαγεία, αρχίζει και τελειώνει στην οθόνη (écran).
ΟΜΩΣ, σε μια ταινία, κλασικής ή ψηφιακής «γραφής», σε μορφή celuloïd ή cd, η «ανάγνωση» ενός λογοτεχνικού έργου, απέχει από εκείνη του πρωτότυπου (έντυπη μορφή). Αλλά, «εκείνο που μετράει σε μια ταινία», λέει ο διάσημος Άγγλος κωμικός Charlie Chaplin (1889-1977), «δεν είναι η απεικόνιση της πραγματικότητας, μα η φαντασία του τί μπορεί να δημιουργήσει κανείς με αυτήν». Πράγματι, σήμερα οι σκηνοθέτες και παραγωγοί, εφόσον διαθέτουν σεβαστο budget (προϋπολογισμό), με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας είναι σε θέση να «εικονοποιήσουν» και τα πιο τρελλά σενάρια! Αντίθετα, για τον Γάλλο σκηνοθέτη Jean Renoir, «Η τέχνη του κινηματογράφου συνίσταται στο να προσεγγίζει την αλήθεια των ανθρώπων, όχι να αφηγείται ιστορίες ολοένα και πιο φανταστικές». Από την πλευρά του ο νεοτεριστής Jean-Luc Godart αναρωτιέται, «σε τί άραγε χρησιμεύει ο κινηματογράφος, όταν έρχεται μετά τη λογοτεχνία;»
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, λοιπόν, τόσες απόψεις περί κινηματογραφίας, όσοι και οι κινηματογραφιστές! Η αλήθεια είναι ότι, μέσω του κινηματογράφου, (ξανα)ακαλύπτουμε τα λογοτεχνικά κείμενα: δεν είναι τυχαίες οι εκτινάξεις πωλήσεων βιβλίων μετά από μια προβολή (Τόλκιν, Ρόουλινγκ, νεότερη ελληνική/ευρωπαϊκή και παγκόσμια λογοτεχνία). Φυσικά και υπάρχουν ταινίες ισάξιες των αντίστοιχων λογοτεχνικών κειμένων («Το Όνομα του Ρόδου» του Έκο, η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «Οι Άθλιοι» του Ουγκό, «Τα σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ, «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι, ο «Ζορμπάς» κι «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη κ.ά.)
ΑΛΛΑ, τί εκφράζει μια ταινία για το δημιουργό της; Ποικίλες είναι οι απαντήσεις, γι αυτό και ενδιαφέρουσες:
-για τον Αμερικανό σκηνοθέτη Martin Scorsese (1942-) «είναι η έκφραση ενός μοναδικού οράματος -κι όσο πιο πολύ είναι προσωπική (μια ταινία), τόσο περισσότερο προσεγγίζει τα όρια ενός αριστουργήματος. Πράγμα που σημαίνει ότι θα αντέξει περισσότερο στο χρόνο».
-τη μαγική διάσταση του κινηματογράφου διατυπώνει κι ο άλλος Αμερικανός Stanley Kubrick (1928-1999): «Η οθόνη είναι ένας μαγικός φορέας. Έχει τέτοια δύναμη που μπορεί να κρατα συνεχώς το ενδιαφέρον (του θεατή) μεταδίδοντάς του συγκινήσεις και προκαλώντας του διαθέσεις που καμιά άλλη μορφή τέχνης δεν μπορεί να συναγωνιστεί».
-τη δύναμη (πολιτική ή κοινωνική) μιας ταινίας περικλείει σε μια φράση του ο Δανός σκηνοθέτης Lars von Trier (1956-): «Μια ταινία πρέπει να είναι μια πέτρα μέσα σ’ ένα παπούτσι»
-παρόμοια άποψη έχει κι ο Σουηδός Ingmar Bergman (1918-2007): «Τίποτε πιο εύκολο από το να προκαλέσεις φόβο στον θεατή. Κυριολεκτικά μπορείς να τον τρελάνεις, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σε κάποιο σημείο του είναι τους τον φόβο πανέτοιμο να ανθίσει»
-για τον Γάλλο σκηνοθέτη Louis Malle (1932-1995) είναι προτιμότερο «βγαίνοντας ο θεατής (από την αίθουσα), να έχει ερωτήματα παρά απαντήσεις»
-όσο για τον ημέτερο άνθρωπο του σινεμά και διανοούμενο, Θεόδωρο Αγγελόπουλο (1935-2012), «το να κάνεις μια ταινία είναι μια θετική πράξη, έστω κι αν ξέρουμε πως ο κινηματογράφος δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, πόσο μάλλον να τον σώσει»!
ΚΟΙΝΟ σημείο όλων, η προσφορά ενός θεάματος που ναι μεν «τέρπει», αλλά και προκαλεί ταυτόχρονα ερωτήματα για τα συμβαίνοντα στον κόσμο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-(1) Για τον σημαντικό Ιάπωνα σκηνοθέτη Akira Kurosawa (1910-1998), «ο κινηματογράφος μοιαζει με τις άλλες τέχνες! Αν υπάρχουν σ’ αυτόν κατ΄εξοχήν λογοτεχνικά στοιχεία, υπάρχουν εξίσου και θεατρικά, υπάρχει φιλοσοφική θεώρηση καθώς και χαρακτηριστικά δανεισμένα από τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική». Το ίδιο λέει πιο συνοπτικά κι ο Αμερικανός Sydney Pollack (1934-2008): «Κατά κάποιο τρόπο, όλες οι μορφές τέχνης ενυπάρχουν σε μια ταινία».
-(2) Στό τραγούδι «τα θερινά σινεμά», ο Κηλαϊδόνης εκπέμπει μια νοσταλγία για τους περασμένους καιρούς, τους χωρίς Η/Υ, TV, laptop, iphone, iPad, smartphones και tablets. Τότε που ένα θερινό cinéma αποτελούσε «λαϊκή» απόλαυση. Στο τραγούδι εκφράζεται επίσης μια πικρή μελαγχολική διάθεση για το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου, για το αμετάκλητο των «καλύτερών» μας χρόνων:
«Φεύγουν τα καλύτερα μας χρόνια/ ώρα με την ώρα βιαστικά, νιάτα που περνούν/ που δε θα ξαναρθούν, κι εκείνο που βλέπω/ να μένει τελικά, είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι/ μες στα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν/ που δε θα ξαναρθούν, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά (…)»• Αφιερώνεται στους ανθρώπους του κινηματογράφου που έφυγαν, αλλά και στους επίμονους Χανιώτες λάτρεις της «7ης Τέχνης» (28/8/17)