Τελευταία περυσινή μεταγραφή του ΣΦΠΧ ήταν η απόκτηση του 34χρονου πασαδόρου Βασίλη Πλίκα, δηλαδή ενός παίκτη με πολύ μεγάλες εμπειρίες στην Α1 Εθνική, ο οποίος από την ιδιαίτερα ευαίσθητη θέση που παίζει, “κουμαντάρει” την ομάδα στο πρωτάθλημα της Α2 βόλεϊ, συμβάλλοντας και αυτός στην προσπάθεια για την επίτευξη του αρχικού στόχου, που είναι η συμμετοχή στα μπαράζ για άνοδο στη μεγάλη κατηγορία.
Ο Πλίκας έπαιζε πέρυσι στον ΠΑΟΚ, έχει αγωνιστεί σε αρκετές ακόμη μεγάλες ομάδες, ενώ υπήρξε και διεθνής σε εθνικά μας συγκροτήματα. Ενα από τα χαρακτηριστικά του στοιχεία είναι το πάθος που τον διακρίνει ακόμη και στις προπονήσεις, ενώ εκτός από την οργάνωση του παιχνιδιού, έχει σημαντική συμβολή και στην αμυντική λειτουργία της ομάδας.
Στη συνέχεια, ο έμπειρος αθλητής αναφέρεται σε πολλά ενδιαφέροντα θέματα σχετικά με τον ΣΦΠΧ, τον ίδιο και το βόλεϊ, γενικότερα, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι θα είναι πολύ μεγάλη αποτυχία αν η ομάδα δεν πάρει μέρος στα μπαράζ ανόδου.
Εχοντας φτάσει στην 3η αγωνιστική του β’ γύρου θα ήθελα να μου κάνεις μια ανασκόπηση τής μέχρι τώρα πορείας του ΣΦΠΧ.
Συνολικά ως εμφάνιση στους 14 αγώνες που έχουμε δώσει, πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές έχουμε παίξει καλό βόλεϊ, όμως υπάρχουν και σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή μας, αυτό έχουμε πληρώσει βασικά, γι’ αυτό και δεν είμαστε 1οι. Σίγουρα υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης και πιστεύω ότι δουλεύοντας ακόμη περισσότερο στις προπονήσεις μπορούμε ν’ ανεβάσουμε τα στάνταρ μας τόσο σε ομαδικό όσο και σε ατομικό επίπεδο ώστε να φτάσουμε στην κατά το δυνατόν καλύτερη απόδοση.
Δίκαια βρίσκεται στην κορυφή η Αργυρούπολη;
Αν και δεν ήταν στα φαβορί του καλοκαιριού, μέσα στο τερέν δείχνει ότι μέχρι τώρα τής αξίζει η 1η θέση. Μπορεί πριν αρχίσει το πρωτάθλημα, βάσει ρόστερ, η Κύζικος Νέα Περάμου και εμείς να είχαμε προβάδισμα στα προγνωστικά για τις δυο προνομιούχες θέσεις του Α’ ομίλου, όμως αγωνιστικά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι και η Αργυρούπολη, με σταθερή απόδοση, έχει καταφέρει μετά το μεταξύ μας παιχνίδι να προηγείται στη βαθμολογία, διατηρώντας μάλιστα διαφορά ασφαλείας.
Πώς δικαιολογείς τις μεταπτώσεις του ΣΦΠΧ μέσα στο ίδιο παιχνίδι, φαινόμενο που παρουσιάστηκε ακόμη και στο πρόσφατο με τη Δραπετσώνα.
Για μένα δεν υπάρχει ποτέ δικαιολογία, υπάρχουν ίσως κάποια στοιχεία που μπορούν να δώσουν εξηγήσεις. Στο παιχνίδι που αναφέρεις κάναμε κακή εμφάνιση, μετά από τρεις πολύ καλές παρουσίες. Ισως μας επηρεάσει το γεγονός ότι πήραμε πολύ εύκολα και μ’ εξαιρετική εμφάνιση το εκτός έδρας ντέρμπι με τη Νέα Πέραμο και είχαμε μείνει στο ματς αυτό, ίσως να συνέβαλε η αλλαγή προπονητή, ίσως και ο ελαφρύς τραυματισμός του Φίνου, ο οποίος τον υποχρέωνε να παίζει συντηρητικά. Ομως, επαναλαμβάνω, όλα αυτά δεν αποτελούν δικαιολογίες για μια καλή ομάδα όπως είμαστε εμείς και μάλιστα από τη στιγμή που ο αντίπαλος ήταν φανερά υποδεέστερος.
Η ανωτερότητά μας πρέπει να επιβεβαιώνεται από την αρχή μέχρι το τέλος, στο βόλεϊ όλοι ξέρουν ότι δεν υπάρχει χρόνος και χρειάζεται προσπάθεια για να κερδίσεις, πρέπει μέχρι και τον τελευταίο πόντο να παλέψεις για να τον πάρεις. Θέλει, λοιπόν, περισσότερη δουλειά από εμάς σε υψηλό επίπεδο για να λιγοστέψουν τα κενά διαστήματα και αυτό είναι καθαρά θέμα συγκέντρωσης στην προπόνηση. Πάντα πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι το παιχνίδι είναι ο καθρέφτης της προπόνησης και όσο πιο ποιοτικά δουλεύουμε σε αυτήν τόσο πιο εύκολα θα μας βγει και στον αγώνα.
Ποιο θεωρείς το καλύτερο, όσον φορά την απόδοση, μέχρι τώρα παιχνίδι του ΣΦΠΧ.
Με διαφορά την καλύτερη εμφάνιση την κάναμε στο πιο κρίσιμο μέχρι τότε παιχνίδι, δηλαδή στο εκτός έδρας με τη Ν. Πέραμο και δυστυχώς για το χανιώτικο κοινό, δεν είχε τη δυνατότητα να μας παρακολουθήσει. Σε μια κομβικής σημασίας αναμέτρηση και για τις δυο ομάδες, πραγματικά κάναμε ιδανικό παιχνίδι σε όλους τους τομείς, κυνηγήσαμε όλες τις φάσεις και δικαιωθήκαμε. Τη νίκη αυτή τη χαρακτηρίζω διπλή, γιατί ο αντίπαλος ήθελε τους πόντους ώστε να μας περάσει στη βαθμολογία, όμως τελικά εμείς μπορέσαμε ν’ αυξήσουμε τη διαφορά μας από αυτόν.
Στον αντίποδα ποιον αγώνα τοποθετείς;
Αυτόν μέσα στην Αργυρούπολη. Ήταν επίσης ένα κρίσιμο παιχνίδι, στο οποίο παρουσιαστήκαμε νωθροί, χωρίς ψυχολογία και αυτοπεποίθηση. Ειλικρινά δεν πίστευα ότι μπορούσαμε να παίξουμε τόσο άσχημα, δεν μπορώ ακόμη να πω τι έφταιξε, αυτό που σίγουρα ξέρω είναι ότι θέλω να το ξεχάσω και να ευχηθώ να μην έχουμε ποτέ ξανά ανάλογη απόδοση
Απομένουν 8 αγωνιστικές για την ολοκλήρωση της κανονικής περιόδου. Είναι εφικτή η 1η θέση, κινδυνεύει η 2η;
Είμαστε 4 βαθμούς πίσω από την Αργυρούπολη, 5 μπροστά από τη Ν. Πέραμο και για τη δεύτερη ερώτηση, μπορώ να σου πω με σιγουριά ότι αν την χάσουμε, θα πρέπει να πάμε… ν’ αυτοκτονήσουμε. Πιστεύω, λοιπόν ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα και τόσο εγώ, όσο και τ’ άλλα παιδιά δουλεύουμε στις προπονήσεις έχοντας στο μυαλό μας ότι η ομάδα πρέπει να τερματίσει στην 1η θέση και έτσι να παίξει απ’ ευθείας στα μπαράζ ανόδου, δηλαδή ν αποφύγει τον έξτρα γύρο. Δυστυχώς κάτι τέτοιο πλέον δεν εξαρτάται μόνο από εμάς, αφού για να επιτευχθεί δεν αρκεί να την κερδίσουμε εδώ, κάτι που θεωρώ σίγουρο ότι θα γίνει, αλλά θα χρειαστεί και κάποιο άλλο… στραβοπάτημα της. Είμαι βέβαιος ότι από την πλευρά μας θα κάνουμε αυτό που χρειάζεται ώστε να διεκδικήσουμε κάθε πιθανότητα να τερματίσουμε 1οι στη βαθμολογία.
Το γενικότερο επίπεδο της κατηγορίας πώς το κρίνεις;
Συγκρίνοντας αυτό που θυμάμαι πριν από 5 χρόνια, οπότε είχα παίξει για μια σεζόν στην Α2, θα έλεγα ότι δεν είναι υψηλό. Δυστυχώς αυτό είναι γενικότερο φαινόμενο και αφορά όλο το ελληνικό βόλεϊ και το μόνο θετικό που μπορώ να πω είναι ότι οι συγκυρίες που υπάρχουν ίσως αποτελούν τη μεγάλη ευκαιρία να πάρουν χρόνο συμμετοχής νέα παιδιά, ν’ αποκτήσουν εμπειρίες και παραστάσεις, έτσι ώστε να προχωρήσουμε καλύτερα στο μέλλον. Πρέπει να σου πω ότι εγώ όταν ήμουν 18 χρονών δεν είχα ευκαιρίες να παίξω, γιατί το επίπεδο ήταν ιδιαίτερα υψηλό, υπήρχαν πολλοί καλοί παίκτες και τα παιδιά της δικής μου γενιάς δεν μπορούσαν να μπουν μέσα στο τερέν.
Με την ευκαιρία, να σε ρωτήσω για τα μικρά παιδιά του ΣΦΠΧ που κάνουν προπονήσεις με την ανδρική ομάδα και τα οποία σ’ έχω δει να τα παρακολουθείς σε κάποιους αγώνες του παιδικού πρωταθλήματος.
Υπάρχουν παιδιά που έχουν ταλέντο και προσόντα και διακρίνω μέσα τους το… μικρόβιο του βόλεϊ. Το τελευταίο αυτό στοιχείο το θεωρώ πολύ σημαντικό για να μπορέσει ο οποιοσδήποτε αθλητής να φτάσει κάπου πιο ψηλά. Δείχνουν λοιπόν ενδιαφέρον για το άθλημα, η τριβή τους, έστω και στις προπονήσεις, με πολύ πιο έμπειρους παίκτες μόνο θετικά λειτουργεί γι’ αυτά και είναι στο χέρι τους να συνεχίσουν και να προοδεύσουν στον χώρο.
Αυτό που σίγουρα μπορώ να τους πω είναι ότι αν πράγματι τα ενδιαφέρει να παίξουν βόλεϊ, θα πρέπει να δουλέψουν πάρα πολύ και να κάνουν θυσίες, κυρίως όσον αφορά τον ελεύθερό χρόνο τους.
Ποιά είναι η γνώμη σου για τους Χανιώτες φιλάθλους που έρχονται στα εντός έδρας παιχνίδια σας.
Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι παίζουμε σε γεμάτο γήπεδο και η βοήθειά τους είναι πολύτιμη. Θα έλεγα ότι δημιουργούν μια εξαιρετική ατμόσφαιρα, θα χαρακτήριζα την κερκίδα οικογενειακή, δηλαδή χωρίς βωμολοχίες και μόνο με θετική αντιμετώπιση των παικτών, ακόμη και σε διαστήματα ή σετ που δεν πάμε καλά. Επιπλέον, έχω διαπιστώσει ότι σχεδόν όλοι είναι γνώστες του αθλήματος, ενώ αναγνωρίζουν την προσπάθεια που κάνουμε και γενικά είναι πάντα στο πλευρό μας.
Να πάμε σε κάτι πιο προσωπικό. Τι παραπάνω μπορεί να δώσει η καθημερινή προπόνηση ή ο εκάστοτε προπονητής σε παίκτη με τις δικές σου εμπειρίες;
Οποιος παίκτης θεωρεί ότι είναι πλέον φτασμένος, ότι είναι ο πρώτος και ο καλύτερος και δεν έχει να προσθέσει πια τίποτε περισσότερο στις γνώσεις του, αυτόματα έχει βρεθεί από τη 2η θέση και κάτω. Κάθε αθλητής, όσο καλός και αν είναι πρέπει να προσπαθεί είτε να βελτιώνεται είτε να διατηρεί το καλό επίπεδο στο οποίο ενδεχομένως βρίσκεται. Πάντα υπάρχει χώρος για να μάθει ένας παίκτης περισσότερα πράγματα και έτσι να βελτιωθεί.
Παίκτες με παρουσία χρόνων στην Α1, τι κίνητρο μπορεί να έχουν για να έρθουν στην επαρχία και να παίξουν σε μικρότερη κατηγορία. Κινδυνεύουν να τους πει κάποιος κακοπροαίρετος ότι το κάνουν μόνο για τις χρηματικές απολαβές;
Αν αναφέρεσαι στην ομάδα μας, όλα τα παιδιά που αποκτήθηκαν πέρυσι το καλοκαίρι, άλλα με περισσότερες, άλλα με λιγότερες εμπειρίες, ήρθαμε στα Χανιά γιατί κάποιος άνθρωπος μας εμπιστεύτηκε. Παλεύουμε λοιπόν, μαζί με τους ντόπιους παίκτες για τον στόχο που έχει βάλει η διοίκηση. Αυτός είναι το μεγάλο μας κίνητρο, ώστε να δικαιώσουμε αυτόν πους μας έφερε εδώ, την ομάδα γενικότερα και τους φιλάθλους που μας παρακολουθούν στα εντός έδρας παιχνίδια. Ειδικά με τις τωρινές, γενικότερες, συνθήκες, αν δεν προσφέρεις, δεν μπορείς να μένεις σε μια ομάδα και η ύπαρξη στόχου βοηθάει περισσότερο στο να δώσει ό,τι καλύτερο μπορεί ο καθένας. Ακόμη υπάρχει ο εγωισμός και η ικανοποίηση για την κατάκτηση τίτλου ή την επίτευξη ανόδου, στοιχεία τα οποία πιστεύω ότι δεν παραγνωρίζει κανείς αθλητής, όσες διακρίσεις και αν έχει πετύχει μέχρι τότε.
Εχω παρατηρήσει ότι δείχνεις μεγάλο πάθος ακόμη και στις προπονήσεις. Όμως εκτός από το γεγονός ότι θυμώνεις με τον εαυτό σου μετά από κάποιο λάθος που κάνεις, σε βλέπω πολύ συχνά να συζητάς με μικρούς και μεγάλους συμπαίκτες σου και τουλάχιστον εγώ καταλαβαίνω ότι δίνεις συμβουλές, μιλάς για φάσεις που έχουν προηγηθεί.
Νομίζω ότι ως αθλητής ποτέ δεν ήμουν αυτός που είχε τα τρομακτικά προσόντα ή το φοβερό ταλέντο. Ομως μου αρέσει το βόλεϊ και πάντα προσπαθούσα να γίνομαι καλύτερος μέσα από τις προπονήσεις και τα παιχνίδια και ό,τι έχω πετύχει μέχρι τώρα, οφείλεται στο γεγονός ότι δουλεύω όλα αυτά τα χρόνια όσο πιο σκληρά μπορώ. Το να θυμώνω με τον εαυτό μου με βοηθάει στο να μην επαναλαμβάνω τα λάθη. Ολοι κάνουμε λάθη, είναι δύσκολο να τ’ αποφύγεις, το θέμα είναι να μην κάνουμε τα ίδια και περισσότερο να ξέρουμε γιατί τα κάναμε, τι δεν σκεφτήκαμε σωστά, ώστε να το αποφύγουμε την επόμενη φορά.
Οσον αφορά τις συζητήσεις, θέλω πραγματικά να εξηγήσω στα παιδιά όσο πιο πολύ μπορώ κάποια πράγματα, να τα βοηθήσω θα έλεγα, έτσι ώστε να με βοηθήσουν και αυτά μέσα στο παιχνίδι και όλοι μαζί να βοηθήσουμε την ομάδα. Το γεγονός ότι από τα περισσότερα είμαι μεγαλύτερος και έχω πιο πολλές εμπειρίες, νομίζω ότι μου επιτρέπει ή και μου επιβάλει αν θες κάτι τέτοιο. Ολοι ξέρουν ότι το βόλεϊ παίζεται με 6 παίκτες, δηλαδή για θετικό τελικό αποτέλεσμα χρειάζεται συνολική προσπάθεια και σπάνια μπορεί ένα άτομο να κερδίσει μόνο του τον αντίπαλο. Πιστεύω λοιπόν ότι είναι απαραίτητο να γίνονται τέτοιου είδους συζητήσεις, με δεδομένο μάλιστα αυτό που είπα στην αρχή, δηλαδή ότι είμαστε μεν έμπειροι παίκτες, όμως παίζουμε μαζί λίγους μήνες και είναι λογικό να μην μπορούμε ακόμη να κάνουμε αυτό που λένε “βρισκόμαστε με κλειστά μάτια”.
Πώς βλέπεις την προσπάθεια που άρχισε πέρυσι το καλοκαίρι στον ΣΦΠΧ, σε μια εποχή που οι γενικότερες συνθήκες μόνο καλές δεν είναι.
Μόνο θετικά σχόλια νομίζω ότι μπορεί ν’ αποσπάσει η προσπάθεια αυτή. Κατά την άποψη μου, οι μόνες ομάδες που μπορούν να βάλουν ψηλά τον πήχη είναι πλέον οι επαρχιακές, οι οποίες δεν κουβαλάνε χρέη, όπως συμβαίνει με αρκετά μεγάλα σωματεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, που “είναι τελειωμένα και φυτοζωούν”. Εκεί λοιπόν υπάρχει κορεσμός και λείπουν οι άνθρωποι που θα ενδιαφερθούν, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στην επαρχία.
Στα Χανιά, ο Γιάννης Μιχελάκης έχει παίξει βόλεϊ, το οποίο συνεχίζει να τον ενδιαφέρει και έχει όραμα για μια δυνατή ομάδα. Ετσι άρχισε το κτίσιμο το περασμένο καλοκαίρι και εύχομαι να πετύχει τον στόχο του. Επαναλαμβάνω ότι πλέον, μόνο στις μικρές κοινωνίες μπορείς να βρεις ενδιαφέρον για τον αθλητισμό και βοήθεια σε μια υγιή προσπάθεια και το μικρό διάστημα που βρίσκομαι στην πόλη σας έχω διαπιστώσει ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για όλο το φάσμα του αθλητισμού.
Μοναδικό μειονέκτημα, γενικότερα, μιας φιλόδοξης προσπάθειας στην επαρχία αποτελεί το γεγονός ότι τουλάχιστον στο ξεκίνημα συνήθως δεν υπάρχει το ντόπιο υλικό για να στηριχθεί αποκλειστικά σε αυτό. Ομως κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε πιο δημοφιλή αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, που αν δείτε τις συνθέσεις των ομάδων, ελάχιστοι είναι οι ντόπιοι παίκτες και σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει κανείς.
Μακάρι η φετινή πορεία και η εδώ παρουσία παικτών με ιστορία στο χώρο του βόλεϊ να βοηθήσουν, εκτός από το να πετύχει ο ΣΦΠΧ τον στόχο του και στο να έρθουν περισσότερα παιδιά στο βόλεϊ.
25 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΒΟΛΕΪ
Ο Βασίλης Πλίκας γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1980 στη Θεσσαλονίκη, έχει ύψος 1.87μ. και αγωνίζεται ως πασαδόρος.
Αρχισε την πορεία του στο βόλεϊ πολύ μικρός, αφού σε ηλικία 9 χρονών έπαιζε στα τμήματα υποδομής του Ορφέα Ηλιούπολης Θεσσαλονίκης, ομάδα που μπορεί να αγωνιζόταν σε Γ’ και Β’ Εθνική, όμως είχε εξαιρετική παρουσία στα πανελλήνια πρωταθλήματα μικρών ηλικιακών κατηγοριών.
Τον πρώτο πανελλήνιο τίτλο τον πήρε στην κατηγορία παμπαίδων, το 1994, ενώ το 1997 η ομάδα του αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ελλάδος στους έφηβους και το καλοκαίρι του 1999 έκανε το… μεγάλο άλμα, παίρνοντας μεταγραφή στην ΑΕΚ, αρχίζοντας έτσι την καριέρα του στην Α1 εθνική. Εμεινε στον “δικέφαλο” τρεις σεζόν, ακολούθησε από μια σε ΕΑ Πατρών και Ολυμπιακό, ενώ τα επόμενα δυο χρόνια έπαιξε στον ΠΑΟΚ. Την αγωνιστική περίοδο 2006-7 φόρεσε τη φανέλα της Ορεστιάδας, τη σεζόν 2007-8 επέστρεψε στον ΠΑΟΚ και ακολούθησε μια… παρένθεση ενός χρόνου (2008-9) στην Α2 κατηγορία, με τον Επίκουρο Πολίχνης.
Το φθινόπωρο του 2009 φόρεσε για μια ακόμη φορά τη φανέλα του ΠΑΟΚ (έχοντας για δεύτερη φορά συμπαίκτη τον Κώστα Γκιρτζίκη), με τον οποίο αγωνιζόταν μέχρι το περασμένο καλοκαίρι, για να… κατηφορίσει στη συνέχεια στα Χανιά.
Εκτός από τους τίτλους σε παμπαίδες και έφηβους δεν είχε την ευτυχία -όπως χαρακτηριστά μας δήλωσε- να πάρει κάποιο πρωτάθλημα ή κύπελλο με τις ομάδες που αγωνίστηκε, όμως την πρώτη του χρονιά στην ΑΕΚ είχε παίξει με τους “κίτρινους” στο φάιναλ φορ του κυπέλλου κυπελλούχων, στο οποίο κατέλαβαν την 3η θέση.
Στα σχεδόν 25 χρόνια που ασχολείται με το βόλεϊ, έχει παίξει πάρα πολλά παιχνίδια σε υψηλό επίπεδο και είναι φυσικό να έχει πολλές αναμνήσεις, οι περισσότερες ευχάριστες, χωρίς όμως να λείπουν και οι δυσάρεστες.
Ως μια από τις καλύτερες στιγμές του στο χώρο θεωρεί την κλήση στην εθνική ανδρών (το 2000) από τον Τζιανπάολο Μοντάλι, ενώ παρέμεινε στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα και την επόμενη σεζόν με τον Προυσαλίκα (και τις δυο χρονιές βασικός πασαδόρος ήταν ο Κουρνέτας) έχοντας συμμετοχές σε κάποια παιχνίδια. Ακόμη, υπήρξε στέλεχος και της εθνικής εφήβων.
Για το πώς βρέθηκε στα Χανιά, μας είπε: «Είχα μείνει ελεύθερος από τον ΠΑΟΚ, ήμουν σε φάση που σκεπτόμουν να σταματήσω, όμως επειδή μου αρέσει το βόλεϊ, έκανα προπονήσεις με μια ομάδα στη Θεσσαλονίκη. Τότε μου έγινε η πρόταση από τον κ. Μιχελάκη και παρά το γεγονός ότι μου ήταν δύσκολο να φύγω τόσο μακριά από την οικογένειά μου, ο πρόεδρος μ’ έπεισε να πω το “ναι” και να έρθω στα Χανιά».
Ο Πλίκας υπηρετεί στο Πυροσβεστικό Σώμα, είναι παντρεμένος και έχει δυο κόρες.