Εχάθηκε σιγά σιγά ότι μας είχε μείνει
από τη δόλια σύνταξη, δουλέψαμε για κείνη.
Είχαμ’ ελπίδα πως αυτή θα ‘χομε στα γεράματα
μα δα εξαφανίζεται ως μαρτυρούν τα πράματα.
Πολλά ταμεία έχομε στη ζήση μας πλερώσει
κάθε φορά “ελλείμματα” έχουμε συμπληρώσει.
Εδά εξαφανίζονται και κόποι και ελπίδες
νέοι ξανοίγουν πού θα βρουν πιο εύσπλαχνες πατρίδες.
Οι φόροι που πλερώναμε εις τη ζωή μας όλη
χάθηκαν, καταντήσαμε με άδειο πορτοφόλι.
Παιδιά κι εγγόνια ελπίζαμε στα γέρα μας να δούμε
νάναι καλύτερ’ από μας στον κόσμο απού ζούμε.
Ούλοι το μη χειρότερα λέμε ετσά που φτάξαμε
θωρούμ’ εδά πως άδικα χρόνια εκοπιάσαμε.
Εκείνοι που μας ελαλούν ελπίδες μόνο φέρνουνε
αντίς να κάτσουν να σκεφτούν πως άλλο δεν αντέχουμε.
Λαός που ούλη τη ζωή παλεύει και δουλεύει
σαν το βοριά θα σηκωθεί το δίκαιο να γυρεύγει.