Ακούσομεν του Αγίου Ευαγγελίου Κήρυγμα Κυριακής 14ης Νοεμβρίου 2021
Ερώτημα θεολογικό που εκφράζει την αγωνία του ανθρώπου για την αιωνιότητα ο οποίος γνωρίζει τι λέει ο Μωυσής αλλά θέλει να μάθει τι λέει ο Χριστός.
Η απάντηση του Χριστού είναι σαφής και κατηγορηματική, τον Θεό και τον πλησίον να αγαπάς. Το πρώτο δηλαδή την αγάπη του Θεού τη γνωρίζει, το δεύτερο τον πλησίον δεν γνωρίζει ποιος είναι. Σε αυτό το ερώτημα δίνει και πάλι την απάντηση που δίνει ο Χριστός την παρακολουθούμε μέσα από την παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
Ένας άνθρωπος πηγαίνει από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ στο δρόμο συναντά ληστές που τον γύμνωσαν και τον πλήγωσαν σε όλο το σώμα και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο στην άκρη του δρόμου.
Ύστερα από λίγο περνά από εκεί ένας ιερέας αλλά όταν τον είδε έκανε πως δεν τον είδε και έφυγε τρεχάτος, χωρίς να δώσει καμιά σημασία αν και ήταν άνθρωπος του Θεού, λειτουργός του ναού, άνθρωπος του νόμου και προπάντων ήταν ομοεθνής και ομόθρησκος που κατά μείζονα λόγο όφειλε να τον περιθάλψει. Φαίνεται να είναι άσπλαχνος και σκληρόκαρδος χωρίς ίχνος αγάπης. Η καρδιά του είναι πέτρινη, αγκαθώδης, άγονη, δεν φυτρώνει πάνω της πράσινο φύλλο ευσπλαχνίας και ελέους.
Πάμε παρακάτω, ύστερα από λίγο περνά ένας λεβίτης άνθρωπος και αυτός του Θεού, πλησίασε τον τραυματία, είδε ότι είχε άμεση ανάγκη περίθαλψης, αλλά έφυγε γιατί ήταν βιαστικός αν και συμπολίτης και ομόθρησκος και αυτός. Έχουμε ωμή διπλή καταπάτηση του νόμου και των εντολών.
Ύστερα έρχεται η άνοιξη. Περνά ένας αλλοεθνής και αλλόθρησκος σαμαρείτης προερχόμενος από εχθρική χώρα που μπορεί να βρέθηκε εκεί από λάθος της διαδρομής του.
Παρά ταύτα βλέπει τον πάσχοντα πάνω από το άλογό του, κατεβαίνει από αυτό, πλύνει τις πληγές του πάσχοντα με λάδι και κρασί που είχαν πάντοτε μαζί τους οι οδοιπόροι, ύστερα σχίζει τα ρούχα του, κάνει επιδέσμους, δένει τα τραύματα αλλά και πάλι δεν τον αφήνει και να φύγει που θα μπορούσε να το κάνει και δικαιολογημένα γιατί όσο παραμένει σε ξένο και εχθρικό έδαφος κινδυνεύει η ζωή του, όμως δεν τον εγκαταλείπει.
Τον παίρνει στην αγκαλιά του, γίνεται ένα με αυτόν, μοιράζεται τον πόνο του και ύστερα τον ανεβάζει πάνω στο άλογο και τον μεταφέρει στο πανδοχείο της σωτηρίας, αφήνει χρήματα και παρακαλεί να κάνουν ό,τι χρειάζεται για την αποθεραπεία του και εκείνος επιστρέφοντας θα πληρώσει.
Τώρα ρωτά ο Χριστός ποιος από τους τρεις είναι ο πλησίον; Και ο νομικός με βαριά καρδιά απαντά: «Ο ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού».
Βλέπετε πήγε για μαλλί ο νομικός να πειράξει τον Χριστό και να τον κατηγορήσει αλλά βγήκε κουρεμένος.
Το πανδοχείο να το θεωρήσουμε συμβολικό της εκκλησίας που οφείλει να λειτουργεί με αυτό το πνεύμα, να διακονεί τον άνθρωπο, τον λαό του Θεού ανεξάρτητα καταγωγής, θρησκείας και εθνότητας κάθε αναγκεμένο άνθρωπο. Η εκκλησία είναι, πρέπει να είναι, ο καλός σαμαρείτης που λειτουργεί το έλεος του Θεού υπέρ πάντων ημών.
Τέλος είναι κοινή παραδοχή ότι ο πλησίον προσδιορίζεται όχι μόνο από τον ομόφυλο και ομοεθνές αλλά από την αγάπη.
Οι πλησίον Ιουδαίοι αποδείχτηκαν ξένοι και ο ξένος σαμαρείτης αναδείχνεται πλησίον που ταυτόχρονα είναι ο ποιήσας το έλεος μετά αυτού. Για να υπενθυμίζει σε εμάς τη μεγάλη επιταγή του Θεού «έλεον θέλω και ου θυσίαν».
Είναι ευθύνη μας να ξοδεύουμε τη ζωή μας για αυτούς που έχουν ανάγκη και χρειάζονται βοήθεια.
Δεν είναι τα έργα τα οποία και αν είναι αυτά του νόμου δεν σώζουν. Το σημαντικό είναι να εκφράζουμε ζωντανά την αγάπη του Θεού ως έλεος, ως συμπάθεια, ως έγνοια, ως ψυχολογική και σωματική βοήθεια στον συνάνθρωπο.
Να ξεκαθαρίσουμε επίσης ότι ο Θεός δεν θέλει να κάνουμε τίποτα για αυτόν, αλλά να κάνουμε για εμάς «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Η ίδια η λειτουργία της αγίας μας εκκλησίας δεν γίνεται για τον Θεό, γίνεται για μας. Ο Θεός δεν θέλει τίποτα από αυτά που έχουμε, θέλει εμάς να σωθούμε και «ου θελήσει τον θάνατο του αμαρτωλού όσο επιστρέψαι και ζειν αυτόν».
Να θυμούμαστε αυτό που είπε ο Χριστός στον άλλο πλούσιο νέο που τον ρώτησε πώς μπορεί να γίνει άξιος για τη βασιλεία του Θεού άφησε αυτά που έχεις και έλα μαζί μου.
Δεν του ζήτησε λίτρα για να τον δεχτεί στην ακολουθία του, η έγνοια του Θεού είναι να βρούμε εμείς το δρόμο του ουρανού, να μάθουμε αναβαίνουμε την κλίμακα όπως την περιγράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης από τη γη στον ουρανό λελαμπρυσμένοι και πεντακάθαροι από κάθε αμαρτητικό ρύπο. Να αξιωθούμε να γίνουμε συγκάτοικοι των αγίων αγγέλων και όλων των αγίων στην ευλογημένη βασιλεία του Θεού.
Να αφήσουμε αυτά που έχουμε που έτσι και αλλιώς είναι πρόσκαιρα και παροδικά. Αυτά πρώτον και δεύτερον να απορρίψουμε τα λέπια των αμαρτιών μας με τη μετάνοια και την εξομολόγηση και τα άλλα μυστήρια της εκκλησίας μας και ελευθερωμένοι από όλα αυτά να πετάξουμε στους αιθέρες, να προσεγγίσουμε και να κατακτήσουμε τον ίδιο τον παράδεισο, που είναι ανοιχτός για μας και έχει θέσεις που μας περιμένουν «εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισίν».
Να υπογραμμίσουμε ακόμα ότι σίγουρα ο τραυματισμένος ιουδαίος μετά την αποθεραπεία του γύρισε στο σπίτι ευχαριστημένος αλλά και ο σαμαρείτης είναι και αυτός ευλογημένος και ευχαριστημένος άνθρωπος για αυτό που κάνει. Γιατί το έργο του Θεού που είναι η διακονία ή έργο χαροποιό και ευλογημένο.
Θέλουμε με αυτή την παρατήρηση να συνδράμουμε να ξυπνήσει μέσα μας αυτό το αίσθημα της χαράς και της βαθύτατης ικανοποίησης που έχουν οι λειτουργοί των μυστηρίων του Θεού.
Ανήκει σε μας η μεγάλη απόφαση να ξεκολλήσουμε από τη στατικότητα της μόνιμης αναζήτησης του ωφέλιμου και να αρχίσουμε σιγά σιγά να ελαφρύνουμε το υλικό βάρος του νόμιμου ή παράνομου και ανήθικου πλουτισμού μας που μας καθηλώνει στην προσκαιρότητα και να χάνουμε όχι μόνο τον χρόνο αλλά και την ίδια τη ζωή μας και μαζί με αυτή και την αιωνιότητα.
Είναι κρίμα να χάνουμε αυτές τις δωρεές, αυτή την ουράνια θεϊκή προίκα αντί ευτελούς τιμήματος του πρόσκαιρου και παροδικού.
Είμαστε πλασμένοι για τα μεγάλα τα ιερά και τα όσια, τα επίγεια και τα επουράνια, τα πρόσκαιρα και τα αιώνια, τα φθαρτά και τα άφθαρτα.
Στην επιλογή φαίνεται ότι τα κάνουμε θάλασσα και χάνουμε τα πολύτιμα «αντί πινακείου φακής». Ο νεαρός νομικός που ήρθε να πειράξει και να προσβάλλει τον Ιησού έφυγε με σπασμένα και κατεβασμένα μούτρα γιατί ενώ νόμιζε ότι τα ήξερε όλα ο Χριστός του έκανε μάθημα για αρχαρίους που λένε και οι εκπαιδευτικοί και φάνηκε ότι δεν το ήξερε.
Ο άγιος ευαγγελικός λόγος μας ανοίγει τα μάτια ενατένισης της αλήθειας του Θεού, της εξερεύνησης και κατάκτησης των ουρανών. Η προσπάθεια είναι δική μας. Αν επιτύχουμε μεταβάλλεται σε ευλογία. Αν αποτύχουμε και πάλι είναι ευλογία γιατί μπορούμε ξανά να προσπαθήσουμε.
Χτυπούμε την πόρτα του Θεού και επιμένουμε να χτυπούμε μέχρι να μας ανοίξει.
Περιμένουμε με υπομονή και επιμονή. Και με αυτά σκλαβώνουμε τον Θεό. Όσοι προτιμούν άλλους αφεντάδες να τους χαίρονται. Ευχόμαστε να μην μετανιώσουν. Πάντως «οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών» ενώ στον χριστιανισμό και την εκκλησία όποιος θέλει να είναι πρώτος έστω πάντων διάκονος. Η διακονία του Χριστού έχει μια διαδρομή από τη φάτνη της Βηθλεέμ ως το σταυρό του γολγοθά και ως την κάθοδό του στον Άδη και την εκ νεκρών του ανάσταση. Για όλα αυτά δεν μας χρωστούσε τίποτα. Τα πέρασε γιατί μας αγαπά.
Και μάλιστα κατά τρόπο παράφορο. Και είναι παραφροσύνη να αγαπάς όχι αυτόν που δεν σε αγαπά, αλλά αυτόν που σε μισεί, σε κακοποιεί και σε σταυρώνει. Η αγάπη του Χριστού χαρακτηρίζεται μωρία για τους ειδωλολοτράτες και σκάνδαλο για τους Εβραίους.
Αυτό είναι ο κρυψώνας του μεγαλείου της Ορθοδοξίας και ο πολύτιμος θησαυρός της αποκάλυψης. Η ίδια η χαρά η ζωή μας.
Ζούμε και αγαπούμε.
Αγαπούμε και ζούμε.